Όταν φτιάχνανε μπουζούκια με μεράκι…
21/06/2020Όταν μιλάμε για μπουζούκια θα πρέπει να τα γνωρίσουμε. Ας δούμε, κατ’ αρχάς την “τοπογραφία” του μπουζουκιού, όπως μας την περιγράφει ένας ειδήμων, ο Μάρκος Βαμβακάρης: «Το μπουζούκι έχει το σκάφος του, με το καπάκι του από πάνω και το μάνικό του. Το μάνικο επάνω έχει την πλάκα του, όπου είναι αυτά τα τάστα του. Αυτά ανάμεσα από δύο τάστα δεν έχουν ονομασία. Επάνω στο μάνικο τα κλειδιά του με την κορδατούρα του, δηλαδή τα τέλια του μπουζουκιού».
Παλιά τα μπουζούκια, αντί για κλειδιά, είχαν στριφτάρια από ξύλο και αντί για τάστα είχαν άντερα. Σημαντικό ρόλο στην ηχητική απόδοση του μπουζουκιού παίζει η κατασκευή του. Καθοριστική της “φωνής” του οργάνου είναι η ποιότητα του ξύλου από το οποίο κατασκευάζεται το καπάκι και το σκάφος, όμως το τελικό αποτέλεσμα διαμορφώνεται από όλες τις λεπτομέρειες της κατασκευαστικής διαδικασίας.
Η δεξιοτεχνία του οργανοπαίκτη, λοιπόν, πρέπει να συνδυάζεται με το κατάλληλο όργανο για να μπορούμε να έχουμε το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Γι’ αυτό και ο μπουζουκτσής ενδιαφέρεται σοβαρά για την ποιότητα του μπουζουκιού του και έχει αυτός τον τελευταίο λόγο για το πώς θα κατασκευαστεί, αν δεν το κατασκευάζει ο ίδιος.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης θυμάται: «Είχα κονομήσει ένα ξύλο μουριάς από τζαμί τούρκικο. Αυτό το ’χα φέρει από την Άνδρο που πήγα κι έπαιξα. Κι εκεί είδα μια γυναίκα που το ’κοβε κάθε μέρα και το ’παίρνε. Τί είναι αυτό; Να, λέει, ήτανε σε ένα τζαμί. Μεγάλο, πολύ μεγάλο, μακρύ δεκαπέντε μέτρα μπορώ να σου πω ήτανε. Ήτανε χρήσιμο ξύλο, χιλίων χρονών. Αυτά τα μπουζούκια από δω, τα κόκκινα, είναι πολύ παλιά τα ξύλα τους, μουριές μαύρες. Όσο πιο παλιά τα ξύλα, τόσο πιο καλά. Και με τα χίλια δυο, λοιπόν, της παίρνω ένα κομμάτι και όταν ήλθα εδώ πέρα έκανα έξι μπουζούκια, έξι».
Οργανοποιοί που άφησαν εποχή
Ολόκληρη επιστήμη η κατασκευή του μπουζουκιού και μεγάλη η φήμη που απέκτησαν, ως ήταν επόμενο, οι κατασκευαστές τους. Ήσαν ο Αιγινήτης Δημήτρης Μούρτζινος, ο Κωνσταντής Ντέλης από τη Σύρα (Μάρκος Βαμβακάρης: «μέχρι τώρα τα μπουζούκια αυτουνού που υπάρχουνε τ’ αγοράζουνε, όπως ήτανε τα βιολιά του Στραντιβάριους»).
Ήταν ο ψυχογιός και μαθητής του Ζοζέφ Τερζιβασιάν, ο Αγκόπ Τσακιριάν, ήταν ο Γρηγόρης Απαρτιάν, ο Κυριάκος Πεζμαζόγλου ή Λαζαρίδης απ’ τον Πειραιά («…εγώ τους έφτιαχνα πρώτα τα όργανά τους. Σε όλους έφτιαξα όργανα. Και τα μπουζούκια του Γιοβάν Τσαούς, εγώ τα έφτιαξα. Παράξενα όργανα αυτά, ο ίδιος τα παράγγελνε. Έτσι τα ήθελε»).
Ήταν ο Καρύδας από τα Πετράλωνα (Βασίλης Τσιτσάνης: «πήρε τη μαντόλα (ο πατέρας) και την πήγε σ’ έναν οργανοποιό που της μάκρυνε το “χέρι” κάι την έκανε μπουζούκι. Αυτό το θυμάμαι και σαν όνειρο. Το ’φτιάξε ένας περίφημος οργανοποιός, ο Καρύδας»). Ο πιο φημισμένος, όμως, οργανοποιός κατασκευαστής τριχόρδου είναι ο Βασίλης (Νικηφόρος Μεταξάς: «το καλύτερο ταμπούρ στην Ανατολή είναι του Βασίλη» – περιοδικό ΝΤΕΦΙ, αρ. 15).
Αυτοί, λοιπόν, οι οργανοποιοί μαζί με άλλους, λιγότερο φημισμένους ομότεχνους τους, άφησαν εποχή, αλλά άφησαν και μαθητές διαδόχους. Αξίζει να αναφέρω κάποιους από τους άξιους συνεχιστές των παραπάνω, όπως τον Αρη Απαρτιάν, τον Λάζαρο Τερζιβασιάν, τον Αράμ Τσακιριάν, τον Οννίκ Τσακιριάν, τον γιό του Κάρολο και τον Παναγιώτη Βάρλα. Από τους νεότερους, χωρίς να αγνοώ κανέναν, στέκομαι στον Διονύση Μάτσικα και στον νεότερο Παναγιώτη Τουλίκα.
Τι “χάλασε” το μπουζούκι
Ο Παναγιώτης Βάρλας σε μια έρευνα του περιοδικού ΝΤΕΦΙ (αρ. 13) στο ερώτημα «τι κάνει ένα μπουζούκι καλό ή κακό;» απαντά: «Τον βασικότερο ρόλο τον παίζει το καπάκι. Το πάχος, τα χωρίσματά του, η ποιότητα τού ξύλου και η κλίση που θα έχει. Επίσης, παίζει ρόλο το σκάφος, το μήκος της ταστιέρας και το ύψος που θα έχει ο καβαλάρης. Γενικά, θα έλεγα ότι το μπουζούκι έχει χαλάσει με όλα όσα το στολίζουν.
»Παλαιότερα το όργανο είχε λιγότερες φιγούρες, ήταν πιο όμορφο. Με τις φιγούρες και η φωνή άρχισε να κόβεται και παλιόξυλα μπήκαν πάνω στα όργανα χωρίς να φαίνονται. Τελικά οι φιγούρες και οι ντούγιες πάνω στο σκάφος είναι για να “παραμυθιάζεται” ο κόσμος και ν’ ανεβαίνει η τιμή». Η βλαχομπαρόκ, λοιπόν, αισθητική του νεοελληνικού κρατιδίου σε όλο της το μεγαλείο ακόμα και στην κατασκευή μπουζουκιών!
Ο Λάζαρος Τερζιβασιάν, μιλώντας στην ίδια έρευνα, που προανέφερα, μας δίνει μια εικόνα της: «Έπειτα υπάρχει και η αισθητική αντίληψη, που και αυτή διαμορφώνεται από την αγορά. Εδώ, βέβαια, έχουμε οδηγηθεί σε λάθη. Απαίτηση του καταναλωτή ήταν οι φιγούρες στα μπουζούκια και κοίτα τι τερατουργήματα γεννήθηκαν στη δεκαετία του ’60. Θυμάμαι μια φορά που ήρθε ένας μπουζουξής στον πατέρα μου και του ζήτησε να τοποθετήσει χρυσές πλάκες στην ταστιέρα. Ήταν φυσικό να τον κυνηγήσει ο πατέρας».
«Τα ξύλα έχουν την καλή τους και την ανάποδη», λέει ο Αράμ Τσακιριάν. Γι’ αυτόν, η κατασκευή παραδοσιακών εγχόρδων είναι οικογενειακή παράδοση: ο πατέρας και ο αδελφός του έφτιαχναν όργανα για τον Μπάτη, τον Μανώλη Χιώτη, τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Χάρη Λεμονόπουλο και άλλους μεγάλους μουσικούς, ενώ ο ίδιος έχει φτιάξει για τον Χρήστο Νικολόπουλο, τον Λάκη Καρνέζη, τον Γιάννη Σταματίου “Σπόρο” κ.ά
Φτιαγμένα στις φυλακές
«Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να πετύχεις τον ήχο που θέλεις. Για να κάνεις ένα μπουζούκι μπάσο, ας πούμε, μπορείς να κάνεις πολύ λεπτό το ηχείο, δηλαδή το σκάφος του. Μόνο που μετά από ένα μήνα θα βουλιάξει το καπάκι. Το καπάκι είναι το πιο σημαντικό. Εκεί γίνονται οι δονήσεις.
Το σκάφος, από την άλλη, δίνει όγκο στον ήχο και είναι αυτό που δυσκολεύει τη βιομηχανική παραγωγή του μπουζουκιού, γιατί δεν είναι ένα ξύλο μονοκόμματο. Έχει κομμάτια ή χαρακιές, τις ντούγιες. Όσο για τα σκαφτά σκάφη, δεν έχουν τόσο καλό ήχο όσο φημολογείται. Τα έφτιαχναν στη φυλακή επειδή δεν είχαν εργαλεία. Όντως έχουν αξία, αλλά από άποψη δουλειάς και όχι ήχου».
Τα ξύλα που χρησιμοποιούνται για τα μπουζούκια και τους μπαγλαμάδες είναι «πεύκο για το καπάκι, έβενος για την ταστιέρα και παλίσανδρος, κελεμπέκι, μαόνι ή καρυδιά για το υπόλοιπο όργανο». Οι υποψήφιοι αγοραστές που δεν έχουν και μεγάλη γνώση του οργάνου συνήθως το κοιτούν από αισθητικής πλευράς.
«Δεν κοιτούν αν έχει σκεβρώσει το ξύλο. Κοιτούν αν έχει πολλές ντούγιες, οι οποίες δεν επηρεάζουν καθόλου τον ήχο. Μπορεί ακόμη να πληρώσουν ακριβά για ένα μπουζούκι χωρίς να ξέρουν ακριβώς γιατί: επειδή έχει καλά ξύλα, έχει δουλευτεί καλά ή επειδή έχει στολίδια και είναι φιγουράτο;» (Σοφίας Κωνσταντινίδου, “Μάγοι της Μουσικής”, περιοδικό ΔΙΦΩΝΟ, αρ. 5)
Μπουζούκια με μεράκι
Ας γυρίσουμε, όμως, πάλι πίσω στο παρελθόν. Τότε, που «μέσα στις φυλακές εσκαλίζανε τα μπουζούκια, τα κάνανε γόνατα να πούμε. Τα γόνατα βγαίνανε μέσα από τις φυλακές. Τα γόνατα είναι από ξύλο μουριάς, το καλύτερο ξύλο», όπως μας διευκρινίζει ο Μάρκος Βαμβακάρης. Στα “Ρεμπέτικα τραγούδια” του Ηλία Πετρόπουλου έχει καταγραφεί με λεπτομέρεια η κατασκευή ενός μπαγλαμά από δύο ποινικούς το 1941, στις φυλακές του Παύλου Μελά, στη Θεσσαλονίκη.
Θυμάται ο Χρίστος Μ.: «Εγώ ήμουνα βοηθός μαγείρου και επειδής είχα το ελεύθερο, βρήκα ένα κούτσουρο και το δούλευα στο μαγειρείο για σκάφος -να κάνουμε δηλαδή το σκάφος του μπαγλαμά, δηλαδή το δούλευα με φωτιές. Ναι! έπαιρνα φωτιές και τις έβαζα απάνω στην περιοχή την ίσια. Το άλλο μέρος με το μαχαιράκι το κάναμε κυκλικό. Έβαζα φωτιές και μ’ ένα κουτάλι το ’ξυνα.
»Αυτό το βιολί κράτησε μήνες. Όταν τελείωσε το σκάφος το παρέδωσα στον Μπίλιο, ο οποίος έκανε μετά τον μάνικα. Για να κολλήσουμε τον μάνικα, όμως, βγάλαμε ψαρόκολλα από τα κρεβάτια. Ξύσαμε όλα τα κρεβάτια της φυλακής. Μετά τον κολλήσαμε. Κάναμε και τα κλειδιά από ξύλο. Και τάστα βάλαμε από χοντρό σύρμα, το οποίο βρήκαμε τυχαίως. Όλη αυτήν τη δουλειά την έκανε ο Μπίλιος. Χορδές πάλι ο Μπίλιος…». Φτιάχνανε τα μπουζούκια με μεράκι και παίζανε τα ντουζένια οι παλιοί μπουζουξήδες. Και γλεντούσαν την παλιοζωή.
Επισκευάζοντας ένα μπουζούκι του Ζοζέφ
Και αντί επιμέτρου ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από συνέντευξη του Νικηφόρου Μεταξά: «Υπάρχει ένα ωδείο (στην Τουρκία) τουρκικής μουσικής, όπου διδάσκουν στα παιδιά την οργανοποιία. Ο κάθε οργανοπαίκτης μαθαίνει πρώτα να φτιάχνει το όργανό του, να το καταλαβαίνει πρώτα, να καταλαβαίνει τα ξύλα, την αίσθηση του ξύλου, γιατί ένα ξύλο μπορεί να δώσει όμορφο ήχο και ένα άλλο όχι» (Νικηφόρος Μεταξάς, περιοδ. ΝΤΕΦΙ, αρ. 15).