ΣΙΝΕΜΑ

“Oh, Canada”: Μια ταινία για την ενοχή και την εξομολόγηση

Σρέιντερ

Βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ράσελ Μπανκς, το “Oh, Canada” του Πολ Σρέιντερ (Paul Shrader), μας περιγράφει τις τελευταίες στιγμές ενός σημαντικού για τον Καναδά κινηματογραφιστή, του Λέναρντ Φάιφ (Ρίτσαρντ Γκιρ) που δίνει μία αποκαλυπτική, εξομολογητική, συνέντευξη για την πορεία της ζωής του, παρουσία της γυναίκας του Έμμα (Ούμα Θέρμαν).

Ο Φάιφ σημαντικός στον χώρο του στρατευμένου ντοκιμαντέρ για τον Καναδά πάσχει από καρκίνο, ταλαιπωρημένος και στο τέλος της ζωής του δέχεται σε πρώην μαθητή του να δώσει αυτή τη συνέντευξη, αποκαλύπτοντας πτυχές που ενίοτε σοκάρουν τους γύρω του. Ο Φάιφ, που αρνήθηκε τη στράτευσή στις ΗΠΑ την περίοδο του Βιετνάμ και διέφυγε στον Καναδά, αντιμετωπίστηκε ως σύμβολο ανεξαρτησίας και επαναστατικής περσόνας. Η εξομολογητική του στάση, όμως, μπροστά από την κάμερα, σε μετωπική στάση στο φακό, προδίδει μία άλλη, πιο σκοτεινή, πλευρά του.

Η ταινία ξεκινάει με απλότητα, και χωρίς ιδιαίτερη εισαγωγή, μπαίνει κατευθείαν στο θέμα της. Ο ταλαιπωρημένος από τον καρκίνο στα τελευταία του Λέναρντ προετοιμάζεται και μαζί με τη γυναίκα του και τη νοσοκόμα του περνούν στο δωμάτιο που έχει ετοιμαστεί να φιλμογραφηθεί η τελευταία του συνέντευξη. Ο χώρος σκοτεινός, με το μόνο φως στο πρόσωπο του συνεντευξιαζόμενου, αποδίδουν εύστοχα και τη δραματικότητα που από την αρχή θέλει να προσδώσει ο Αμερικάνος σκηνοθέτης και σεναριογράφος στον πρωταγωνιστή. Παράλληλα, δημιουργεί εκείνο το σκοτεινό χώρο που μπορεί να μοιάζει συνειρμικά με ένα καθολικό εξομολογητήριο. Η κάμερα, εδώ, παίρνει το ρόλο του ιερέα. Άλλωστε κάποια στιγμή ο πρωταγωνιστής αναφέρει πως μόνο μπροστά σε μια κάμερα θα μπορούσε να πει όλη τη ζωή του και όχι σε κάποιον άνθρωπο, ακόμα και αν ήταν η στη γυναίκα του. Γι’ αυτό και απαιτεί να είναι παρούσα. Ως ένα είδος μαρτυρίας.

Ο Σρέιντερ ξέρει πολύ καλά να αφηγείται ιστορίες και να στήνει την κάμερα σε θεατρογενή θέματα σαν και αυτό. Ο σεναριογράφος του “Ταξιτζή’” του “Οργισμένου ειδώλου”, και πολλών άλλων σημαντικών ταινιών, αλλά και σκηνοθέτης του Ρίτσαρντ Γκιρ στο “Αμέρικαν Ζιγκολό” έχει την εμπειρία απέναντι στο κινηματογραφικό μέσο, ώστε τίποτα να μην ξεφεύγει από αυτό που πραγματικά θέλει να αποδώσει. Και έχει μία γοητεία πάντοτε ο τρόπος που αφηγείται μία ιστορία, ακόμα και αν δεν καταφέρνει να αποκτήσει τον ρυθμό που πρέπει ή που θα έπρεπε.

Στην συγκεκριμένη περίπτωση διακόπτει τον εξαιρετικό ρυθμό που στήνει με τα υπέροχα φλας μπακ και τον εξαιρετικό Τζέικομπ Ιλόρντι που ερμηνεύει το νεαρό εαυτό του Λίο (Λέναρντ). Γενικότερα οι σκηνές που αφορούν το παρελθόν είναι εκείνες που έχουν το περισσότερο νόημα και χρωματίζουν ευχάριστα και αποδίδουν ένα συγκεκριμένο τόνο στην ταινία. Οι επιστροφές στο χώρο της συνέντευξης συχνά κόβουν το ρυθμό, γίνονται άτσαλα, δε δίνουν πάντοτε νόημα ή ανακατεύουν τόσο πολύ τη ροή της αφήγησης, που μπερδεύουν περισσότερο, παρά αποκωδικοποιούν την προσωπικότητα και τις ανησυχίες του πρωταγωνιστή.

Σε καμία περίπτωση δεν εξηγεί πολλά από αυτά που μας παραθέτει ο σκηνοθέτης στη ροή της αφήγησης, παρόλο που στήνει την εποχή του τέλους της δεκαετίας του 1960 με έναν εξαιρετικό τρόπο. Δεν εξηγείται γιατί ο πρωταγωνιστής δεν αποδέχεται το γιο που παράτησε σε νηπιακή ηλικία ή γιατί τον παράτησε, όπως και γιατί διέφυγε στον Καναδά. Δεν εξηγείται ακριβώς η συγκίνηση της γυναίκας του σε εξομολογήσεις που δεν την αφορούσαν απαραίτητα, καταστάσεων πολύ πριν τη γνωρίσει. Η μόνη ουσιαστική εξομολόγηση ήταν η, εν τέλει, υποτιθέμενη άρνηση στράτευσης στον αμερικανικό στρατό. Ουσιαστικά απαλλάχθηκε επιλέγοντας να κοροϊδέψει τον αμερικανικό στρατό παριστάνοντας τον ομοφυλόφιλο. Ο μύθος του επαναστάτη αρνητή κατέρρευσε.

Πέραν τον παραπάνω, η επιλογή της κάμερας κατά μέτωπο και οι θεολογικές αναφορές του πρωταγωνιστή δεν ξεφεύγουν από τη συνολική βάση του καλβινιστή Σρέιντερ, που στις περισσότερες, αν όχι σε όλες, τις ταινίες του, ο θεολογικός του προσανατολισμός διαφαίνεται και στα σημεία που δεν ομολογείται ευθέως. Στην περίπτωσή μας εδώ, ο πρωταγωνιστής εν είδη προκείμενου θανάτου, επιλέγει την εξομολόγηση, κάτι σαν προθανάτια εξιλέωση των κρυμμένων αμαρτιών του, καθώς ομολογεί με αφοπλιστική ειλικρίνεια πως ακριβώς αντιμετωπίζει αυτή την συνέντευξη: “τελευταία προσευχή. Ακόμα κι αν δεν πιστεύεις στο Θεό, όταν προσεύχεσαι δε λες ψέματα”.

Εξαιρετική η φωτογραφία και η μουσική

Παρόλο που οι προτεσταντικές ομολογίες έχουν απορρίψει το μυστήριο της εξομολόγησης, ο Σρέιντερ αναπτύσσει το πρόβλημα της ενοχής που προκύπτει στη διάρκεια μιας ζωής. Με μία, μάλλον αυτοαναφορική διάθεση, ο διάσημος κατά τα άλλα σκηνοθέτης Λίο θα βρει παρηγοριά με την εφ’ όλης της ύλης εξομολόγηση. Μετά από αυτήν του την προσπάθεια και σε αξιοσημείωτη προθανάτια διαύγεια, θα αφήσει την τελευταία του πνοή με τη γυναίκα του στο πλάι του.

Τα δύο εξαιρετικά σημεία της ταινίας είναι η φωτογραφία και η μουσική, τα οποία συνδυασμένα με την επίσης εξαιρετική αναπαράσταση εποχής δίνουν στην ταινία μία φρεσκάδα και έναν τόνο αξιοπρόσεχτο. Ο Σρέιντερ, όμως, δε φαίνεται να θέλει να κάνει μία γραμμικής ταινίας αφήγηση, ή να αφηγηθεί μία ιστορία με τον κλασικό χολιγουντιανό τρόπο του “voice over” που μας στέλνει στο παρελθόν, αλλά με ελάχιστες διακοπές του παρόντος. Εδώ το “voice over” λειτουργεί συνεχώς, ακόμα και στο παρόν, το οποίο επανέρχεται συνεχώς, ώστε τα άλματα στο πριν, να είναι χρονικά ασύνταχτα. Επιτηδευμένα ασύνταχτα και χωρίς προφανή λόγο.

Επίσης, το εύρημα με τη συμμετοχή του ηθοποιού Γκιρ σε μεγάλη ηλικία σε σκηνές του παρελθόντος, αντικαθιστώντας την νεαρή του εκδοχή, μοιάζει συχνά παράταιρο. Δεν εξυπηρετεί απαραίτητα δραματουργικά την ιστορία που μας αφηγείται ο σκηνοθέτης, παρά μόνο στο σημείο που έρχεται σε επαφή συνολικά με τα πρόσωπα του παρελθόντος του. Αλλά και η νεαρή του εκδοχή φαίνεται παράταιρη: ο πανύψηλος νεαρός με γλυκά χαρακτηριστικά γίνεται σαφώς κοντύτερος και με εντελώς ξένα χαρακτηριστικά. Παράλληλα ο Σρέιντερ θίγει το θέμα των γηρατειών και τα προβλήματα που ενέχουν. Αντιμετωπίζει τη μεγάλη ηλικία με μια κάποια συγκρατημένη ανέχεια, ενώ εξωραΐζει τη νεότητα. Στο πνεύμα της εποχής μας, δυστυχώς, που ο γηραιός στέκεται στο περιθώριο, καθώς μόνο η νεότητα έχει κάτι να μας πει: η τρίτη ηλικία το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να σώσει τις ενοχές της με μία εκ βαθέων εξομολόγηση.

Επιπλέον, με αυτή τη θεατρογενή αφήγηση, ο σκηνοθέτης – μάλλον θα ήταν καλύτερη μία θεατρική εκδοχή αυτού του σεναρίου – εγκλωβίζει και την κινηματογράφηση προς μία θεατρογενή μορφή. Παρόλα αυτά, ο Σρέιντερ γνωρίζει πολύ καλά το μέσο και ξέρει, όπου χρειάζεται, να δείξει τον κινηματογράφο που θέλει. Μαθημένος να δίνει σημασία στο σενάριο, αφηγείται χωρίς να στήνει ιδιαίτερα κινηματογραφικά τις σκηνές του, παρά περισσότερο να δίνει σημασία και έμφαση στις όποιες αλληγορικές ερμηνείες του θέματός του με συχνά κοντινά και μέσα πλάνα στους πρωταγωνιστές του.

Οι ερμηνείες του Γκιρ και του νεαρού Τζέικομπ Ιλόρντι ξεχωρίζουν, ειδικότερα ο Γκιρ, που πάντα ήταν ένας ξεχωριστός ηθοποιός, εδώ πιο ώριμος ταιριάζει απόλυτα στο ρόλο που του δίνει ο Σρέιντερ, αλλά όχι ιδιαίτερα η Ούμα Θέρμαν, που φαίνεται στημένη, επιτηδευμένη και άνευρη. Παρά τις όποιες αστοχίες ή αντιρρήσεις που μπορεί να έχει κάποιος γι’ αυτή τη νέα προσπάθεια του Σρέιντερ, παραμένει ένας πολύ σημαντικός δημιουργός που πάντοτε έχει κάτι να μας διηγηθεί με έναν δικό του μοναδικό τρόπο, χωρίς να σε κουράζει, αλλά, κυρίως, χωρίς να σε αφήνει αδιάφορο.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι

Kαταθέστε το σχολιό σας. Eνημερώνουμε ότι τα υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται.

0 ΣΧΟΛΙΑ
Παλιότερα
Νεότερα Με τις περισσότερες ψήφους
Σχόλια εντός κειμένου
Δες όλα τα σχόλια
0
Kαταθέστε το σχολιό σαςx