Ο Ζαῒρας που έφυγε πολύ νωρίς…
24/02/2024Πόσα χρόνια πέρασαν απ’ όταν την είδα για τελευταία φορά στη Θεσσαλονίκη, ούτε που το θυμάμαι. Αυτό που θυμάμαι όμως είναι ότι λαχταρούσα πολλές φορές να την ξαναδώ μετά την μόνιμη εγκατάστασή μου στην Αθήνα. Λαχταρούσα να ξαναδώ την Ανθή Λυρίτη, Αθηναία οικογενειακή φίλη, γειτόνισσα και συνάδελφο των γονιών μου στο τελευταίο χωριό υπηρεσίας τους, στην οποία είχα αδυναμία από μικρή.
Πέθανε, όπως έμαθα, ο Μακεδόνας σύζυγός της (στρατιωτικός στο Κιλκίς και την Νέα Σάντα) και, καθώς ήταν άτεκνη, πούλησε το σπίτι της στη συμπρωτεύουσα (δυο βήματα από το δικό μας, κοντά στη Ροτόντα) και επέστρεψε στη γενέθλια γη της, όπου περνούσε μοναχικά στο πατρικό της παρέα με τις γάτες της, μια ”ψυχοκόρη” και τη Φούλα Αρλιώτου (ιδιοκτήτρια της γάτας Αγκύρας που τη φώναζαν ”Κίρκη”, παλιά συνάδελφο της μητέρας μου σε σχολείο της Νότιας Αθήνας).
Η πρώτη συνάντησή μας σε αθηναϊκό έδαφος έγινε τα περασμένα Χριστούγεννα στο σπίτι της, ”για να ζυγίσουμε την αξία της οικογενειακής φιλίας στη ζυγαριά της νοσταλγίας, όπως είπε. Η δεύτερη έγινε, μέσα σε χειμωνιάτικη λιακάδα, τον περασμένο μήνα. Σε ένα ταβερνάκι γειτονικού λόφου που μοιάζει με εξοχή και έχει θέα τη θάλασσα του Φαλήρου.
Ήταν το ίδιο γλυκόπικρη με την πρώτη αυτή η συνάντηση και έδωσε αφορμή στην ηλικιωμένη μας φίλη να μου διηγηθεί τη θλιβερή ιστορία ενός μαθητή της, του Πάχου Δανιά, στο τριθέσιο Δημοτικό Σχολείο του χωριού συνυπηρέτησης των δικών μου, όπου πήγε νεοδιόριστη για να μείνει τελικά δέκα ολόκληρα χρόνια εκεί. Την ιστορία του Πάχου Δανιά ή ”Ζαῒρα”, που φέρνει στην Ανθή δάκρυα στα μάτια κάθε φορά που τη σκέφτεται, δεν τη γνώριζα. Δεν μου την είπαν ποτέ οι γονείς μου, μάλλον για να μη στεναχωρεθώ.
Την έμαθα για πρώτη φορά από την ίδια και με συγκίνησε ιδιαίτερα. Γι’ αυτό σας την μεταφέρω αυτούσια, ετεροχρονισμένα, σε πρώτο πρόσωπο όπως την άκουσα. Είναι σαν να την έζησα εγώ για λογαριασμό της, τροχοδρομώντας στις ράγες του λυρισμού με σκηνικό το σχολικό περιβάλλον στα τέλη της δεκαετίας του ’60: ”Εκείνα τα χρόνια τα άγουρα και τα ονειρεμένα, κλήθηκα να διδάξω στα σχολιαρόπαιδα της τελευταίας τάξης ενός Δημοτικού Σχολείου στην Κεντρική Μακεδονία με το τρακ της πρωτοδιόριστης δασκάλας.
Οι μαθητές της Έκτης τότε λογαριάζονταν από τους μικρούς των άλλων τάξεων για μεγάλοι είτε λόγω της συμμετοχής τους στην αλληλοδιδακτική μέθοδο (που κάλυπτε τις ανάγκες για διδακτικό προσωπικό στη Στοιχειώδη Εκπαίδευση) είτε γιατί ήταν πρόωρα ώριμοι και ψημένοι στη δουλειά, μιας και βοηθούσαν τους γονείς τους στις αγροτικές και κτηνοτροφικές εργασίες.
Όλα μου φάνηκαν όμορφα εξαρχής σ’ εκείνο το μικρό χωριό και, προπάντων, η θέση που ήταν χτισμένο το σχολικό συγκρότημα. Ο περιφραγμένος αυλόγυρος με τα κτίσματα, τους μαθητικούς κήπους, το ηρώο με την προτομή του ήρωα και το πευκοδάσος σε μικρό ύψωμα, που είχε στα πόδια του τον δημόσιο δρόμο και ατένιζε από ψηλά τον Γαλλικό ποταμό με τις οξιές, τα πλατάνια και τις κλαίουσες.
Το ίδιο όμορφο ήταν και το σχολείο, που κρατιόταν καλά μέσα στον χρόνο χάρη στις δωρεές ανακαίνισης των ξενιτεμένων απ’ τη Γερμανία και τη Σουηδία. Βαμμένο κίτρινο, με κεραμωτή σκεπή, μεγάλα πορτοπαράθυρα, αίθουσες απλόχωρες με θρανία ψηλά, χαραγμένα και ξεβαμμένα τα πιο πολλά λόγω παλαιότητας.
Η έδρα με το κέντημα
Και η έδρα του δασκάλου ένα τραπέζι χαμηλό, καλυμμένο από ύφασμα κεντημένο δαμάσκο με κρόσια, όπου ”αναπαυόταν” η ιστορική βέργα από λυγαριά (η πιο ανθεκτική στις βιτσιές) που χάραζε στα πόδια των μαθητών οδυνηρές εμπειρίες… Από αυτήν την έδρα είχα ξεχωρίσει την πρώτη μέρα διδασκαλίας μου (ανάμεσα στο πέμπτο και το τελευταίο θρανίο) ένα ξερακιανό παιδί με μελαχρινό κεφάλι, ατίθασα μαλλιά και τραβηγμένο, αδύνατο πρόσωπο που το φώτιζαν δυο μεγάλα καστανά μάτια. Ήταν ο Πάχος Δανιάς, που του είχαν κολλήσει οι συμμαθητές του το παρατσούκλι ”Ζαῒρας”.
Στο παιδομάνι που ξεχυνόταν με φωνές στην αυλή και το πευκοδάσος μετά το σχόλασμα, ο Πάχος ήταν ο αδιαμφισβήτητος αρχηγός. Επηρεασμένος σίγουρα απ’ τους ήρωες των εικονογραφημένων περιοδικών εκείνης της εποχής (”Μικρό Σερίφη” και ”Μικρό καουμπόυ”), έβγαζε ινδιάνικες κραυγές δίνοντας το σύνθημα για εφόρμηση στον αόρατο εχθρό. Κι όταν βαριόταν τις αμερικανιές, μιμούνταν μοναδικά εμάς τους δασκάλους στις κινήσεις και τη φωνή μας κάνοντας όλους να ξεκαρδίζονται.
Από τα μέσα εκείνης της χρονιάς, μάλιστα, βρήκε να κάνει κι άλλο ένα νούμερο. ΄Ηταν κι ο λόγος, άλλωστε, για το ψευδώνυμο που του έδωσαν και του έμεινε σαν δεύτερο όνομα. Τότε ήταν στο φόρτε τους τα λαϊκά του Καζαντζίδη και του Αγγελόπουλου, αλλά μπήκε σφήνα σ’ αυτά ένα τραγούδι παλιό του Τσιτσάνη, η ”Ζαῒρα”, που το πρωτοτραγούδησε η Νίνου το ’54 και δεν έπαψε έκτοτε να ακούγεται απ’ τα τζουκ μποξ των χωριών μέχρι και τη δεκαετία του ’70.
Να ακούγεται σε παρέες, σε νυχτέρια κι από τα μικρά του Νηπιαγωγείου ακόμα, που τα ‘καναν χάζι οι μεγάλοι σαν το τραγουδούσαν. Στο δικό μας σχολείο, λοιπόν, ο Πάχος βρήκε πως του ταίριαζε γάντι αυτό το τραγούδι και στα διαλείμματα τον βλέπαμε να λικνίζεται σε ρυθμό οριεντάλ Ανατολίτισσας χορεύτριας κάνοντας τους άλλους να ξεσπάνε σε γέλια μέχρι δακρύων.
Πάχος Δανιάς ή “Ζαΐρας”
Αυτή η κατάσταση επαναλαμβανόταν σχεδόν κάθε μέρα με όλο και περισσότερα σκέρτσα κοιλιάς απ’ τον Πάχο, που τον φώναζαν ήδη με το παρατσούκλι ”Ζαῒρας” οι συμμαθητές του και τα τολμηρότερα από τα παιδιά των μικρότερων τάξεων. Από κάποια στιγμή κι ύστερα μάλιστα ξεχάστηκε εντελώς το επίθετό του και ακουγόταν μόνο σαν τον σήκωνα στο μάθημα. Και τότε, πάλι, τα γέλια δε συμμαζεύονταν. Ακούγονταν χάχανα πνιχτά από σκυμμένα κεφάλια, που με ανάγκαζαν να αντιδρώ με φωνές και βιτσιές για τους αδιόρθωτους.
Έτσι κύλησε εκείνη η χρονιά, ώσπου φτάσαμε ανάλαφροι στην περίοδο των διαγωνισμάτων που ήταν όλο αγωνία για τους τελειόφοιτους, γιατί — μετά τις απολυτήριες του Δημοτικού — είχαν να αντιμετωπίσουν και τις εισαγωγικές εξετάσεις του Γυμνασίου. Τα γελαστά πρόσωπα των μαθητών μου έγιναν ξαφνικά παράξενα σοβαρά κα θλιμμένα. Ο Πάχος, που ήταν ανέκαθεν λεπτό παιδί, είχε αδυνατίσει περισσότερο από ποτέ και φαινόταν άρρωστος και θερμιασμένος.
