Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο – Τέσσερα Όσκαρ χωρίς… Ζελένσκι
13/03/2023Τέσσερα Όσκαρ, καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, φωτογραφίας, σκηνογραφίας και μουσικής, κέρδισε το “Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο” του Netflix που χαρακτηρίστηκε ως μία από τις καλύτερες αντιπολεμικές ταινίες που έχουν γυριστεί. Αποτέλεσε παγκόσμια επιτυχία, αποθεώθηκε από τους κριτικούς και έφτασε στην κορυφή της τηλεθέασης σε πάνω από 90 χώρες. Αναμφίβολα, η επιτυχία της οφείλεται και στο γεγονός του τραγικού πολέμου στην Ουκρανία που έχει ευαισθητοποιήσει τους πάντες.
Να σημειωθεί πως στην ταινία έκανε αναφορά ο Ουκρανός υπουργός Εξωτερικών, αντιδρώντας στο “άκυρο” που έριξε η Ακαδημία στον Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ο οποίος ήθελε να πραγματοποιήσει ομιλία κατά την τελετή. «Σκέφτομαι πως εάν το “Ουδέν νεώτερο από το δυτικό μέτωπο” πάρει Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας (που όντως πήρε) και την ίδια ώρα ο πρόεδρος Ζελένσκι, που βιώνει τον πόλεμο οδηγώντας μία χώρα στη μεγαλύτερη πολεμική σύρραξη στην Ευρώπη μετά τον Β Παγκόσμιο, δεν επιτρέπεται να μιλήσει στην τελετή των Όσκαρ, δεν μπορώ να βρω καλύτερο παράδειγμα από το ότι πρόκειται για υποκρισία των παραγωγών της βιομηχανίας τους κινηματογράφου».
Ο Ντιμίτρο Κουλέμπα και συνέχισε: «Η λέξη γελοιότητα δεν είναι αρκετή για να περιγράψει αυτή την υποκρισία. Δεν αμφισβητών την ποιότητα της ταινίας αλλά λέω το εξής: Όλοι εσείς εκεί, την ώρα που θα βραβεύετε μία ταινία για τον πόλεμο και δεν υπολογίζετε πως ενόσω εσείς πίνετε σαμπάνιες και φοράτε ακριβά ρούχα και διαμάντια, κάποιος άλλος δεν θέλει να ακούσετε μία πραγματική ιστορία πολέμου που εξελίσσεται τώρα, τότε κάτι δεν πάει καλά».
Σε ότι αφορά την ταινία, όντως πρόκειται για μια άρτια παραγωγή που αξίζει τα Όσκαρ, αν και υπάρχουν πολλά πολιτικά ζητήματα που κρύβονται πίσω της. Το “Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο” βασίζεται στο ομώνυμο μυθιστόρημα Έριχ Μαρία Ρεμάρκ (1898 -1970) που εκδόθηκε το 1929, μεταφράστηκε σε δεκάδες γλώσσες, έγινε παγκόσμια επιτυχία και καταγράφτηκε ως το πιο συναρπαστικό λογοτεχνικό έργο για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ γυρίστηκε σε ταινία τρεις φορές σε διάστημα αρκετών δεκαετιών η μία από την άλλη, με τελευταία την επισκοπούμενη που σημειωτέον είναι η πρώτη γερμανική παραγωγή.
Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ επιστρατεύτηκε 18 χρονών και πολέμησε στο Δυτικό Μέτωπο, όπου τραυματίστηκε σοβαρά και έμεινε μέχρι το τέλος του πολέμου σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Δηλαδή, το εν λόγω βιβλίο είναι εν πολλοίς βιωματικό, άλλωστε έγραψε και άλλα αντιπολεμικά μυθιστορήματα για τη φρίκη του πολέμου. Έχει επίσης σημασία να σημειώσουμε ότι το 1933 οι Ναζί έκαψαν τα βιβλία του και το 1943 συνέλαβαν και αποκεφάλισαν την αδελφή του ως ηττοπαθή, ενώ αυτός είχε εγκατασταθεί από το 1931 στην Ελβετία και το 1939 πήγε στις ΗΠΑ.
Ο “ήρωας” Πάουλ Μπόιμερ
Στη Γερμανία του 1917, μέσα σε ένα πατριωτικό κλίμα ενθουσιασμού και στρατιωτικών εμβατηρίων, μια ομάδα μαθητών του λυκείου κατατάσσονται εθελοντικά στο στρατό. Είναι η εποχή της “Σιδηράς Νεολαίας”. Εκπαιδεύονται στα γρήγορα και φεύγουν για το Δυτικό Μέτωπο, όπου συναντάνε πολύ γρήγορα τις λάσπες, τη φρίκη, τους ακρωτηριασμούς, τον πόνο και τον θάνατο. Ο βασικός ήρωας Πάουλ Μπόιμερ σε μια μάχη εκ του συστάδειν θα πληγώσει με την ξιφολόγχη του ένα Γάλλο και μαζί θα διασωθούν στην τρύπα που άνοιξε μια βόμβα.
Νοιώθει τύψεις και όταν ο Γάλλος πεθαίνει, γυρίζει στη μονάδα του, παρασημοφορείται, παίρνει άδεια, επιστρέφει σπίτι του, όπου τον υποδέχονται σαν ήρωα. Όταν ο καθηγητής του τον ρωτάει πως είναι στο μέτωπο θα πει ότι βασιλεύει ο πόνος και ο θάνατος, με αποτέλεσμα να τον κατηγορήσουν για δειλία. Ο Μπόιμερ επιστρέφει στο μέτωπο, η μονάδα του έχει αποδεκατιστεί. Εκεί στα ορύγματα θα προσπαθήσει να πιάσει μια πεταλούδα, αλλά μια αδέσποτη σφαίρα θα τον σκοτώσει.
Όταν πριν τρία-τέσσερα χρόνια ξαναδιάβασα το βιβλίο είχε την ίδια συναισθηματική επίπτωση πάνω μου, όπως όταν ήμουν 17 χρονών, μόνο που η φρίκη και η απελπισία του πολέμου πήρε μέσα μου μια ακόμη πιο μηδενιστική διάσταση. Η απόσταση μεταξύ του νεαρού στρατιώτη που σκοτώνει για να επιβιώσει και των εντολοδόχων του στρατιωτικού επιτελείου αποτέλεσε μια κρίσιμη προσωπική αντίδραση. Η υπακοή στις διαταγές, όσο παράλογες κι αν ήταν, μέσα από μια αποχαυνωτική συναίσθηση με εντυπωσίασε ιδιαίτερα, όπως και η αγωνία για την συντήρηση της προσωπικής ταυτότητας μέσα στα χαρακώματα του χάους…
Η γερμανική κινηματογραφική εκδοχή
Η πρώτη κινηματογραφική εκδοχή του έργου ήταν αμερικάνικη και πήρε το 1930 το Όσκαρ της καλύτερης ταινίας, με σκηνοθέτη τον Lewis Milestone που έλαβε το Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Το 1990 το έργο καταγράφηκε στην λίστα του National Film Registry. Η δεύτερη εκδοχή, επίσης αμερικάνικη, σε σκηνοθεσία Delbert Mann βγήκε το 1979 ήταν σαφώς τεχνικά πιο άρτια, είχε μεγαλύτερη διάρκεια και βραβεύτηκε με το Golden Globe το 1980 ως η καλύτερη παραγωγή, χωρίς όμως να αποτελέσει επιτυχία. Η τρίτη κινηματογραφική εκδοχή είναι η γερμανική.
Η πρώτη, λοιπόν, γερμανική κινηματογραφική μεταφορά του μυθιστορήματος “Im Westen nichts Neues” του Ρεμάρκ έκανε πρεμιέρα στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Τορόντο το Σεπτέμβριο του 2022 σε σκηνοθεσία Edward Berger, σενάριο των Lesley Paterson και Ian Stokell και μουσική του Volker Bertelmann. Αναμφίβολα πρόκειται για μια άψογη παραγωγή με ισχυρά ιμπρεσιονιστική εικόνα, με ένα υποβλητικό μουσικό μοτίβο και με ένα σκηνικό μάχης που υπογραμμίζει εκθετικά το αδιέξοδο του πολέμου.
Δεν είναι μόνο ότι η ταινία έχει περισσότερο action από τις άλλες με φοβερές σκηνές στη λάσπη και τα ορύγματα, με την αποκάλυψη του φόβου σε κάθε πλάνο, με φλογοβόλα ή τα δηλητηριώδη αέρια ή το ακέφαλο και ακρωτηριασμένο πτώμα να κρέμεται ψηλά πάνω στα τηλεγραφικά καλώδια, είναι η συνολική δραματοποίηση της μάχης και του αγώνα για επιβίωση με ταυτόχρονη προσπάθεια εκπλήρωσης του πατριωτικού καθήκοντος που κάνει την ταινία καθηλωτική. Μέσα σε αυτή τη δίνη της βίας του πολέμου και των συναισθημάτων, αναδύεται η λογική σκέψη ως έσχατη φυγή και το ερώτημα αν αξίζει τόσες απώλειες αυτό το μακελειό, αλλά και η προβολή του ερωτήματος “ποιοι αποφασίζουν” και επιλέγουν το παράλογο. Κάπου εκεί έρχεται η αποστασιoποίηση, εκκολάπτεται η συντροφικότητα και η ανθρωπιά.
Η ιδεολογική απόσταση από το βιβλίο
Από τις κριτικές που καταγράφονται στο σχετικό με την ταινία λήμμα της Wikipedia θα επισημάνουμε αυτή του Hubert Wetzel στη “Süddeutsche Zeitung”, ο οποίος τονίζει ότι «η ταινία είχε λίγα κοινά με το μυθιστόρημα. Ο Μπέργκερ πρόσθεσε φιγούρες κατά βούληση, αλλά άφησε έξω τους κεντρικούς χαρακτήρες και τις σκηνές και άλλαξε το τέλος με τέτοιο τρόπο που ο τίτλος και το περιεχόμενο δεν συνδέονται πλέον!». Αυτό είναι που μας αφορά εδώ. Η προσπάθεια δηλαδή να δοθεί μία άλλη εκδοχή, μια νέα γερμανική εκδοχή των γεγονότων του βιβλίου και κατ’ επέκταση αυτού του ίδιου του Μεγάλου Πολέμου.
Πράγματι, η ταινία έχει πολλά υποδόρια μηνύματα. Ότι δηλαδή οι Γάλλοι χρησιμοποίησαν πρώτοι τα δηλητηριώδη αέρια και ότι οι Γάλλοι χρησιμοποίησαν τα φλογοβόλα και έκαιγαν τους Γερμανούς φαντάρους κ.ά. Επίσης, οι διάλογοι στην ταινία έχουν σημασία, διότι πέρα από την εικόνα, εκεί παίζονται τα κρίσιμα μηνύματα. «Όλοι ξέρουν πως έχει τελειώσει (ότι δηλ. δεν μπορούμε να νικήσουμε)»… «Τι θα κάνεις μετά; (την ήττα)» – «Θα έμενα με τους Πρώσους»… Εδώ υπονοείται ότι οι Πρώσοι προκάλεσαν τον πόλεμο και ότι υπήρχε μια ψυχική αποστασιοποίηση πολλών Γερμανών από την πρωσική βούληση.
Έμφαση δίνουν οι δημιουργοί και στο γερμανικό αίτημα για ανακωχή που οι Γάλλοι αποδέχονται, υπό τον όρο να δεχθούν σε 72 ώρες τους γαλλικούς όρους που ισοδυναμούν με άνευ όρων παράδοση …κάτι χειρότερο από την συνθηκολόγηση. Η συνθηκολόγηση τελικά θα υπογραφεί από την σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση που είχε αναλάβει μετά την παραίτηση του Κάιζερ και θα ισχύσει από την 11.00’ πρωινή της 11.11.1918, αλλά ένας στρατηγός διατάζει επίθεση στο τελευταίο τέταρτο πριν την ώρα παύσης των εχθροπραξιών και ο Μπόιμερ σκοτώνεται… Εδώ έχουμε τις δύο Γερμανίες, αυτή που αντιλαμβάνεται το παράλογο και αυτή του αυταρχισμού που κρύβεται πίσω από τη λεοντή της τιμής.
Παρενθετικά να σημειώσουμε ότι το Ράιχσταγκ είχε από το 1917 ψηφίσει υπέρ μιας ειρηνικής επίλυσης και της συμφιλίωσης. Όμως, η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση αγνόησε επιδεικτικά την απόφαση του Κοινοβουλίου, η οποία έκτοτε λειτούργησε εκτός Συντάγματος. Να τονίσουμε επίσης ότι στους όρους συνθηκολόγησης περιλαμβανόταν στο τέλος κι ένας που απέδιδε όλη την ευθύνη για τον πόλεμο στη Γερμανία.
Η κατά τα άλλα εξαιρετική παραγωγή μπορεί να ενταχθεί στη νέα συστηματική προσπάθεια επανερμηνείας της γερμανικής ιστορίας, με όχημα την κινηματογραφία που ως fiction επιτρέπει χαλαρότερες προσεγγίσεις των ιστορικών γεγονότων μέσα από τη δραματουργία. Υπάρχουν ουκ ολίγες γερμανικές κινηματογραφικές παραγωγές που φαίνεται να έχουν πάρει τη σκυτάλη από τους αναθεωρητές ιστορικούς για την αναστήλωση του γερμανικού εθνικισμού σε μια νέα ιδεολογική βάση.