ΑΦΗΓΗΜΑ

Οκτώ μέρες οκτώ στιγμές στην Αρμενία – Η απώλεια της πατρίδας απώλεια ζωής

Οκτώ μέρες οκτώ στιγμές στην Αρμενία – Η απώλεια της πατρίδας απώλεια ζωής, Λίλη Μιχαηλίδου

Από που ν’ αρχίσω αυτό το ταξίδι; Ποιoς δρόμος οδηγεί στο Γιερεβάν, στο Ντιλιτζάν, στο μοναστήρι Γκοσαβάνσκ, στο Geghard Ayrivank, στο Κιούμρικ, στο Βανατζόρ, στη λίμνη Σεβάν. Σε ποιό σημείο να σταθώ στην Αρμενία να δω καθαρά το Αραράτ; Αυτό το ταξίδι άρχισε πολύ πριν το αεροπλάνο προσγειωθεί στο Γιερεβάν. Ακολούθησα τα βήματα του Φίλιπ Μάρστεν, ψάχνοντας την πορεία της μοίρας των Αρμενίων μέσα από τους περασμένους αιώνες.

Όταν έφτασα στο Γιερεβάν ήταν τέλος Οκτωβρίου και το φθινόπωρο τραβούσε πινελιές στους λόφους της πόλης, στις πλατιές λεωφόρους, στα πάρκα. Μα στο Ντιλιτζάν του ξέφυγαν εντελώς τα χρώματα και κάλυψαν το αρχιπέλαγος των βουνών. Δεν έχει μόνο ένα, αλλά πολλά πρόσωπα, ίσως, μπροστά στη μύτη μου, χωρίς όμως να είναι ορατά με την πρώτη ματιά. Δεν είναι εύκολο να περιγράψω με λίγα λόγια το Γιερεβάν. Κάθε απόπειρα περιγραφής, καταλήγει σε ιεροσυλία. Θα πρέπει να είμαι προσεχτική.

Ο τόπος αυτός, κατοικημένος από την αρχαιότητα, είναι ιερός. Διασχίζω τα πάρκα και τις πλατείες με τα μουσικά σιντριβάνια. Τα βράδια, στην Πλατεία Δημοκρατίας, οι σκιές των έγχρωμων προβολών μέσα από τους πίδακες της λίμνης των κύκνων, δημιουργούν παγανιστικά σχήματα στις όψεις των κτιρίων. Στις αποχρώσεις του λόφου, ενός πορώδους ηφαιστειογενούς ροζ πετρώματος, είναι σχεδόν όλες οι προσόψεις των καινούργιων οικοδομών, «μάρμαρο από τα δικά μας βουνά», λένε οι ντόπιοι.

Μια πανάρχαια πόλη που η σύγχρονη κατασκευαστική λαίλαπα έχει σαρώσει τον ιστορικό της κορμό. Περπατώ στις πλατιές λεωφόρους. Δίπλα μου οι πνοές εκατοντάδων ανθρώπων. Θα πρέπει να ξεκλειδώσω τα μυστικά της γλώσσας τους ψάχνοντας στα χειρόγραφα του Μαντεναταράν, να ακονίσω τη σκέψη μου στους αιχμηρούς στίχους του Σεβάκ Μπαρουίρ «αφήστε εκεί να γίνει φως», να καθίσω στα μισοσκόταδα των εκκλησιών κάτω από τους τρούλους που είναι γεμάτοι άσματα και παρακλήσεις, να στρέψω το βλέμμα στη δύση, αναμένοντας με αφοσίωση να δω καθαρά το βουνό ολόκληρο, να κάθεται πάνω από το κεφάλι της πόλης σαν στέμμα.

Ο Χραζντάν χωρίζει το Γιερεβάν με ένα φαράγγι. Ήτανε γραφικό χρόνια πριν μα τώρα έχουν βλαστήσει πολυκατοικίες στις όχθες του. Τα υπόστεγα στις στάσεις των λεωφορείων έχουν το σχήμα του ψαριού. Τα γλυπτά αγάλματα έχουν κάτι δεσποτικό στην όψη τους. Εκείνο το πρωινό συνάντησα τον Νταβίτ και την ομάδα του. Ανοίγονται, όταν αρχίζω να τους μιλώ, μα πολύ γρήγορα αντιλαμβάνομαι πως η απώλεια της πατρίδας τους ήταν σαν απώλεια ζωής.

