“Οικουμενική Γλώσσα”: Μια αντισυμβατική κινηματογραφική εμπειρία
29/03/2025
Μία σουρεαλιστική ανθρώπινη παρωδία, η ‘Οικουμενική Γλώσσα’ (Universal Language / Une Langue Universelle) του Μάθιου Ράνκιν, διατρέχει μία καναδική πόλη, το Γουίνιπεγκ, στην οποία – με μία ακόμα παραδοξότητα – οι επιγραφές είναι στη γλώσσα φαρσί και οι κάτοικοι μιλούν φαρσί ή (κάποιοι λίγοι) γαλλικά.
Αυτή η φαντασιακή συνθήκη Ιρανών στον Καναδά σηματοδοτεί και το αλλόκοτο που προσδιορίζει όλο το εγχείρημα. Ο σουρεαλισμός και το παράδοξο φλερτάρουν σε όλη την ταινία ποικιλοτρόπως: η γαλοπούλα με πληρωμένη θέση στο λεωφορείο θα φτάσει στο ιρανο-γαλλικό Γουίνιπεγκ, ο χαρτοφύλακας που κάποιος ξέχασε σε ένα παγκάκι, αλλά κανείς δεν τον πήρε για σαράντα χρόνια, περιμένοντας τον ιδιοκτήτη να επιστρέψει και χωρίς κανείς να τολμήσει να τον ανοίξει ποτέ, ή το χαλασμένο σιντριβάνι που παρουσιάζεται ως τουριστικό αξιοθέατο.
Όλα αυτά, και πολλά άλλα, σε μία πόλη οριοθετημένη με ομοιόμορφα χρώματα κτιρίων – η μπεζ συνοικία, η γκρίζα συνοικία – απολαμβάνοντας μία κινηματογραφική οπτική αισθητική, ως πολύχρωμη παλέτα ενός ανθρωποκεντρικού καμβά και έναν κόσμο, όπου όλη του η ένδυση ή τα αυτοκίνητα των δρόμων της είναι κομμάτια του παρελθόντος και παραπέμπουν στη δεκαετία του 1980.
Η ταινία απολαμβάνει μία Τζάρμιο (Τζιμ Τζάρμους) λογική, αφηγηματικής εξέλιξης του τυχαίου στην πλοκή και σε αυτό που έρχεται, ενώ ό,τι συμβαίνει, συμβαίνει συνήθως έξω, στον δημόσιο χώρο. Το κρύο, το χιόνι, θυμίζει αδελφούς Κοέν και το ‘Fargo’, όπου μεταφέρεται στον θεατή το φορτίο ενός μόνιμου παγωμένου τοπίου και της αίσθησης των ανθρώπων που το βιώνουν έντονα. Παράλληλα, το τοπίο και τα πλάνα του παραμένουν στιλιζαρισμένα κάδρα, μία κομψοτεχνική απεικόνιση του ανθρωποτοπίου και του ίδιου του τοπίου: οι βαλίτσες πεταμένες στον χιονισμένο δρόμο, έξω από το χαλασμένο λεωφορείο, ατάκτως ειρημένες και ταυτόχρονα προφανώς τακτοποιημένες και οριοθετημένες, όπως και κάθε τι στα κάδρα του.
Το μαύρο χιούμορ που απλώνεται μέσα από τον σουρεαλισμό στην ταινία, όπου ο καθένας, μικρός ή μεγάλος, μπορεί να πει οτιδήποτε και να θεωρηθεί απολύτως φυσιολογικό και λογικό, σου προκαλεί συχνά υπομειδιάματα, χωρίς ποτέ να σε βγάζει έξω από το πλαίσιο μίας, κατά τα άλλα, σφιχτής αφηγηματικής δομής. Όλα τα πρόσωπα της ταινίας συνδέονται σε κάποια στιγμή της εξέλιξης του μύθου είτε άμεσα είτε έμμεσα.
Τα αφηγηματικά ευρήματα είναι πράγματι αρκετά ευφάνταστα, χωρίς να κουράζει η συνεχής ανατροπή του λογικού προς το παράδοξο και απόλυτο. Πολλά από τα μοτίβα της ταινίας κάνουν έναν κύκλο, έναν κύκλο που σηματοδοτεί και το χαρτονόμισμα που επανέρχεται ως φάρσα στο παγωμένο τοπίο. Για αυτό το χαρτονόμισμα των 500 ριάλ (μηδαμινής αξίας) δύο παιδιά θα διασχίσουν τη μισή πόλη ψάχνοντας για ένα τσεκούρι.
Σουρεαλισμός και παράδοξο στην πόλη
Ο ξεναγός – προλαβαίνοντας τα παιδιά – θα αφαιρέσει εκείνος το χαρτονόμισμα μαζί με το κομμάτι πάγου που το περιβάλλει και θα το επιστρέψει ως φάρσα, θα το επανατοποθετήσει στο ίδιο σημείο, στο τελευταίο πλάνο της ταινίας, με τους ήχους του εξαίρετου ‘These Eyes’, ροκ τραγουδιού από τα τέλη της δεκαετίας του 1960, των Καναδών Guess Who, αποπνέοντας τη μελαγχολία της χαμένης αγάπης και της υποκειμενικότητας του έρωτα, της μοναδικότητας ενός οικουμενικού, όμως, βιώματος, όπως είναι ‘αυτά τα μάτια / που κλαίνε κάθε βράδυ για σένα’.
