Ο ζωγράφος Π. Τέτσης και η Εθνική Πινακοθήκη
17/05/2025
(Αφιερωμένο στον Δήμαρχο Λαρισαίων κ. Αθ. Μαμάκο). Αυτό τον καιρό όποιος επισκεφθεί την Εθνική μας Πινακοθήκη, Έλληνας ή ξένος, θα αποκομίσει την εντύπωση ότι ο πιο μεγάλος Έλληνας ζωγράφος που υπήρξε ποτέ, είναι αναμφισβήτητα ο Παναγιώτης Τέτσης (1925-2016). Πράγματι, μόλις στην είσοδο τον επισκέπτη υποδέχεται η τεράστια “Λαϊκή Αγορά” του, μια σύνθεση μήκους σχεδόν δέκα μέτρων που λειτουργώντας σαν τοιχογραφία του δρόμου προλαβαίνει, από την δεκαετία του ’80 την street art.
Στη συνέχεια και στην πιο εντυπωσιακή αίθουσα του μουσείου, απλώνεται γενναιόδωρα η αναδρομική του, με 160 έργα ενώ στις αίθουσες των μόνιμων εκθεμάτων κρέμονται κι άλλες, μεγάλων διαστάσεων, συνθέσεις του. Αυτή η μανία με τον Τέτση – όπως η γνωστή “Μανία με τον Καραβάτζο” – ξεκίνησε από την προηγούμενη διευθύντρια της πινακοθήκης, την αείμνηστη Μαρίνα Λαμπράκη η οποία και επέβαλε τον εξ Ύδρας ζωγράφο, τόσο ως πρόεδρο της καλλιτεχνικής επιτροπής όσο και ως πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου της Εθνικής Πινακοθήκης πείθοντας τους επικεφαλής του ΥΠΠΟ να τον διορίσουν.
Κι αν ξεχάσει κανείς τον βλακώδη όσο και, φευ, δικαιολογημένο λόγω νεποτισμού θόρυβο εξαιτίας του άθλιου πορτρέτου της Άννας Παναγιωταρέα, η αναδρομική του έκθεση αυτή καθαυτή έχει πολύ ενδιαφέρον τόσο ιστορικό-αισθητικό, όσο και κοινωνιολογικό-πολιτικό.
Όπως εμφατικά δηλώνεται από τους υπεύθυνους της ΕΜΠΑΣ (Εθνική Πινακοθήκη-Μουσείο Αλέξανδρου Σούτσου) όσο και από τους ένιους μελετητές του έργου του, ο Τέτσης αναφέρεται ταυτολογικά και σολιψιστικά ως ο ζωγράφος του βλέμματος και του χρώματος. Λες βέβαια και υπάρχει ζωγράφος που να μην υπηρετεί το βλέμμα ή το χρώμα. Και οι κοινοτοπίες συνεχίζονται με αναφορές στη σχέση του ζωγράφου με την φύση, τη θάλασσα, την Ύδρα, τη Σίφνο, τη λάμψη του ηλιοβασιλέματος, τα βράχια κλπ. Δηλαδή με προσεγγίσεις που αναφέρονται στην θεματολογία του – και μάλιστα με τον πιο προφανή και αφελή τρόπο – και όχι στην πλαστική γλώσσα ή την ζωγραφική έρευνα των συνθέσεων του.
Δηλαδή στην αφορμή και όχι το αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής διαδικασίας. Προσωπικά, και στο έργο του Τέτση αλλά και στους μελετητές αυτού του έργου, διαπιστώνω τόσο τις αρετές όσο και τις χρόνιες αδυναμίες της σύγχρονης τέχνης μας. Τον βαθύ της συντηρητισμό. Κυρίως επειδή ο Τέτσης, αναμφισβήτητα κολορίστας και καλλιτέχνης με ταμπεραμέντο και ευαισθησίες, πολύ γρήγορα διαμόρφωσε την προσωπική του, αναγνωρίσιμη και συνακόλουθα δημοφιλή γραφή έτσι ώστε να πρωταγωνιστεί στην εγχώρια σκηνή.
Είσαι τόσο καλός ο Τέτσης;
Μια γραφή εντυπωσιακή όσο και “ανώδυνη” δηλαδή απόλυτα συμβατή με το μικροαστικό γούστο που ανέπτυξαν στα χρόνια της μεταπολίτευσης οι νεόπλουτοι συλλέκτες και το οποίο υποστήριξε – στελεχώνοντας μάλιστα τον “κανόνα” του με τους αγαπημένους της δημιουργούς– η προηγούμενη διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη για να το συνεχίσει και η σημερινή, με τις “αλλόκοτες” επιλογές της.
Έναν κανόνα πάντως που έχει την πολυτέλεια να εξαιρεί ζωγράφους όπως είναι ο Μάκης Θεοφυλακτόπουλος, ο Σταύρος Ιωάννου, ο Κυριάκος Κατζουράκης, ο Κυριάκος Μορταράκος, η Πελαγία Κυριαζή, ο Γιώργος Ξένος, η Αιμιλία Παπαφιλίππου, ο Χαράλαμπος Κατσατσίδης, ο Αχιλλέας Χρηστίδης, η Βάνα Ξένου, ο Χρήστος Αντωναρόπουλος, ο Σάββας Πουρσανίδης, ο Κώστας Ντιός κ.α. Και δεν μιλάω για τους σπουδαίους Κύπριους καλλιτέχνες που εντελώς αδικαιολόγητα λείπουν από τα εθνικά μας μουσεία.