Στην Αρμενία…

Οι ιστορίες μέσα από τη μυθολογία των βουνών και τα παραμύθια του Τουμανιάν, συσπειρώνουν για χρόνια τις γενιές τους, βοηθώντας τες να αντέξουν και να προνευθούν στο μέλλον, γιατί η γλώσσα ζει περισσότερο από τους ίδιους και θέλουν να την διαφυλάξουν. Γι’ αυτό λένε πως στο Μαντεναταράν κτυπά η καρδιά της Αρμενίας, γιατί εκεί διαφυλάσσεται η αρμένικη γλώσσα. Τον συνάντησα στην Πλατεία Δημοκρατίας. Μια λεπτή βροχή έπεφτε από το πρωί σαν σκόνη. «Θα φοράω μαύρα ρούχα» μου είπε στο τηλέφωνο. Στο εξωτερικό καφέ του ξενοδοχείου Μάριοτ οι πρώτοι πελάτες έπαιρναν πρόγευμα.

Δεν ήθελα να φάω, ήθελα μόνο να περπατήσω, να μυρίσω την πόλη, να νιώσω τους πρωινούς παλμούς της. Με τα πόδια πήραμε την οδό Αμιργιάν και διασχίσαμε την λεωφόρο Μεσρόπ Μαστότς που οδηγεί μέχρι το λόφο του Μαντεναταράν, στην “αποθήκη χειρογράφων”. Ανεβήκαμε τα σκαλιά. Η τεράστια ξύλινη πόρτα άνοιξε και μπήκαμε στην καρδιά της Αρμενίας. Αισθάνθηκα τους κτύπους, την περηφάνια μα και την αγωνία της. Όλα τα χειρόγραφα ήταν ανοιχτά σαν μυριστικά πέταλα λουλουδιών.

Οι ανάσες τους κάθισαν στο στήθος μου. Το δέσιμό τους με τις γενιές που πέρασαν μες στους αιώνες και η επικοινωνία με τους σημερινούς ανθρώπους, ήταν απτή. Εδώ φυλάσσονται πάνω από 20.000 χειρόγραφα ανεκτίμητης ιστορικής και πνευματικής αξίας, που χρονολογούνται από τον 5ο ως το 18ο αιώνα. Τα παλαιότερα είναι γραμμένα σε πέτρα, ξύλο και δέρμα ζώων, τα νεότερα είναι στολισμένα περίτεχνα, δεμένα με πολύτιμα μέταλλα και λίθους. Με βήματα αργά διέσχισα τις αίθουσες κι έσκυψα για ώρες πάνω από τα εκθέματα.

Ο Σαρκίς Χαμαλπασιάν περιφερόταν γύρω από τις γυάλινες προθήκες σαν φιγούρα από το παρελθόν που ήλθε για να διαφωτίσει «Τα χειρόγραφα αυτά είναι ξεχωριστά για μας, όχι μόνο γιατί εξιστρορούν την παγκόσμια εξέλιξη του ανθρώπινου πνεύματος, αλλά και γιατί αντι-προσωπεύουν τα συγκεκριμένα σύμβολα της γένεσής μας. Τα περισσότερα είναι γραμμένα στο εθνικό μας αλφάβητο, το οποίο επινόησε τον 5ο αιώνα ο μοναχός Μεσρόπ Μαστότς»… Στο κεφάλι μου εισχώρησαν μεσαιωνικά χειρόγραφα, βιβλία ιστορίας, φιλοσοφίας, ιατρικής, λογοτεχνίας, τέχνης, κοσμογραφίας, χάρτες και πολλές μπλεγμένες χρονολογίες, καθώς το ταξί, μας οδηγούσε στο στούντιο του.

Η αύρα του τόπου

Το λεωφορείο σταμάτησε σ’ ένα πλάτωμα δίπλα στα πρόχειρα παραπήγματα των μικροπωλητών. Ανεβήκαμε στο ύψωμα. Το μοναστήρι Σεβαναβάνκ έμοιαζε εγκαταλελειμμένο και δεκάδες χατσκάρ ακουμπούσαν το ένα στο άλλο παρατεταγμένα στο έλεος του χρόνου. Κάθισα στο πέτρινο σύνορο στην άκρη του λόφου και άπλωσα το βλέμμα. Η λίμνη Σεβάν εκτείνεται σαν τεράστια ροτόντα με τους λόφους γύρω της σαν περιστύλια και θόλο τον ουρανό. Ο αέρας έπαιρνε την ανάσα της και την έφερνε στο πρόσωπό μου.