Τα ζώα αποκτούν υπόσταση ανθρώπινη, οι άνθρωποι μοιάζουν να προσφέρουν αλληλεγγύη ο ένας στον άλλον (το φιλανθρωπικό μπίνγκο οργανώνεται για τη γυναίκα που δε σταματά να κλαίει, για να κερδίσει χαρτομάντιλα για ένα χρόνο), οι διαφημίσεις στην τηλεόραση σατιρίζουν τη γραφικότητα, και το παράδοξο απρόσωπο περιπλανώμενο χριστουγεννιάτικο στολισμένο δέντρο διασχίζει ανάκατα τα χιονισμένα σοκάκια χωρίς σκοπό. Ο άνθρωπος και η άνευρη σύγχρονη υλιστική ζωή του αποκτούν εδώ την ακραία τους έκφραση, ανατρέποντας και υποδεικνύοντας ένα ουσιαστικότερο ανθρώπινο γνώρισμα: τη λογική του αλλόκοτου.
Η σύγχρονη ζωή φαντάζει στον Ράνκιν ένα μάταιο παραλήρημα χωρίς τέλος. Η τραγικότητά της ξεγυμνώνεται μέσα από τη συνεχή παραμόρφωση του ορθολογισμού και την απογοήτευση των χαρακτήρων. Ταυτόχρονα, τα μακρινά φαρσί, ως ένας άλλος οριενταλισμός προς κατάκτηση, η ακατανόητη γλώσσα στα αυτιά της Δύσης, αποκτά εδώ την οικουμενικότητα του εξωτισμού, γίνεται εκείνη η γλώσσα που εκφράζει τη σύγχρονη (κοινή) σύγχυση, και την πολιτισμική κατάκτηση του εξωτισμού, αντίβαρο στην υλική ευημερία της Δύσης. Η Ανατολή και η Δύση εδώ ενώνονται αρμονικά στην παραδοξότητά τους και αποκτούν οικουμενική διάσταση.
Η οικουμενικότητα γίνεται το ακατανόητο και το σουρεαλιστικό. Άλλωστε, η σάτιρα προκύπτει από την υπερβολή και η υπερβολή της υπερβολής οδηγεί εδώ, όχι σε αδιέξοδο, αλλά σε μία ευχάριστη ωμότητα και ταυτόχρονα μία πανανθρώπινη τραγικότητα. Ο άνθρωπος δεν σταματά να διερευνά το μέσο, εδώ το σινεμά, και χωρίς να θέλει να κάνει κωμωδία, ο Ράνκιν, προσφέρει το χαμόγελο ενός ανάποδου κόσμου, όπου όλα μάλλον επιτρέπονται, ακόμα και εκείνα που φαίνονται απίστευτα. Οι κανόνες επανακαθορίζονται. Τα απίστευτα αποκτούν ηθική και υπόσταση. Η συνήθης σε όλους μας ‘ενός λεπτού σιγή’ στον Ράνκιν μετατρέπεται σε μισή ώρα σιγή.
“Οικουμενική Γλώσσα”
Οι ξεναγούμενοι πολίτες μένουν χωρίς διαμαρτυρία μισή ώρα σε μία (λυτρωτική) σιωπή. Κανείς δεν αντιδρά, η πόλη φαίνεται να έχει μία δική της χωρόχρονη πραγματικότητα με ειδικότητες όπως η δακρυολόγος (απαραίτητη για τις απώλειες ανθρώπων), ενώ ο ‘βασιλιάς’ της γαλοπούλας (διαθέτει μεγάλη επιχείρηση που πουλά γαλοπούλες), ερωτεύεται την μις γαλοπούλα (εστεμμένη σε καλλιστεία γαλοπούλας) με την πρώτη ματιά, και της πληρώνει το εισιτήρια να τη φέρει στο Γουίνιπεγκ.
Ο κύριος πρωταγωνιστής είναι ο ίδιος ο σκηνοθέτης, ο Μάθιου (ναι, χρησιμοποιεί το όνομά του ως το όνομα του ήρωα, σύνηθες φαινόμενο στο σταρ σίστεμ – ειδικά του παρελθόντος), ο οποίος ερμηνεύει έναν υπάλληλο από το Κεμπέκ που επιστρέφει για να δει τη μητέρα του στη γενέτειρά του, αφού πετάξει από πάνω του τα κλειδιά του, το πορτοφόλι του, την ταυτότητά του. Οι ερμηνείες, γενικότερα, που αποσπά ο Ράνκιν έχουν την πλαστικότητα που χρειάζεται σε τέτοιες προσπάθειες, μία απάθεια κι ένα ανέκφραστο προσωπείο ηρεμίας, ακόμα και αν συζητάς για μία γαλοπούλα που πλήρωσε εισιτήριο στο λεωφορείο.
Τα δύο παιδιά που εμφανίζονται συζητούν με ένα ουσιώδη μικρομεγαλισμό, είναι μία εξαιρετικά ευχάριστη νότα σε όλη την ταινία, ενώ το γενικότερο παράδοξο της αφήγησης, ταιριάζει περισσότερο στη δική τους παιδική ταυτότητα. Η ευστροφία τους, η αφέλειά τους και η χαριτωμένη τους αποτύπωση, ομοιάζει περισσότερο στην παιγνιώδη φαντασία που διατηρείται σε όλη την εξέλιξη της ταινίας.
Η ταινία απέσπασε το βραβείο κοινού στο ‘Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών’ στις Κάννες και τον ‘δικό μας’ Χρυσό Αλέξανδρο στο τμήμα ‘Film Forward’ του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης.