Όταν γυρνούσαν ταινίες για την Άλωση και θαύμαζαν το ελληνικό Βυζάντιο
30/05/2025
Υπήρχαν κάποτε διανοούμενοι φιλέλληνες στην τέχνη, στην ποίηση, στη ζωγραφική και στον κινηματογράφο, που θαύμαζαν το Βυζάντιο -αυτά εκατό χρόνια προτού μας καθυβρίσουν ως τεμπέληδες του καφενέ και τζαμπατζήδες και βέβαια πολύ προτού αποκηρύξουμε κι εμείς οι ίδιοι την ελληνικότητα του Βυζαντίου ζουπηγμένοι στον “διεθνισμό” και την επιλεκτική σαλαμοποίηση -για τους μικρούς- της ΕΕ. Η πτώση του Βυζαντίου, μια εξαιρετικά κρίσιμη για όλη την Ευρώπη ήττα, σπάνια μνημονεύεται στον υπόλοιπο κόσμο. Αλλά και στον δικό μας, μνημονεύεται ενοχικά, και πολλοί επιμένουν να αναφέρουν τους αυτοκράτορες ως Ρωμαίους που απλώς μιλούσαν ελληνικά.
Ένας από αυτούς τους φιλέλληνες, ο σπουδαίος για την εποχή του Γάλλος σκηνοθέτης, Λουί Φεϊγιάντ, είναι γνωστός στους κριτικούς του βωβού κινηματογράφου κυρίως για τις κλασικές σειρές “Fantômas” (1914), “Les Vampires” (1915) και “Judex” (1916, “O άνθρωπος με τα μαύρα” στην Ελλάδα). Ήταν ένας καινοτόμος, συναρπαστικός και ευφάνταστος πρωτοπόρος του κινηματογράφου που σκηνοθέτησε ταινίες όλων των ειδών κατά τη διάρκεια της παραγωγικής του καριέρας.
Το έργο “L’Agonie De Byzance” για την πτώση της Πόλης δεν είναι γνωστό σε πολλούς σημερινούς, αλλά το γεγονός ότι ήταν πολυέξοδη ταινία στην παραγωγή της, σημαίνει ότι ο κόσμος ενδιαφερόταν για το θέμα και αναμένονταν σημαντικές εισπράξεις -δεν μπορέσαμε να βρούμε το box office της ταινίας, αλλά είναι βέβαιο ότι οι Γάλλοι τότε ενδιαφέρονταν για την Ελλάδα και το Βυζάντιο.
Αν και γυρίστηκε σε μια πρωτόγονη εποχή για τον βωβό κινηματογράφο, ο Φεϊγιάντ σκηνοθετεί με μεγάλη δεξιοτεχνία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1910 του περασμένου αιώνα, οι πιο βασικές τεχνικές κινηματογράφου δεν είχαν αναπτυχθεί και οι περισσότερες βωβές ταινίες γυρίζονταν με στατική κάμερα. Ομως εν προκειμένω, οι τεχνικοί περιορισμοί της εποχής ηττήθηκαν από την φαντασία του χαρισματικού σκηνοθέτη, που αναπαριστά ιστορικές στιγμές με μοναδικό τρόπο και με σκηνικά που άφησαν εποχή.
Είναι μια επική ταινία 30 λεπτών. Παίρνει πολλές ελευθερίες αλλά η πραγματική ιστορία δεν παραποιείται και πολύ. Εκτός από τα θαυμάσια σκηνικά, ήταν εξαιρετικά και τα κοστούμια με κάποια μικρολαθάκια που όμως έδιναν “χρώμα” στο ασπρόμαυρο έργο και ίσως δεν ήταν λάθη, αλλά επιλογές για να μην είναι μονότονες οι σκηνές μάχης. Αυτές πάλι σκόπιμα δεν είναι σκληρές με πολύ αίμα -ας μην ξεχνάμε την εποχή. Το έργο πάντως τελειώνει με την επίδειξη του κεφαλιού του τελευταίου αυτοκράτορα αποφεύγοντας να δείξει καθαυτό τον αποκεφαλισμό.
Η ποίηση και η αισθητική
Δυο χρόνια μετά την προβολή της ταινίας, συμμαχικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη χερσόνησο της Καλλίπολης για να αντιμετωπίσουν τον οθωμανικό στρατό υπό τον Κεμάλ Ατατούρκ, και ξεκίνησε πολύμηνος αιματηρότατος πόλεμος. Τον Ιούλιο του 1915, εν μέσω αυτής της σφαγής και ήττας, σημειώνεται η γενοκτονία των Αρμενίων. Ο Άγγλος μοντερνιστής ποιητής και ζωγράφος Γουίνταμ Λιούις (Wyndham Lewis), σημαντικότατος για τον ρεύμα του βορτικισμού, έγραψε τότε ένα άρθρο με τίτλο “Κωνσταντινούπολη, το άστρο μας”.
Έγραφε: «Κάθε καλός άνθρωπος των τεχνών στην Ευρώπη πρέπει να προσεύχεται να πάρει η Ρωσία την Κωνσταντινούπολη. Αν οι Τούρκοι δεν ηττηθούν, θα είναι μια προσωπική καταστροφή για όσους ενδιαφέρονται για την Τέχνη». Ο Λιούις εξηγεί ότι το πιστεύει αυτό επειδή η Κωνσταντινούπολη θα αναζωογονούσε τις τέχνες.«Αν στους προσωπικούς καλούς τρόπους των Άγγλων μπορούσε να προστεθεί και η οργανωμένη διάνοια και λίγη προσπάθεια να σκέφτονται και να κατανοούν τη ζωή με κάποιον άλλο τρόπο παρά ως επιχείρηση, θα έπαυαν να μας κατηγορούν ως μη φιλοσοφική φυλή». Επομένως, καταλήγει, «ας κρατήσουμε τα μάτια μας στραμμένα στην Κωνσταντινούπολη».
Για τον Yeats, ήταν ένα σύμβολο καλλιτεχνικής και πολιτιστικής ανανέωσης, αλλά παρέμενε μακρινή, τόσο γεωγραφικά όσο και χρονικά: μια συμβολική πόλη. Ο Άγγλος κριτικός T. E. Hulme, ο οποίος σκοτώθηκε από γερμανική οβίδα στο Βέλγιο το 1917, σημείωσε ένα άλλο στοιχείο της βυζαντινής αισθητικής που θα ήταν πολύ σημαντικό για τους Άγγλους: «θα νιώθαμε επιτέλους αηδία για τα ασήμαντα και τυχαία χαρακτηριστικά των ζωντανών σχημάτων, θα μας γοήτευε η αναζήτηση μιας αυστηρότητας, μιας μνημειώδους σταθερότητας και μονιμότητας, μιας τελειότητας και ακαμψίας, που τα ζωτικά πράγματα δεν μπορούν ποτέ να έχουν».
Στο Βυζάντιο αναφέρεται και ο Όσκαρ Ουάιλντ που θαύμαζε την αφηρημένη, αντιμιμητική αισθητική της βυζαντινής τέχνης. Ο αρχαιολόγος Κωστής Κουρέλης, στο έργο του “Βυζάντιο και Πρωτοπορία”, γράφει ότι «ο 20ός αιώνας αγκάλιασε το Βυζάντιο ως ένα ανατρεπτικό προηγούμενο για την ιστορική σχέση της νεωτερικότητας με την παράδοση, ενσωματώνοντας μια αντιληπτή καλλιτεχνική ετερότητα, αφαίρεση και πνευματικότητα στο ιστορικό του οπλοστάσιο».
Η ανανέωση του πολιτισμού και το Βυζάντιο
Το Βυζάντιο αντιπροσώπευε για τους περισσότερους διανοούμενους μια χαμένη δόξα που, επαναπροσδιοριζόμενη ως ένα μακρινό μέρος τόσο του παρελθόντος όσο και του μέλλοντος, θα μπορούσε να είναι ο τόπος καλλιτεχνικής, πολιτιστικής, ακόμη και πνευματικής ανανέωσης. Για τους Ιταλούς καλλιτέχνες βέβαια, το Βυζάντιο είχε μια εντελώς διαφορετική χροιά. Ανάμεσα στις διάφορες ευρωπαϊκές εθνικές λογοτεχνίες, η Ιταλία διαχωρίζει τη θέση της καθώς απορρίπτει όλα τα βυζαντινά πράγματα. Ανάμεσα στα αμέτρητα μανιφέστο ο Φουτουρισμός των Ιταλών ξεχωρίζει για την αγριότητα της απόρριψης της βυζαντινής τέχνης, τόσο έμμεσα όσο και ρητά.
Για τη γενιά των Ιταλών διανοουμένων που ωρίμασαν το 1880, το Βυζάντιο και η Ρώμη ήταν ισχυρά σύμβολα: Το Βυζάντιο αντιπροσώπευε για αυτούς το παρακμιακό παρελθόν της λατινικής διαφθοράς και αποδυνάμωσης, ενώ η Ρώμη συμβόλιζε το ένδοξο, ισχυρό παρελθόν της λατινικής δύναμης και κατάκτησης. Ομως, μειοψηφούν.
Ο Εζρα Πάουντ και ο Yeats βλέπουν το Βυζάντιο ως μια πνευματική ουτοπία με την Ευρώπη να μαστίζεται από δολοπλοκίες, θρησκευτικούς διωγμούς και εμφύλιους πολέμους. Ο Πάουντ αφού καθιερώνει τον Ιουστινιανό ως υποδειγματικό ηγέτη σε εξωτερικές υποθέσεις, συνεχίζει την ανάλυσή του για την βασιλεία του περιγράφοντας την ορθότητα του Ιουστινιανού όσον αφορά και τις εσωτερικές υποθέσεις, ιδιαίτερα στα οικονομικά
Η εστίαση του Pound στα σοφά βυζαντινά οικονομικά εκφράζεται με την άποψη ότι το Βυζάντιο είναι σαν ένα χάρτης που ίσως οδηγεί στην πιθανότητα ίδρυσης μιας ιδανικής πόλης. Οι κριτικοί θεωρούν ότι ο Pound αναφέρεται ρητά στους φίλους του Wyndham Lewis και W. B. Yeats, για τον πρώτο εκ των οποίων το Βυζάντιο ήταν ένα αστέρι, μια μακρινή ουτοπία. Αλλά για τον Pound και τον Yeats, είναι το μέσο με το οποίο οι ναυτικοί, όπως ο Οδυσσέας στα Cantos και ο αφηγητής του “Sailing to Byzantium”, βρίσκουν τον δρόμο τους προς την πατρίδα.
Στο “Sailing to Byzantium” του Yeats, το Βυζάντιο ορίζεται ως “η Περιοχή των Αστέρων που μας δείχνουν τον δρόμο” και θυμίζει την άποψη του Lewis -“Το Άστρο μας”. Στον Αρθουριανό κύκλο του Williams, η κεντρική μορφή είναι ο ποιητής της αυλής του Αρθούρου, στον οποίο έχει ανατεθεί η αποστολή να πάει στο Βυζάντιο για να φέρει από εκεί στη Βρετανία ένα σχέδιο για μια σωστά οργανωμένη πόλη (και αυτοκρατορία). Σε αυτό, το ταξίδι του προσδίδει στο Βυζάντιο έναν νέο συμβολισμό, όπως σημειώνει ο Lewis: «Τέτοιο είναι το Βυζάντιο – Τάξη, που οραματίζεται όχι ως περιορισμό ή ακόμα και ως ευκολία αλλά ως ομορφιά και λαμπρότητα. Η κόλαση είναι γεμάτη λάθη και ανακρίβειες, ενώ ο Θεός πάντα γεωμετρεί».
Σε μια αντιστροφή της παρακμιακής αντίληψης για το Βυζάντιο, δεν είναι το Βυζάντιο που βρίσκεται σε κατάσταση αποσύνθεσης, αλλά ο σημερινός κόσμος: «δεν υπάρχει χώρα για ηλικιωμένους», γράφει ο Yeats. Ο κόσμος δεν τους αντέχει πια, ίσως επειδή παρήκμασε αυτός και όχι εκείνοι. Εκείνοι αναγεννιούνται «και παίρνουν μια μορφή που φτιάχνουν οι Έλληνες χρυσοχόοι… πάνω σε ένα χρυσό κλαδί για να τραγουδήσουν».