Ο ζωγράφος Ρέγκος, ο ναζί Μέρτεν και ο ναός του Αγίου Στυλιανού
24/04/2024Παραλειπόμενα της καλλιτεχνικής ζωής υπάρχουν πολλά και σε διάφορες εποχές. Ένα από αυτά διαδραματίστηκε στην Ελλάδα, λίγο πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1939. Πρόκειται για τη ζωγραφική στο ναΐσκο του Αγίου Στυλιανού, δίπλα στην παλιά Φιλοσοφική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Την ανέλαβε ο άξιος, σεμνός ζωγράφος της συμπρωτεύουσας Πολύκλειτος Ν. Ρέγκος (1903-1984).
Το έργο έγινε υπό την εποπτεία του επικεφαλής της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης Μακεδονίας, αξιωματικού και προσωπικού φίλου του Φύρερ, του Μαξ Μέρτεν (Max Merten, 1911-1976), εγκληματία πολέμου, γνωστού και ως “χασάπη της Θεσσαλονίκης”, καθώς υπέγραψε τη μεταφορά των περίπου 50.000 Εβραίων της Θεσσαλονίκης στο Άουσβιτς και έκλεψε τα υπάρχοντά τους, ενώ έμελλε να τον αθωώσει η ελληνική δικαιοσύνη το 1959, μετά από την παροχή εκ μέρους της Γερμανίας στην Ελλάδα δανείου 200.000.000 μάρκων.
Ο Ρέγκος είχε εγκατασταθεί από το 1935 στη Θεσσαλονίκη. Από το 1930 έως το 1933 έζησε στο Παρίσι, όπου και συνέχισε τις σπουδές του που τις είχε αρχίσει στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας, ενώ ακολούθησε τρίμηνο ταξίδι του στο Άγιον Όρος. Την επιλογή του ως του καταλληλότερου, και λόγω της παρισινής θητείας του, τη στήριξαν με συστατικές επιστολές τους ο βυζαντινολόγος Κάρολος Ντηλ (Charles Diehl, 1859-1944) και ο αρχιτέκτων Αριστοτέλης Ζάχος (1871/2/9-1939).
Η παραγγελιά για τον ναΐσκο
Ο Ρέγκος είχε φιλοτεχνήσει τις ξυλογραφίες στο λεύκωμα του πρώτου για τον Άθω το 1934, ενώ με τον δεύτερο είχε συνεργαστεί στη ζωγραφική της κόγχης για τον ναό του Αγίου Δημητρίου στη Σιάτιστα το 1939. Υποβλήθηκαν από τον ζωγράφο τα προσχέδια, τα οποία εγκρίθηκαν από το προεδρείο του ιδρύματος, αλλά η ζωγραφική με την τεχνική της νωπογραφίας στους τοίχους του ναΐσκου καθυστέρησε έως τον Μάιο του 1942, για να ολοκληρωθεί τον Δεκέμβριο του 1943. Βοηθούς του ο Ρέγκος είχε τον μάστορα σοβατζή Θεοδόση Ανυφαντάκη και τον νεότερό του ζωγράφο της Θεσσαλονίκης Νίκο Σαχίνη (1924-1989).
Γράφει μάλιστα στη χειρόγραφη αυτοβιογραφία του, που εκδόθηκε το 2016 με τη φροντίδα του αφοσιωμένου στην προσφορά του πατέρα του, δευτερότοκου γιου του Κωνσταντίνου (γεννηθείς το 1946): «Οι Γερμανοί επέβλεπαν τον χρόνο της εργασίας μου, εβιάζοντο να τελειώσουμε γρήγορα, γιατί οι σύμμαχοι είχαν ήδη κάνει την απόβαση στην Ιταλία και ο σκοπός τους ήταν να αφήσουν ένα τέτοιο έργο που έγινε με τα χρήματά τους για προπαγανδιστικούς σκοπούς»…
Ο Ρέγκος ιστόρησε τον Παντοκράτορα του τρούλου, την Πλατυτέρα στην κόγχη του βήματος, Πατέρες στον τοίχο της κόγχης, τους Ευαγγελιστές στα σφαιρικά τρίγωνα, χριστολογικές σκηνές, το Δωδεκάορτο, τα Πάθη και Αγίους στους τοίχους του ναΐσκου, καθώς και φορητές εικόνες. Το ύφος της ζωγραφικής του αντλεί από τη μεταβυζαντινή παράδοση. Σχεδίασε ακόμα το τέμπλο, τον επισκοπικό θρόνο και το αναλόγιο των ιεροψαλτών.
Τα εγκαίνια από τον Γεννάδιο
Να σημειωθεί εδώ ότι ο ζωγράφος επιστρατεύθηκε το 1940 και βρέθηκε στο Αμύνταιο για λίγο. Κάταγμα του ρινικού οστού πάνω σε σιδηροδρομικές ράγες τον κατέστησε αδειούχο και τον μετέτρεψε σε έφεδρο. Μέσα στην Κατοχή, στο διάστημα 1941-44, ο Ρέγκος ζωγράφισε και τη γεμάτη αγάπη προσωπογραφία της δυναμικής συζύγου του, επίσης ζωγράφου Γεωργίας Μαντοπούλου (1912-1992).
Ο ναΐσκος του Αγίου Στυλιανού στη Θεσσαλονίκη εγκαινιάστηκε τον Νοέμβριο του 1946 από τον θαρραλέο μητροπολίτη Θεσσαλονίκης Γεννάδιο (Γεώργιο Αλεξιάδη, 1868-1951), που δεν ήθελε να ιερουργεί υπό κατοχικό καθεστώς. Προσχηματικά, λοιπόν, απέφυγε τα θυρανοίξια του ναΐσκου, χρησιμοποιώντας ως πρόφαση την έλλειψη αντιμηνσίου που το ανέμενε από την Κωνσταντινούπολη.
Κατά τη γερμανική Κατοχή, ο Γεννάδιος παρότρυνε τους πολίτες της Θεσσαλονίκης να μην κάνουν διάκριση προς τους Εβραίους συμπολίτες τους, που υποχρεώθηκαν από τις κατοχικές δυνάμεις να φορούν κίτρινο άστρο, προχωρώντας μάλιστα και σε έντονα διαβήματα, προκειμένου να πάψουν οι μεταφορές τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Ο σεισμός του 1978 που έπληξε τη συμπρωτεύουσα ήρθε να καταστρέψει το οικοδόμημα και τις τοιχογραφίες του σε μεγάλη έκταση. Συντηρήθηκαν εν μέρει από τον Ιούνιο του 1980 έως τον Οκτώβριο του 1981.
Για το 1940
Ας σημειωθεί τέλος ότι συμβολή του Ρέγκου στην εικονογραφία του 1940 είναι το απόσπασμα νωπογραφίας του στην αίθουσα βιβλιοθήκης του Εντευκτηρίου Οπλιτών του Γ’ Σώματος Στρατού (Στρατιωτικού Θεάτρου). Η ανάθεση έγινε το 1949 από τον αντιστράτηγο, αρχηγό του Γ’ Σώματος Στρατού, Θεόδωρο Γρηγορόπουλο.
Η τολμηρή νωπογραφία, διαστάσεων 1,07×10,50 μ., αποτοιχίστηκε και φυλασσόταν το 1980 στην αποθήκη της Δ’ Εφορείας Νεωτέρων Μνημείων Θεσσαλονίκης. Θέμα της, όπως το γνωρίζουμε από τη μακέτα της, ήταν ζωφόρος με το συνεχές των αγώνων της ελληνικής φυλής: από τον Αλέξανδρο και το Βυζάντιο, έως το 1821, το 1912-13 και το 1940-41. Η τελευταία σύνθεση απεικονίζει την απόκρουση των Ιταλών και μακρύτερα τα γερμανικά τανκς (Panzer) να προχωρούν προς τη Γραμμή Μεταξά.