Τα πάντα ήταν στη θέση που κάποια μοίρα προνόησε. Οι στριμωγμένοι δρόμοι μέσα στα δέντρα, το ήσυχο τοπίο στο τέλος του φθινοπώρου, ο προορισμός των ανθρώπων που ζούνε σ’ αυτή τη μεριά της λίμνης. Το πρωινό ψιθύριζε στίχους στις αρμένικες λεύκες, στα πλατάνια, στα χορταριασμένα υψώματα, παιχνίδιζε ανάμεσα τους και κατέληγε στους μυτερούς τρούλους του μοναστηριού.

Υπήρχε κάτι το μυστηριακό στους λόφους που απλώνονταν γύρω από τη λίμνη και ξεθώριαζαν στην αχλή του ορίζοντα. Για τον Μαξίμ Γκόρκι «η λίμνη ήταν τμήμα του ουρανού που παρεμβλήθηκε ανάμεσα στα βουνά». Τα νερά της ακίνητα και διαυγή είχαν ένα ξεπλυμένο μεταλλικό γαλάζιο χρώμα. Οι άνθρωποι που ζούνε εδώ για χρόνια έχουν μία ιδιαίτερη σχέση με τη λίμνη και με τα αυθεντικά πράγματα γύρω τους. Κάποτε η ζωή τους ήταν σαν ψάρι στη στεριά. Τώρα αναπνέουν ελεύθερα, ψαρεύουν ελεύθερα το εκλεκτό ψάρι ισχάν, τονώνοντας την αξιοπρέπειά τους.

Αφήνομαι στην αύρα του τόπου, νιώθω ανυπόμονη, θέλω να μάθω, ακούοντας από τα ίδια τα στόματα των ανθρώπων και όχι από τους τουριστικούς και τους ιστορικούς οδηγούς. Ο φωτογραφικός φακός διακόπτει το συλλογισμό μου… Μια φωτογραφία τραβηγμένη από ψηλά, εικάζει το βάθος των παγωμένων νερών. «Θέλω να βουτήξω στα νερά, να νιώσω τα βότσαλα να τρίζουν κάτω απ’ τα πόδια μου, να νιώσω τα τσιμπήματα των ψαριών, να μουσκέψω τη σκέψη έστω για λίγο» σκέφτομαι, μα, «Σε τί χρησιμεύει η εμπειρία, όταν το αποτέλεσμα θα είναι εφιαλτικό;»

Ο απρόβλεπτος Σεργκέι Παρατζάνοφ

Το σπίτι/μουσείο που δεν πρόλαβε να ζήσει στέκει αγέρωχο και σιωπηλό, ψηλά σε μια πλαγιά του Χραζντάν. Μέσα του παρελθόν και παρόν συγκατοικούν. Η κομψότητα στο εσωτερικό έρχεται σε αντίθεση με το εξωτερικό περιβάλλον όπου τα υπολείμματα του καταπιεστικού παρελθόντος είναι αισθητά, μα τώρα πια όχι σαν βάρος που λυγίζει, αλλά σαν έμπνευση που δίνει δύναμη σε δημιουργούς όπως υπήρξε ο Σεργκέι Παρατζάνοφ:

«Η αετοφωλιά που δεν πρόλαβε να κουρνιάσει
στέκει αγέρωχη και σιωπηλή, ψηλά
σε μια πλαγιά του Χραζντάν.

Στην είσοδο μάς υποδέχεται η πνοή του
βαθιά και λαχανιασμένη.
Ήθελε να προλάβει να μας ξεναγήσει
στα ανυπόταχτα όνειρά του.

Ξεγυμνώνεται μπροστά στα μάτια μας, εισβάλλει μέσα μας
μάς χαράσσει το στήθος».

Ο Παρατζάνοφ είναι απρόβλεπτος πλάθει εικόνες, γράφει ιστορίες, ταινίες με σύμβολα
πίνακες με ευτελή υλικά. Μπλεκόμαστε στα δίχτυά του γινόμαστε μέρος των έργων του τα πουλιά στο καπέλο του μικροί κόκκοι σκόνης στον ορίζοντά του.

