“Οι Αζήτητοι” σε ομαδικό τάφο στο “Σωτηρία”
14/09/2024Σε λίγες μέρες θα γίνει στον “Δαναό”, στην Αθήνα, η πρεμιέρα ενός δραματικού ντοκιμαντέρ που ξεκίνησε τυχαία: Μια διαρροή έφερε εργάτες στο “Σωτηρία”, οι οποίοι γκρεμίζοντας έναν ψευδότοιχο, βρήκαν βαλίτσες και πακέτα από προσωπικά αντικείμενα φυματικών που πέθαναν εκεί σε άγριες εποχές. Πάνω από 300 από αυτούς ρίχτηκαν σε ομαδικό τάφο, καθώς η φτώχεια, ο πόλεμος και μετά ο εμφύλιος δεν άφηναν περιθώρια για πολλή ανθρωπιά.
Μέσα στην ανημποριά των συγγενών ήταν και ο τρόμος ότι το χτικιό θα μπορούσε να μεταδοθεί μέσα κι από τις επιστολές και τα αντικείμενα των νεκρών. Το θέμα συγκίνησε και αποφασίστηκε αυτοί οι άνθρωποι να ξαναγεννηθούν στη συλλογική μνήμη και να μην είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Αφού τα κόκαλά τους έμειναν ανώνυμα κάπου στο “Σωτηρία”, σώθηκαν τουλάχιστον τα τελευταία στοιχεία της ζωής τους, γράμματα σε αγαπημένους τα πιο πολλά, ή φωτογραφίες που ήταν ίσως η τελευταία παρηγοριά τους. Μια παρτιτούρα που βρέθηκε από έναν Χιώτη μουσικό που πέθανε εκεί, ήταν δυο γραμμές όλη κι όλη.
Η σκηνοθέτης του ντοκιμαντέρ Μαριάννα Οικονόμου έδωσε σε ένα μουσικό συνεργάτη της, την παρτιτούρα που είχε ξεκινήσει να συνθέτει ο ετοιμοθάνατος ασθενής το 1960. Κι αφου δεν πρόλαβε να τελειώσει το κομμάτι του ο 40άρης Χιώτης, το τελείωσε ο Βαγγέλης Φάμπας. Ο Χιώτης φθισικός ζει τώρα μέσα από την μουσική υπόκρουση της 75λεπτης ταινίας. Είναι ένα βαλσάκι που αν κάποιος το χορέψει ή το μουρμουρίσει, θα δώσει “ζωή” και στον πρώτο δημιουργό.
Η σκηνοθέτης θέλησε να αναζητήσει συγγενείς αυτών των ανθρώπων που τόσο ανώνυμα χάθηκαν για πάντα και να τους δώσει μια ευκαιρία να υπάρξουν έστω στην οθόνη. «Όταν έμαθα ότι κατά τις εργασίες τυχαία βρέθηκαν βουνό βαλίτσες και πακέτα, ένιωσα πως αυτοί οι άνθρωποι που τάφηκαν ανώνυμα ποιος ξέρει πού, αυτοί που κανένας δεν αναζήτησε ούτε για να τους θάψει ή να πάρει ένα προσωπικό αντικείμενο, ήταν σαν να μας έλεγαν “μη μας ξαναπετάξετε κι αυτή τη φορά, μη μας ρίξετε πάλι στο σκοτάδι”. Ένιωσα πως είχα υποχρέωση να αποδείξω ότι κάποτε υπήρξαν. Ήξερα πως θα ήταν μια ταινία με πρωταγωνιστές τους ίδιους τους νεκρούς, που έστω και τώρα θα αποκτούσαν ταυτότητα και φωνή. Η ιστορία τους καλύφθηκε με ένα πέπλο σιωπής για πολλές δεκαετίες», λέει η Μαριάννα Οικονόμου.
Τρία χρόνια κράτησε η εργασία γι’ αυτό το ντοκιμαντέρ που ξεκίνησε το 2020 εν μέσω πανδημίας. Ένα-ένα προσπάθησαν να διαβάσουν τα γράμματα και να ιχνηλατήσουν συγγενείς, μα το νοσοκομείο έδωσε άδεια για έρευνες μόνον δέκα ημερών. Μέσα από όσα βρέθηκαν σε αυτό το δεκαήμερο, άρχισε ο αγώνας να αναζητηθούν συγγενείς κι αυτός κράτησε τρία χρόνια. Βρέθηκαν επιστολές απελπισμένες, τρυφερές, για ανθρώπους μόνους μέχρι τέλους. Και γράμματα που δεν στάλθηκαν ποτέ. Πολλοί ζητούσαν εναγωνίως το φάρμακο που είχαν μόλις βρει οι Αμερικάνοι. Αλλά η στρεπτομυκίνη δόθηκε στον αμερικανικό στρατό το 1946 και άργησε να έρθει στην Ελλάδα. Για έναν από αυτούς ήρθε την ημέρα που πέθανε. Η χήρα του ζήτησε το φάρμακο να δοθεί στον επόμενο ασθενή στο “Σωτηρία”.
Το συγκινητικό ντοκιμαντέρ οι “Αζήτητοι”, λίγους μήνες μετά την επίσημη πρεμιέρα του στο 26ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου απέσπασε το Βραβείο Κοινού, θα προβληθεί στον “Δαναό” σε διανομή του CineDoc από τις 19 έως τις 25 Σεπτεμβρίου. Κάθε μέρα, με την προβολή θα γίνονται και συζητήσεις με πνευμονολόγους, ψυχολόγους και ιστορικούς. Εν συνεχεία το έργο θα ταξιδέψει σε σινεμά της περιφέρειας. Στηρίχθηκε κυρίως στα προσωπικά αντικείμενα που βρέθηκαν πίσω από τον ψευδότοιχο και που ανήκαν σε 350 ανθρώπους που πέθαναν από φυματίωση μεταξύ των ετών 1945-1975. Τώρα θα πάνε στο “Μουσείο” του νοσοκομείου.
Η ίδρυση του “Σωτηρία”
Το Νοσοκομείο “Σωτηρία” ιδρύθηκε ως σανατόριο το 1902. Ήταν μια ερημιά και έβλεπες τη θάλασσα. Οι φυματικοί έπρεπε να είναι μακριά από τους υγιείς. Ήλπιζαν ότι θα βοηθούσε τους ασθενείς ο θαλασσινός αέρας που υποτίθεται θα έφτανε ως εκεί και ο Υμηττός. Μετά άρχισε η δενδροφύτευση. Το 1945 εγκαταστάθηκε εκεί η πρώτη φυματιολογική κλινική του Πανεπιστήμιου Αθηνών. Εκεί συνέρρεαν φυματικοί από όλη την Ελλάδα. Το 1936 ο υφυπουργός Υγείας, καθηγητής Α. Κούζης, υπολόγιζε τους φυματικούς σε 200.000, ενώ κατά τον Μ. Μεταλλινό έφθαναν τους 270.000-300.000.
Την ίδια περίοδο μεταξύ 1931-1935 η χώρα μας κατείχε μεταξύ 15 ευρωπαϊκών χωρών την πρώτη θέση σε θανάτους από φυματίωση. Ακόμα και το 1939 οι διαθέσιμες κλίνες για φυματικούς ήταν μόλις 3.349 σε όλη την Ελλάδα. Στην φτωχή πατρίδα μας το 1936, επί πληθυσμού 6.686.000, πέθαναν 105.000 άνθρωποι από διάφορες αιτίες, συν 8.346 από φυματίωση, 5.181 από ελονοσία και 5.532 από “εντερικά”. Εν τω μεταξύ, το στίγμα ήταν τόσο βαρύ για τον φυματικό, που πολλοί έμπαιναν σε σανατόριο δίνοντας ψεύτικο όνομα. Έτσι μπορούσαν μετά να γυρίσουν στο χωριό τους, χωρίς να τους απομονώνουν ή και προπηλακίζουν οι χωριανοί. Μάλιστα, πολλοί έκρυβαν τα στοιχεία τους για χάρη των συγγενών τους, καθώς στιγματιζόταν ως ύποπτη και επικίνδυνη όλη η οικογένεια. Υπήρξαν αποφάσεις δημοτικών συμβουλίων που απαγόρευαν σε πάσχοντες από φυματίωση να εισέλθουν στα όρια του δήμου.