Έγραψαν εξετάσεις όλοι τους μέσα σε κλίμα συναισθηματικά φορτισμένο. Όταν βγήκαν τα αποτελέσματα, ανάσαναν ανακουφισμένοι. Με τα απολυτήρια στα χέρια μάς τραγούδησαν το προσκοπικό ”Τραγούδι του Αποχωρισμού” (παρμένο από ένα παραδοσιακό σκωτσέζικο τραγούδι του 1788 σε μουσική Auld Lang Syne), που ήταν κάτι σαν ύμνος τότε για τα σχολιαρόπαιδα. Ο Πάχος Δανιάς κρατιόταν με το ζόρι για να μην κλάψει από τη συγκίνηση και τα αγόρια της Έκτης, για να τον ευθυμήσουν λιγάκι, έπιασαν να τραγουδούν τη ”Ζαῒρα”, χωρίς το αλλοτινό όμως κέφι που ξετρέλαινε. Μάλλον σε τόνο θλιμμένο, θα έλεγα, σαν κάτι αγαπημένο που αφήνεται στο παρελθόν να γίνει ανάμνηση.
Έτσι κι αλλιώς, η ζωή στο Δημοτικό θα ξεχνιόταν, αργά ή γρήγορα, γιατί για τους απόφοιτους άρχιζε μια καινούργια ζωή είτε μπαίνοντας στο Γυμνάσιο είτε μένοντας στα χωράφια για να βοηθούν τους γονείς τους στη γεωργία και τη σκληρή βιοπάλη. Για τον Πάχο, ειδικά, τα χρόνια που ακολούθησαν ήταν δύσκολα και τυραννικά. Τα δέκα χρόνια δουλειάς χωρίς ανάσα ήταν αρκετά για να στείλουν το παλικάρι των 22 χρόνων στα νοσοκομεία με τελική κατάληξη το σπίτι του.
”Μην το κουνήσεις απ’ το κρεβάτι σου, Πάχο”, τον συμβούλεψε ο αγροτικός γιατρός σκεφτικός προσαρμόζοντας τις συνταγές του στις νοσοκομειακές οδηγίες με βάση τις εξετάσεις του. ”Το στομάχι θέλει, πέρα από αλλαγή διατροφής, ξεκούραση και ηρεμία…”. Έπεσαν πάνω του οι δικοί του και τον φρόντιζαν σαν μωρό, μέχρι που ήρθε η ανάρρωση και είπαν ”Δόξα τω Θεώ, το ξεπέρασε!”. Ο Πάχος ξέχασε γρήγορα, όμως, το τι πέρασε. Τίναξε τα σκεπάσματα και, κλειδώνοντας κάπου μέσα του τα λόγια του γιατρού, άρχισε τα παλιά με τα τρακτέρ και τα χωράφια.
Ο Ζαῒρας έφυγε 24 χρονών…
Πικρή ζωή. Οι φωνές των δυο μεγαλύτερων αδελφών του δεν εισακούγονταν. ”Είμαι καλά”, έλεγε σ’ αυτές και την μάνα τους που τον παρακαλούσαν να σταματήσει. Έτσι έγινε και ο μικρός Δανιάς πήρε στην πλάτη όλη την οικογένεια, μιας και δεν υπήρχε πατέρας στο σπίτι για να βοηθήσει. Είχε σκοτωθεί σε εργατικό ατύχημα από χρόνια…
Η κακιά αρρώστια ωστόσο, που σιγόβραζε μέσα του, ξέσπασε δυο χρόνια αργότερα ξαφνικά. Ο Πάχος, αν και εικοσιτεσσάρων μόλις ετών, λύγισε μπροστά της σαν ηλικιωμένος. Έτσι, μέσα στην Άνοιξη, ο Ζαῒρας βρέθηκε στο Νοσοκομείο της επαρχιακής πόλης με ορό και οξυγόνο.
Το σώμα του κουβαλούσε κακοήθεις πληγές και ο ίδιος, με χρώμα σταχτί σαν πεθαμένου, έδινε απέλπιδα μάχη μισοαναίσθητος στα μαρμαρένια αλώνια του χάρου. Οι γιατροί είχαν σηκώσει τα χέρια ψηλά. Μόνο η μάνα του ήλπιζε ακόμα στο θαύμα του Εσταυρωμένου.
Την τελευταία μέρα (Κυριακή του Πάσχα ήταν) ο καημένος ο Πάχος άνοιξε με κόπο τα μάτια του, έφερε ένα γύρο το βλέμμα στους δικούς του που τον παράστεκαν και μ’ έναν πονεμένο αναστεναγμό έσβησε σαν το κεράκι της Λαμπρής, ήσυχα και αθόρυβα. Άφησε το σώμα του στο κρεβάτι του πόνου και πέταξε ψηλά, σ’ άλλους κόσμους καλύτερους ή χειρότερους, ποιος ξέρει…”.