Στο στρογγυλό τραπέζι

Στο στρογγυλό τραπέζι, ξηροί καρποί, αρμένικο κονιάκ και ρακί από μούρα. Γύρω του κάθονται συγγραφείς, σκηνοθέτες, απλές ανθρώπινες μοναξιές, ο Λιάν, η Ρουξάντρα, ο Νταβίτ, η Χριστίνα, η Ανί. Ο Σεργκέι Solovyov μας εξιστορεί για την Άννα Καρένινα που σκηνοθετούσε τα γυρίσματα της για δώδεκα χρόνια, ο Irakly Kyriakadze μας μιλάει για τη σχέση του με τον Παρατζάνοφ και τα έργα γκολάζ που τρεις φορές του παρουσίασε «Τα κράτησα σε μια προθήκη στο σπίτι μου που δεν ήταν κλειστή και τα παιδιά μου τα πήραν, άρχισαν να τα αποσυναρμολογούν και να παίζουν μαζί τους… Τώρα κλαίμε για την απώλειά τους…».

Στο στρογγυλό τραπέζι ξηροί καρποί, αρμένικο κονιάκ και ρακί από μούρα. Ένα ποτηράκι Θεία Κοινωνία στην υγειά μας κι ένα στη μνήμη του Σεργκέι Παρατζάνοφ, ολοκληρώνοντας τον εσπερινό της εικοστής έκτης ημέρας του Οκτώβρη του δύο χιλιάδες δώδεκα…

Επέλεξα να σταθώ μπροστά του. Τον κοιτάζω κατάματα. Κάθεται στον τοίχο ολομόναχος με μόνη ανταμοιβή την απορία στα βλέμματα αγνώστων. Το κόκκινο χύθηκε άφθονο μουντζουρώνοντας το τοπίο. Τα τζάμια ήτανε θολά. Θολός και ο ορίζοντας. Μπορούσα όμως να δω μέσα από τα ανοιχτά παραθυρόφυλλα, ρούχα απλωμένα στα σκοινιά σαν παραπετάσματα, φύλλα ξερά κάτω στο χώμα κι έναν δρόμο στενό χωρίς όνομα που οδηγούσε δεν ξέρω πού. Ο άνεμος ήταν σιωπηλός. Μια θολή ιστορία μέσα σε κάθε ανθρώπινη φιγούρα. Μα η σκέψη του ζωγράφου Mher Chatinian ήτανε ξεκάθαρη. Αυτά που βλέπω, είναι ό,τι το πινέλο του άφησε ελεύθερα να ενωθούν με τις αισθήσεις και το στυλό μου. Οι υπάκουες λέξεις μου δίνουν απλά μια ερμηνεία στις ανυπάκουες εκτάσεις των χεριών του.

Πίνακας στο Μουσείο Mοντέρνας Tέχνης
Βανατζόρ, Οκτώβριος 2012

Η γαλήνη του μοναστηριού

Τα πουλιά πετούν κυκλικά στο ύψος του τρούλου. Τα φτερουγίσματά τους συνοδεύουν τους ψαλμούς από την αέρινη φωνή της Gohar, κάνοντας τις φλόγες των κεριών ανήσυχες. Στεκόμαστε στο μισοσκόταδο. Αμυδρό φως πέφτει μέσα από τα ψηλά λιτά παράθυρα. Οι χοντροί τοίχοι έχουν μαυρίσει από τους καπνούς των κεριών και η μυρωδιά τους είναι υγρή και έντονη, σε αντίθεση με τη απαλή φωνή του Νταβίτ που μας εξηγεί τα σύμβολα του μοναστηριού:

«Geghard σημαίνει ‘η λόγχη’ ή το δόρυ που χάραξε την πλευρά του Χριστού όταν ήταν στον σταυρό. Ayrivank σημαίνει ‘το μοναστήρι της σπηλιάς’. Το Geghard Ayrivank είναι ριζωμένο ανάμεσα σε ψηλά βραχώδη βουνά με φυσικές σπηλιές και διεκδικεί ‘το αληθινό δόρυ’… Ο μοναχός St Gregory λάξεψε την πιο αρχαία εκκλησιά του μοναστηριού. Μπήκε στον τεράστιο βράχο αρχίζοντας από τον τρούλο και συνέχισε για χρόνια μέχρι να ολοκληρώσει το εσωτερικό της, να ανοίξει την είσοδο και να βγει έξω… Δύο από τις σπηλιές-εκκλησίες ανοικοδομήθηκαν το 1263, μαζί με τον τάφο της οικογένειας των Proshian Princes. Το οικόσημό τους είναι λαξεμένο στον βράχο: δύο αλυσοδεμένα λιοντάρια και ένας αετός με μισάνοιχτα φτερά, στα νύχια του κρέμεται ένα μοσχάρι. Τα λιοντάρια συμβολίζουν τη δύναμη και ο αετός την προστασία…». Οι καμπύλες της Αρμένικης γραφής μας ένωσαν με την γαλήνη του μοναστηριού.

Βγήκα στο πλακόστρωτο. Ο μεγάλος βράχος που έπεσε την ώρα μιας γαμήλιας τελετής, βρίσκεται σφηνωμένος στη γη. Χαϊδεύω με τα χέρια μου την επιφάνεια, να νιώσω τη δύναμή του, το βάρος των χρόνων του, την απερισκεψία του να πέσει ανέλπιστα ανάμεσα στον κόσμο μα και την περίσκεψή του να μην τραυματίσει κανέναν. Δίπλα στον τοίχο της κεντρικής εκκλησίας, το χατσκάρ, η αρχαία σταυρόπετρα. μέσα στις σχισμές της ξεπροβάλλει πράσινη βλάστηση. Η δοξαστική αυτή πέτρα φαίνεται συμμετρική από απόσταση, μα όταν την πλησιάζω δεν είναι. Η αίσθηση του μέτρου επικρατεί για να μας κρατάει στο δρόμο του κόσμου, θα έλεγαν οι Αρμένιοι του Μεσαίωνα.

Βρήκα τον εαυτό μου να ακολουθεί το ανθρώπινο ρεύμα στα μουσκεμένα μονοπάτια που οδηγούσαν στις σπηλιές. Οι παρακλήσεις ήταν κρεμασμένες κατά εκατοντάδες στα δέντρα, δίνοντας την αίσθηση γιορτής. Από εκεί ψηλά, τα βουνά φαίνονταν κυριευμένα απ’ την ίδια τους τη ζωντάνια. Αποσπώ μια τελευταία ματιά, προτού αποχωρήσει το φως. Το τοπίο δεν είναι καθόλου τυχαίο. Επικρατεί μια στοχαστική σιωπή ανάμεσα στις βραχοκορφές, στις απόκρημνες ράχες και στα χορταριασμένα πλατώματα. Μόνο ο άνεμος σαρώνει τα ψηλά βουνά και διασχίζει ελεύθερα μέσα από τα κτίσματα του μοναστηριού, μεταφέροντας μαζί του τη θεϊκή παρουσία…

Κατέβηκα ένα ένα τα πέτρινα σκαλιά, κουβαλώντας όλα όσα είδα και όσα άκουσα. Βαρύ φορτίο. Δύσκολο να ταξινομηθεί ανάμεσα στις ζωντανές εικόνες που τα μάτια μου αποτύπωσαν τις τελευταίες μέρες. Ο αντίλαλος του βουνού κάλυπτε τις σκέψεις μου. ακόμη και το κάλεσμα των ανθρώπων πίσω από τους πάγκους, που είναι στημένοι έξω από το μοναστήρι, έχοντας απλωμένα όλα τα καλά τους. Στοίβες από sweet sujukh, sour lavash, το ψωμί με τυρί khachapuri, το απλό puri, καρυδόψιχα, στεγνά βατόμουρα, ποτά της περιοχής, όλα φτιαγμένα με τα δικά τους χέρια.

Ο γυρισμός έχει μια δόση τέλους, όπως αυτό των μοναχών που λάξεψαν τους βράχους. Από πάνω μας ένας ουρανός σκοτεινός και κάτω χαμηλά τα ελάχιστα φώτα του γειτονικού χωριού, σαν κηλίδες.