Είναι όμως καλός τελικά ή κακός ζωγράφος ο Παναγιώτης Τέτσης; Είναι καλός στο μέτρο που υπηρετεί μιαν αισθησιακή ζωγραφική, με σάρκα και οπτική ευφορία. Δεν είναι καλός όμως όταν δεν αμφισβητεί καθόλου, ή ελάχιστα το θεωρούμενο ως “οπτικό γεγονός” και δεν μεταβαίνει από την αίσθηση στην νοητική της επεξεργασία συγχέοντας συγχρόνως την δεξιοτεχνία με την αισθητική. Θα έλεγα πως ο Τέτσης και όσοι καλλιτέχνες τον θαυμάζουν, είναι οι δημιουργοί της εντύπωσης, του προφανούς και όχι της ερμηνείας που καθιστά την εντύπωση κάτι πιο μόνιμο τόσο μορφοπλαστικά και πνευματικά.
Διαβάζω θεωρητικούς να ισχυρίζονται πως όταν βρέθηκε στο Παρίσι την περίοδο 1953-1956, μελέτησε (!) τα μετεμπρεσιονιστικά ρεύματα. Δηλαδή, μισό αιώνα μετά τον μετεμπρεσιονισμό και 80 χρόνια μετά τον ιμπρεσιονισμό, ο νεαρός Τέτσης εν μέσω informel ή peinture matierique, νέου εξπρεσιονισμού ή νέας αφαίρεσης, πολιτικής τέχνης και installation μελετούσε τους… μετεμπρεσιονιστές.
Δεν είναι πάντως περίεργο – αντίθετα επιβεβαιώνει τα ασφαλώς αυστηρά συμπεράσματα μου – το ότι τα πιο σημαντικά του έργα, αυτά που αποδεικνύουν την ζωγραφική του ποιότητα, είναι είτε τα νεανικά του, τα “Σφαχτά” και τα τοπία της Πλάκας, ή οι ώριμες, μαύρες συνθέσεις από την Σίφνο. Εκεί δηλαδή που η χρήση του χρώματος είναι λελογισμένη πλην δραματική και εκεί που η αίσθηση του φυσικού υποχωρεί για να αναδειχθεί το μυστήριο του μεταφυσικού.
Τότε δηλαδή που το φυσικό φως αποκτάει μεταφυσικές ιδιότητες. Και τότε που ο Τέτσης δεν ζωγραφίζει για τον υποθετικό αποδέκτη του έργου του, αλλά για τον εαυτό του τον ίδιο. Διαφορετικά, τί καινούργιο κομίζει το συμβατικό, ακαδημαϊκό, όσο και “πυροτεχνηματικό” του έργο σε σχέση με τη ζωγραφική π.χ. του Οδυσσέα Φωκά, του Δημήτρη Γιολδάση, της Σοφίας Λασκαρίδου, του Γεωργίου Χατζόπουλου, της Θάλειας Φλωρά-Καραβία ή Νικολάου Λύτρα, δηλαδή ζωγράφων των αρχών του προηγούμενου αιώνα;
Επίσης, αν συγκριθεί ο Τέτσης με τους συνομηλίκους του, Γιάννη Γαΐτη, Δανιήλ Παναγόπουλο, Χρίστο Καρά, Βλάση Κανιάρη, Ηλία Δεκουλάκο, Νίκο Κεσανλή, τί συμπέρασμα θα προκύψει; Ποιός έγραψε ιστορία, ποιός πρότεινε φόρμα, ποιός στάθηκε ισότιμα με ό τι συνέβαινε στην υπόλοιπη Ευρώπη; Εκτός κι αν ο Τέτσης, αλλά και η “σχολή” του, θεωρούνται αποκλειστικά bon pour l’ Orient και διαφοροποιείται πλήρως σε σχέση με τους διεθνείς μας όπως π.χ ο Γιάννης Κουνέλλης, ο Θεόδωρος Στάμος, ο Μάριος Πράσινος ή ο Νίκος Μπάικας. Αλλά και ο τόσο αδικημένος Διαμαντής Διαμαντόπουλος.
Αναλύσεις και αδιέξοδα
Διαβάζουμε σε πρόσφατο άρθρο στο περιοδικό Lifo: “…Το έργο του Παναγιώτη Τέτση διαβάζεται συχνά μέσα από το πρίσμα της συνομιλίας του με τις εικαστικές παραδόσεις του ευρωπαϊκού μοντερνισμού και τη μονοχρωματική αφαίρεση (sic ). Ωστόσο, μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει την προσήλωση του καλλιτέχνη στην παραστατική ζωγραφική και τη μελέτη του χρώματος και του φωτός ως βασικών πυλώνων της συνθετικής του αντίληψης. Είναι αυτή η εμμονή του βλέμματος που διατρέχει το σύνολο της δουλειάς του και τον καθιστά μοναδικό και απόλυτα αναγνωρίσιμο στην ιστορία της ελληνικής τέχνης.
Κατά την περίοδο των σπουδών του στο Παρίσι (1953-1956) ο Τέτσης επηρεάστηκε έντονα από τα μεταϊμπρεσιονιστικά ρεύματα και τους φοβιστές ζωγράφους, χωρίς όμως η έκρηξη των έντονων χρωματικών αντιθέσεων να τον απομακρύνει από την αποτύπωση του ορατού, του αντικειμένου των αισθήσεων. Αντίθετα, συνεχίζει να διερευνά τα πάθη της ψυχής, τη σχέση του ανθρώπου με τη φύση και το αστικό περιβάλλον, τον σύγχρονο τρόπο ζωής και τις σταθερές ορίζουσες της ταυτότητας, διατηρώντας μια εντυπωσιακή ισορροπία και μένοντας πιστός στην άσκηση του βλέμματος, στη μεταστοιχείωση του ρυθμού, της σύνθεσης, του φωτός και του χρώματος…”
Ωραία όλα αυτά, αλλά και αρκετά αδιέξοδα δεν νομίζετε; Είναι ενδεικτικό, τέλος, ότι δεν αναφέρεται κανένας άλλος δημιουργός, Έλληνας ή ξένος, ώστε να συνδεθεί το έργο με κάποιες αναφορές, αλλά υπάρχει ο Τέτσης δια του Τέτση. Αποκλειστικά! Και αν αυτά τα έγραφαν οι συνήθως εκστασιασμένοι με ό τι τους υπαγορεύεται, δημοσιογράφοι του εικαστικού ρεπορτάζ, θα ήταν συγχωρητέο.
Όταν όμως τα υποστηρίζουν και…”ειδικοί”, τότε το πράγμα γίνεται επικίνδυνο. Γιατί; Μα επειδή έτσι φαλκιδεύεται οποιαδήποτε έννοια κριτηρίου ή ιστορικής προσέγγισης. Και γιατί μία έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη (οφείλει να) έχει έναν ευρύτερο, ιστορικό και παιδαγωγικό χαρακτήρα. Αλλιώς συνηθίζουμε στην διάχυτη, ούτως ή άλλως, μετριότητα και δεν απαιτούμε το καλύτερο από όσους έχουν την ανάλογη ευθύνη.
Μίζεροι καιροί για την τέχνη…
Και κάτι τελευταίο: Δεν πρέπει να γίνει κάποτε στην ΕΠΜΑΣ μια μεγάλη αναδρομική του Θεόφραστου Τριανταφυλλίδη, του Γεωργίου Μπουζιάνη ή του Σπύρου Παπαλουκά; Δεν συζητάω για τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο. Αυτόν ούτε στη Λάρισα δεν επέτρεψαν οι γνωστές “κυρίες της αυλής” να εκπροσωπηθεί με έργα της Εθνικής Πινακοθήκης. Ποιός του φταίει που δεν φιλοτέχνησε το πορτρέτο της μυστικοσυμβούλου της υπουργού; Βλέπετε σε μίζερους καιρούς είναι ευκολότερο να εξαφανίσεις έναν ιστορικό τέχνης που αρνείται το κυρίαρχο αφήγημα παρά ν’ αποκαλύψεις έναν μεγάλο καλλιτέχνη.
ΥΓ. Σε διαδικτυακό site ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος δίνει συνέντευξη σε μία δημοσιογράφο μέσα στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, μιλώντας για την συλλογή του στο ΕΜΣΤ. Όθεν καταπληκτικό και το site για τους businessmen που φιλοξενεί μια ρούμπρικα για την σύγχρονη τέχνη αλλά και ο πολύ γνωστός businessman-συλλέκτης που έχει το ΕΜΣΤ σαν προσωπικό του γραφείο, υλοποιώντας απόλυτα και την πολιτική, αλλά και την αισθητική της παρούσας κυβέρνησης…
Στην πραγματικότητα, για να μιλήσουμε γενικότερα – χρησιμοποίησε το συγκεκριμένο παράδειγμα απλώς για να δείξω την μοργανατική σχέση χρήματος και τέχνης – το ΕΜΣΤ δεν είναι ούτε εθνικό, αφού ελάχιστα υπηρετεί την σύγχρονη ελληνική τέχνη, ούτε και μουσείο αφού λειτουργεί περισσότερο σαν μια ιδιωτική gallery που παρουσιάζει τις τρέχουσες, εικαστικές μόδες χωρίς ουσιαστικές “ιστορικές ανησυχίες”. Ή, στην καλύτερη περίπτωση, σαν μια Kunsthalle που αντανακλά αποκλειστικά το εφήμερο όσο και ταξικό γούστο μιας συγκεκριμένης ελίτ νεόπλουτων, ελληνικού-κρατικοδίαιτου τύπου, οι οποίοι νομίζουν πως μέσα από την τέχνη θα αποκτήσουν εκείνο το κύρος που ποτέ δεν είχαν.