Η δημοσιογράφος Νίκη Τσιλιγκίρογλου που συμμετείχε στο ντοκιμαντέρ ως ερευνήτρια, ανέλαβε να βρει τους συγγενείς όσων μπορούσε. Τρεις από αυτούς μετέχουν στην ταινία, έκπληκτοι με όσα διαβάζουν στα γράμματα του πατέρα ή της μάνας τους προς τους ασθενείς προγόνους τους που κανείς δεν ξέρει πού ακριβώς τάφηκαν. Ένας από τους ανθρώπους που βρέθηκε καταχωμένο το προσωπικό τους “βιός” στο νοσοκομείο, ήταν και ο Ακύλλας Ζώτος.
«Γεννήθηκε το 1927 όπως διαπιστώσαμε από ένα έγγραφο του δήμου Αθηναίων, ημερομηνία ακριβή θανάτου δεν έχουμε, αλλά οι επιστολές είναι από το 1946 και το 1947, εικάζουμε πως πρέπει να πέθανε το 1947», λέει η Νίκη Τσιλιγκίρογλου και συνεχίζει: «Σε μία επιστολή προς την γυναίκα που αγαπούσε, την Δωροθέα –επιστολή που δεν ταχυδρόμησε είτε γιατί μετάνιωσε είτε γιατί τον πρόλαβε ο θάνατος– της γράφει: “την περιμένω τη στιγμή του χωρισμού, η καρδιά μου είναι προετοιμασμένη, μην φανταστείς ποτέ ότι θα θελήσω να σε κρατήσω με ικεσίες και με δάκρυα… φρόντισε μόνο η φυγή σου να είναι αθόρυβη όπως ο ερχομός σου… βλέπεις δεν παραπονιέμαι γιατί ξέρω ότι θα είσαι ευτυχισμένη εκεί που θα πας… Επειδή εδώ που τα λέμε μαζί μου είπες το φιλί, φιλάκι».
Η θεία του, του γράφει: «όταν έλαβα το γράμμα σου στις 15 Αυγούστου με έκανες τέτοια μέρα να κλάψω τόσο, όσο δεν έκλαψα ποτέ στη ζωή μου, με γράφεις ότι βρίσκεσαι με τα παιδιά τα… ακόμη δεν μπορώ να προφέρω τη λέξη που μου έγραψες, δηλαδή τα παιδιά τα ασθενικά… αχ, σπαράζει η ψυχή μου να ακούσω εις το τέλος ότι το παιδί μου βρίσκεται σε τόση δύσκολη κατάσταση, μα Ακουλάκη μου, καλό μου παιδί, δεν πιστεύω να είσαι άρρωστος, όχι όχι όχι, γιατί δεν είχαμε στην οικογένειά μας ίχνος αυτής της ασθένειας… η θεία και μητέρα σου Nene Ismail Jade από Αλεξάνδρεια». Και συνεχίζει η θεία σε μία άλλη επιστολή: «Πόσο ήθελα να ήμουνα κοντά σου να σε εκοίταζα με τα χέρια μου, σαν τα μάτια μου».
«Μέσα στα δέματα βρήκαμε πολλά –μέχρι και πασατέμπο που έμεινε μέσα σε ένα σακουλάκι από το 1951, έγγραφα, αιτήσεις που έδειχναν τον πόνο και τα βάσανά τους, αιτήσεις για πολεμική σύνταξη, για αλλαγή θέσης στο “Σωτηρία”, κάρτες, αποδείξεις, συνταγές, αλλά, και φύλλα πορείας στον στρατό, πιστοποιητικά απορίας και άλλα πολλά», λέει η δημοσιογράφος, που όπως και η σκηνοθέτης έκλαψε πολλές φορές στη διάρκεια των γυρισμάτων.
“Οι Αζήτητοι”
Ο Χρήστος Πρόγιας νοσηλεύθηκε στο Σωτηρία το 1958. Του έγραφαν τακτικά η γυναίκα και οι κόρες του, Μάγδα και Βαγγελιώ. «Μάθε μπαμπά ότι απόψε που σου γράφω έχω τα γενέθλιά μου, η μαμά όλα τα βιβλία της Μαγδαληνής τα αγόρασε, επίσης, της αγόρασε στυλό με 50 δραχμές, και τώρα τίποτα δεν της λείπει… Η Μαγδαληνή και η μαμά λένε τώρα ήρθε ο χειμώνας να φοράω τη μουσαμαδιά και εγώ, η μικρή σου η κορούλα, όλο κάνω βόλτες με τη μουσαμαδιά».
Και από την κόρη του Μάγδα: «Αγαπητέ μου μπαμπά καλημέρα εμείς από υγεία είμαστε καλά αυτό ποθούμε και για εσένα μάθε ότι τη γρίπη την πέρασα μόνο εγώ ελαφρά… Η Βαγγελίτσα γύρισε όλη τη Θεσσαλονίκη να μου βρει γιαούρτι και τέλος βρήκε στο Αγνό. Εκείνη δεν πέρασε γρίπη, κάθε μέρα σηκώνεται η ώρα πέντε το πρωί κτυπάει το κρεβάτι και φωνάζει κικιρίκου και μας ξυπνάει, γειά σου, γειά σου, γειά σου». Από τη γυναίκα του: «Αυτό που άργησες να μας γράψεις πολύ με στεναχώρησε, δεν μπορούσες να ζητήσεις από κανέναν δύο δραχμές να μας γράψεις; Όλη τη στεναχώρια εγώ την πέρασα τώρα έχω της Βαγγελιώς το βάσανο που ζητάει παπούτσια εγώ λέω άμα θα πιάσω δουλειά εκείνη τα θέλει για τη γιορτή της…».
Από τον Δουμουλάκη Μιχαήλ βρέθηκε επιστολή από τη μητέρα του τον Αύγουστο του 1948, όπου του γράφει «στεναχωρέθηκα που μου λες ότι δεν σας δίνουν ούτε γάλα. Θέλεις να σου στείλω σκόνη γάλα και ό,τι άλλο θέλεις; Να μη στενοχωριέσαι, να κοιτάξεις να γίνεις καλά». Στον Βαρδή Ιωάννη που πέθανε το 1948 γράφει ο πατέρας του: «Λοιπόν Γιαννάκη να μην φοβάσαι για τα χρήματα διότι εμείς έχωμεν απόφαση να τα πουλήσουμε όλα να γίνεις εσύ καλά και ουχί μόνο τα 3 εκατομμύρια που χρειάζονται αλλά και τα 10 εκατομμύρια αν χρειαστούν είμεθα πρόθυμοι όταν λάβεις την επιστολή μου αμέσως να μου γράψεις για να οικονομίσω τα χρήματα το ταχύτερον».
Και η μητέρα του γράφει: «Γιαννάκη άκουσε να σου ειπώ να μην στεναχωρήσαι και να μην φοβάσαι παρά να έχεις χαρά που ευρίσκεται φάρμακο να πολεμηθεί ο πυρετός διότι θα φροντίσω όσο ημπορώ να σου στείλω και τα άλλα λεφτά ίνα θεραπευτείς το γρηγορότερο και μην φοβάσαι από χρήματα εγώ θα γυρίσω θάλασσες και βουνά και τα χρήματα θα οικονομίσω όχι μόνο τρία, αλλά, και δεκατρία αρκεί που ευρίσκεται το φάρμακο να πολεμήσομεν, θα παλέψω και τον Χάρον…».
Κόντρα στη μάνα που θέλησε να παλέψει με το Χάρο και δεν τα έβγαλε πέρα, ένας πατέρας. Το κορίτσι του είχε φυματίωση από 14 ετών και ζούσε στο σανατόριο. Είχε φτάσει τα 21 και μάλλον θα του είχε γράψει πως ένιωθε καλύτερα και ότι πεθύμησε πια το σπίτι της. Οπότε ο πατέρας της, λόγω του στίγματος του χτικιού, της απαντά: «Δεν γίνεται να έρθεις στο χωριό, γιατί δεν θα μπορέσουμε να παντρέψουμε τον αδελφό σου». Το κορίτσι πέθανε λίγους μήνες μετά.