Απορίες γεννιούνται…

Μια παράξενη δύναμη διέσχιζε τα δάση του Ντίλιτζαν και ταξίδευε μαζί μας στο γυρισμό για το Γιερεβάν. Τα χρώματα που κάλυπταν τα βουνά ήταν ρευστά και το αποτέλεσμα έμοιαζε με κινούμενα κύματα. Το λυκόφως άφηνε ακόμη περιθώρια, ώστε να μπορώ να παρατηρώ τους λόφους που περνούσαν δίπλα στα παράθυρα του λεωφορείου. Σιγά σιγά όμως το τοπίο αλλάζει, τα δέντρα αραιώνουν και οι πλαγιές φαντάζουν κατάφυτες από αμέτρητους τάφους. σαν αρχαία αμφιθέατρα, με κερκίδες και διαζώματα, με διαδρόμους από πέτρινες σκάλες, με περίτεχνα κιγκλιδώματα, θάμνους, ταφόπετρες, ελεύθερα πουλιά και αγριολούλουδα.
Σίγουρα σε κάθε ταφόπετρα θα υπάρχουν σκαλιστά ονόματα, ημερομηνίες, ηλικίες, ευχές για ανάπαυση των ψυχών. Μα από απόσταση, αυτά τα σκαμμένα βουνά φαντάζουν ανώνυμα και βουβά.

Τα κοιμητήρια εκτείνονται από τη βάση του δρόμου μέχρι τις ψηλές κορυφές των βουνών. Δεν έχω ξαναδεί κοιμητήρια σε κατακόρυφους λόφους και σίγουρα η ανάβασή τους δεν θα είναι καθόλου εύκολη. Πόσο μάλλον η προετοιμασία ενός τάφου, η μεταφορά του νεκρού, οι συνοδεία των οικείων όταν ακολουθούν την πομπή για να βρεθούν στο σωστό διάζωμα, να διασχίσουν τους τάφους, είτε στα δεξιά ή αριστερά, μέχρι να φτάσουν στον ανοιχτό λάκκο όπου θα γίνει η ταφή για να αποχαιρετίσουν τον νεκρό τους με το ύστατο χαίρε. Το συμπαγές υπόστρωμα των βουνών καλύπτεται από το ελαφρύ χώμα που σκεπάζει τις χιλιάδες ψυχές.

Πολλές απορίες γεννιούνται. Ποια είναι η αρχή και ποιο το τέλος τους. Υπάρχει άραγε κάποιο εκ των προτέρων σχέδιο ή ο ένας τάφος σκάβεται δίπλα στον άλλο και όταν γεμίσει όλο το πλάτος του βουνού, μια πέτρινη σκάλα οδηγεί στο πιο πάνω μέρος; Όποιο όμως σχέδιο και να υπάρχει ή όχι, όλοι αυτοί οι τάφοι ανάμεσα στα πελάγη των βουνών έκλειναν μέσα τους ένα δραματικό τρομαχτικό παρελθόν. Διασχίζοντας την ερημιά τους, είχα την αίσθηση πως οι ψυχές σε τούτο το μέρος, οι τόσο βασανισμένες, μπορούν να αναπαύονται ήσυχα, μακριά από ανθρώπινα πάθη και ίντριγκες.

Το τελευταίο δείπνο

Το τελευταίο δείπνο. Όχι το μυστικό. Σε μια υπόγεια ταβέρνα με παραδοσιακή μουσική, τραγούδι και χορό. Μια σουρεαλιστική ανάμειξη φυλών, χρωματοσωμάτων, ζωηρά ξαναμμένα πρόσωπα που έδεναν τέλεια με το φως που κατέβαινε από το ταβάνι. Μια πανδαισία φαγητών, ποτών, γέλιων και γλωσσών. Πρόσωπα χωρίς ιδιαίτερα κοινά χαρακτηριστικά. Μα με κοινό τον λόγο, το στήριγμα της γραφής, της ποίησης, της αναζήτησης… κοινή την παλμική δόνηση, που συνδέει τα νήματα της σκέψης.

Το ποτό έρεε άφθονο, όπως άφθονη ήτανε και η διάθεση της ψυχής και του σώματός μας. Μετά από μια βδομάδα σε αρχαία και σύγχρονα οικοδομήματα, σε δασώδη φαράγγια και χωριά, σε βουνά με κοπάδια αγελάδες στις αγκάλες τους, διασχίζοντας διάφορες εποχές κατά μήκος της χώρας, η υπόγεια αυτή ταβέρνα στο κέντρο του Γιερεβάν λειτουργεί σαν μεθυστική χαλαρωτική μυσταγωγία…

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι