Αρχαιότητες της Σάμου στη Γερμανία με την άδεια της Πύλης – Θα επιστραφούν;
13/06/2022Η παρουσίαση ενός γερμανικού βιβλίου το οποίο αναφερόταν μεταξύ άλλων και στην αμφισβητούμενης νομιμότητας μεταφορά αρχαιοτήτων από την Ελλάδα στη Γερμανία προκάλεσε εύλογα το ενδιαφέρον. Ένας εκ των συγγραφέων σε συνέντευξή του προς το Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο αποδέχθηκε ότι το Μουσείο του Βερολίνου έχει κάποια ευθύνη, όμως επέμεινε ότι δεν πρόκειται για γερμανική πατέντα και ότι η αφαίρεση αρχαιοτήτων από πολλές χώρες και η συνεπακόλουθη μεταφορά τους σε άλλες, συνιστά παγκόσμιο φαινόμενο χωρίς να πρόκειται κατά τη γνώμη του για αρχαιοκαπηλία. Αναφέρθηκε μάλιστα και στην “πρόοδο της επιστήμης” που επιτεύχθηκε χάρη σε αυτές τις μεταφορές με αρχαιότητες στη ζούλα.
Εν προκειμένω, το βιβλίο εστιάζεται στην προέλευση των αρχαιοτήτων μέσω Κωνσταντινούπολης από τη Σάμο και κατά την παρουσίασή του έγινε αναφορά σε 280 αρχαιότητες που μεταφέρθηκαν στο Βερολίνο στο διάστημα 1910-1914. Από αυτές μόνον οι 30 είναι βέβαιο ότι μεταφέρθηκαν νομίμως, οι 12 σίγουρα μεταφέρθηκαν παράνομα, και οι υπόλοιπες 238 μάλλον στην πλειοψηφία τους εξήλθαν επίσης παράνομα, χωρίς όμως αυτό να τεκμηριώνεται απόλυτα. Ακόμα και σύμφωνα με τα λεγόμενα του γερμανού αρχαιολόγου περί νομιμότητας, το πόσο νόμιμη είναι η εξαγωγή σε μια περίοδο που δεν ήταν διόλου σαφής ποια ήταν κυβέρνηση στο νησί και σε ποια χώρα ανήκε η Σάμος, σηκώνει πολύ νερό. Όταν δηλαδή το Μουσείο του Βερολίνου αναφέρεται σε νόμιμη άδεια εξαγωγής, από ποια χώρα θεωρεί ότι ήταν νόμιμο να λάβει άδεια εξαγωγής αφού τότε όλα ήταν ρευστά στην περιοχή;
Εκείνο που αναφέρουν οι Γερμανοί αρχαιολόγοι είναι ότι πολλά μικρά ευρήματα στάλθηκαν μέσω των αυστριακών ταχυδρομείων σε ιδιωτικές διευθύνσεις υπαλλήλων του Μουσείου και όχι στην επίσημη διεύθυνσή του, άρα κατά συνέπεια ήταν παράνομη η εξαγωγή. Μεγάλα, βαριά αντικείμενα στάλθηκαν με πολεμικά πλοία του Γερμανικού Ναυτικού και με ιδιωτικά εμπορικά, επίσης σε ποικίλους παραλήπτες. Οι Γερμανοί ερευνητές αρχαιολόγοι γνωρίζουν και τις ονομασίες των πλοίων και σε ορισμένα των πλοιάρχων τους. Όμως το “δια ταύτα” παραμένει φλου, δηλαδή δεν δεσμεύεται κανείς για το αν θα επιστραφούν στην Ελλάδα τόσο τα “νομίμως” εξαχθέντα όσο και τα παρανόμως διακινηθέντα.
Τα γερμανικά πλοία φόρτωναν τα ογκώδη αντικείμενα νύχτα από μικρότερα νησιά, ή από τη Μικρά Ασία. Εκεί είχαν μεταφερθεί από τη Σάμο μυστικά με μικρά πλοία. Τα γερμανικά πλοία δηλαδή φόρτωναν και έπαιρναν για τη Γερμανία τις αρχαιότητες από άλλα νησιά (όπως από το Αγαθονήσι) ή από τις ακτές της Μικράς Ασίας. Όσα αντικείμενα μεταφέρθηκαν με αυτό το τρόπο είναι 100% βέβαιο ότι διακινήθηκαν παράνομα. Ανάμεσα στις παράνομες “εξαγωγές” είναι και αριστουργήματα, όπως της νεαρής γυναίκας, της Ορνίθης του 6ου αιώνα π.Χ. Ένα από τα σημαντικότερα αντικείμενα που μεταφέρθηκαν στη Γερμανία παράνομα ήταν και το άγαλμα της Ορνίθης.
Να θυμίσουμε λίγο το ιστορικό πλαίσιο της εποχής εκείνης, όμως. Τότε οι Γερμανοί έκαναν ανασκαφές στη Σάμο και ως χώρα δεν βρισκόταν σε εμπόλεμη κατάσταση, ενώ η Ελλάδα αντιμετώπιζε τους Βαλκανικούς Πολέμους και ουσιαστικά όλος ο κόσμος γνώριζε ότι επήρχετο μεγάλη σύρραξη, όπως και έγινε όταν ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Οι Γερμανοί, που είχαν παγίως άριστες σχέσεις με την Τουρκία, συνεννοήθηκαν με την –κατά τη γνώμη τους– κυρίαρχη επί της Σάμου κυβέρνηση της Τουρκίας και άρχισαν να κάνουν αφαίμαξη των αρχαιοτήτων.
Η Σάμος τότε δεν είχε ενταχθεί ακόμη στο Βασίλειο της Ελλάδος, όμως δεν ανήκε και τόσο ξεκάθαρα όσο το θέτουν οι Γερμανοί στην Τουρκία. Στο νησί από δεκαετίες λειτουργούσε η αυτόνομη Ηγεμονία της Σάμου, η οποία ήταν φόρου υποτελής στο Σουλτάνο. Στο νησί υπήρχαν πάντα και τουρκικά στρατεύματα. Διοικείτο από τον λεγόμενο πρίγκιπα τις Σάμου και από συμβούλιο εκλεγμένων. Από το 1908 μέχρι το 1912 πρίγκιπας ήταν ο Ανδρέας Κοπάσης που ασκούσε καθαρά αντιδυτική πολιτική και εξανάγκασε σε εξορία τον Θεμιστοκλή Σοφούλη που ήταν υπέρ της Ένωσης με την Ελλάδα. Όμως σημειώνονταν συνεχώς ξεσηκωμοί και υπήρχαν αναταράξεις.
Το 1912 ο Κοπάσης δολοφονήθηκε από δύο Μακεδονομάχους και ο διάδοχός Γρηγόρης Βεγλερής προσπάθησε να κρατήσει ισορροπίες, αλλά τελικά αντιμετώπισε κι αυτός νέους ξεσηκωμούς. Τότε διοργανώθηκε νέο κίνημα υπό τον Θεμιστοκλή Σοφούλη που επανήλθε στο νησί και το Νοέμβριο του 1912 η τοπική εθνοσυνέλευση ανακήρυξε την ένωσή της με την Ελλάδα. Με την μάλλον συμβολική κατάληψη του νησιού από μοίρα του ελληνικού στόλου, το Μάρτιο του 1913, τερματίστηκε οριστικά το καθεστώς της ηγεμονίας. Μέχρι την ενσωμάτωσή της στην Ελλάδα, η Σάμος διοικήθηκε από προσωρινή κυβέρνηση έως το 1914 με πρόεδρο το Θεμιστοκλή Σοφούλη.
Ο Μάρτιν Μάισμπεργκερ, ένας εκ των συγγραφέων, στη συνέντευξή του προς το ΑΠΕ λέει επ΄αυτού ότι προτού αρχίσουν οι ανασκαφές το 1909 είχε υπογραφεί σύμβαση με τον ηγεμόνα της Σάμου Ανδρέα Κοπάση και του Γερμανού διευθυντή ανασκαφών Τέοντορ Βίγκαντ. Μία παράγραφος της σύμβασης επέτρεπε ασαφώς στον τελευταίο να πάρει μαζί του “μερικά από τα ευρήματα που θα έφερνε στο φως η σκαπάνη”. Δύο χρόνια μετά έγινε η “διανομή”, αφού τα ευρήματα υποτίθεται ότι καταγράφηκαν και παρουσιάστηκαν στον αντιπρόσωπο του “πρίγκιπα” Κομπάση.
Η «Έρευνας προέλευσης, Κωνσταντινούπολη-Σάμος-Βερολίνο. Eνεχυρίαση, Διανομή Ευρημάτων, Μυστική εξαγωγή την παραμονή του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου» αναφέρει ότι εκτός από όσα διανεμήθηκαν επί τόπου στο νησί, μεταξύ Σάμου και Βασιλικού (τότε) Μουσείου του Βερολίνου, το 1913–1914 η Γερμανία διαπραγματεύτηκε επίσης με την Υψηλή Πύλη για την ενεχυρίαση αρχαιοτήτων από το Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης, για να έχει πλέον η Γερμανία την μόνιμη κατοχή των ευρημάτων. Οι ερευνητές είχαν καλές προθέσεις, καθώς ήθελαν να φέρουν στο προσκήνιο την διαπλοκή πολιτικών, επιχειρηματιών και επιστημόνων στην ύστερη φάση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας.
Αμανάτι και η σαρκοφάγος
Ο Μάρτιν Μάισμπεργκερ επίσης αναφέρει ότι είναι άγνωστο τι έγινε με τα αρχαία στη Μίλητο και στην Πέργαμο, καθώς οι ερευνητές εστιάσθηκαν στη Σάμο που ήταν πιο διαχειρίσιμη ερευνητικά, γιατί η εξαγωγή είχε μικρή διάρκεια (τετραετία) και τα ευρήματα ήταν σχετικά λίγα και πιο εύκολο να ιχνληλατηθούν. Εξηγεί επίσης τη λέξη “ενεχυρίαση” στον τίτλο της έρευνας. Αυτή αφορά μόνο στο Μουσείο της Κωνσταντινούπολης. Λίγο πριν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί ήθελαν να μεταφερθούν στο Βερολίνο αρχαιολογικά εκθέματα από το Μουσείο της Κωνσταντινούπολης ως εγγύηση για τραπεζικό δάνειο, δηλαδή ως ενέχυρο. Η Γερμανία ήξερε ότι η τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία δεν θα αποπλήρωνε τα δάνεια και έτσι οι αρχαιότητες “θα τους έμεναν”.
Ανάμεσα στις αρχαιότητες που ζητούσαν οι Γερμανοί ήταν και η φερομένη (τότε) ως σαρκοφάγος του Αλέξανδρου. Όμως η υπόθεση δεν προχώρησε. Όσον αφορά στη διανομή, είθισται ένα μέρος των αρχαιοτήτων που ανευρίσκονται από ξένες αρχαιολογικές αποστολές, να παραχωρείται σε αυτές. Όμως όχι πάντα. Για παράδειγμα στην αρχαία Ολυμπία η σύμβαση ήταν σαφής ότι καμία αποστολή δεν θα έπαιρνε αντικείμενα. Εντούτοις, μετά το τέλος της ανασκαφής, με απόφαση της Βουλής των Ελλήνων, δόθηκε ένα μικρό μέρος τους στην Γερμανία ως έκφρασης ευχαριστίας.
Τι θα γίνει με τις αρχαιότητες
Για το αν θα επιστραφούν ποτέ αυτές οι αρχαιότητες, ο Μάισμπεργκερ είπε ότι «μιλώντας γενικά θα πρέπει να απαντήσω ότι βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή των συζητήσεων. Ο Πρόεδρος του Ιδρύματος Πρωσικής Κληρονομιάς Χέρμαν Πάρτσινγκερ, απηύθυνε επιστολή στην Πρέσβειρα της Ελλάδας στο Βερολίνο και προγραμματίζεται συνάντηση στο άμεσο μέλλον ώστε να έχει συζητηθεί ήδη μια φορά η κατάσταση των πραγμάτων σε αυτό το επίπεδο. Πέραν τούτου, βρισκόμασταν βέβαια πάντα σε άτυπη επαφή με Έλληνες συναδέλφους. Διατηρούμε τις καλύτερες των επαφών με το Εθνικό Αρχαιολογικό και το Μουσείο της Ακρόπολης και μέσω του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου της Αθήνας, το οποίο κάνει ακόμα ανασκαφές στη Σάμο. Οι νεότερες έρευνες θα συνεισφέρουν οπωσδήποτε στις συνομιλίες μεταξύ των θεσμών».
Προσέθεσε ότι πρέπει να αναγνωριστούν οι πολλές πτυχές της υπόθεσης: «υπάρχει η νομική, η ιστορική, η ηθική πτυχή και αυτές αποτελούν σημαντικά στοιχεία, αποφασιστικά για τη συζήτηση. Φυσικά στη συζήτηση συνεκτιμάται η ιστορική και η νομική κατάσταση. Αυτό από μόνο του όμως δεν αρκεί, διότι θα ήταν αντιπαραγωγικό για την εδώ και πολλά χρόνια αυτονόητη ισότιμη συνεργασίας μας. Κατά συνέπεια αποδεχόμαστε φυσικά την ευθύνη του παρελθόντος και διαθέτουμε τώρα χάρη στις νέες έρευνες εντελώς νέα επιχειρήματα για να εκτιμήσουμε την κατάσταση στο σύνολό της και στη συνέχεια να πάμε σε συζήτηση με τους συναδέλφους μας στις χώρες προέλευσης με πολύ ανοιχτό και διαφανή τρόπο».
«Δεν έγινε αμιγώς ανασκαφή θησαυρών η οποία οδήγησε στο να λεηλατηθούν χώρες όπως η Ελλάδα και στο να στερηθούν πλήρως την πολιτιστική τους ταυτότητα, αλλά επρόκειτο πολύ περισσότερο για επιδίωξη επιστημονικής γνώσης», είπε. «Επίσης, οι χώρες, οι πόλεις μας δεν θα ήταν όπως είναι σήμερα, αν δεν υπήρχαν αναφορές στην Ελλάδα και την κλασσική αρχαιότητα. Αυτές είναι διαφορετικές πτυχές, οι οποίες πρέπει επίσης να ληφθούν υπόψη στη συζήτηση».