Πάλη με τις σκιές
10/12/2018Αθήνα, 1953. Ο καθηγητής του Εργαστηρίου Χαρακτικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών Γιάννης Κεφαλληνός (1894-1957) καλεί τους μαθητές του Λουίζα Μοντεσάντου (1917-2007), Γιώργη Βαρλάμο (1922-2013), Νίκο Δαμιανάκη (1920-2005) και Θανάση Εξαρχόπουλο (1927) για να τους αναθέσει ένα παράτολμο έργο: να δουλέψουν για να αντιγράψουν δέκα επιλεγμένες λευκές ληκύθους από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, να τις χαράξουν με χρήση μικτής τεχνικής (της ξυλογραφίας στα γραμμικά μέρη, της χαλκογραφίας στα τονικά) και να τις τυπώσουν, συνθέτοντας λεύκωμα που θα εκδιδόταν. Ο Εξαρχόπουλος εγκατέλειψε νωρίς την ομάδα.
Το έργο της αντιγραφής ξεκίνησε την άνοιξη του 1953. Από τις πολλές ληκύθους, ορισμένες από τις οποίες είχαν εκτεθεί, ενώ άλλες ήταν ακόμα κλεισμένες σε κιβώτια, επιλέχθηκαν οι ομορφότερες, χάρη στην υψηλή αισθητική του Κεφαλληνού που ενέπνεε τους μαθητές του.
Η εργασία γινόταν πολύ προσεκτικά. Έπρεπε ευθύς εξαρχής να μπουν στο πνεύμα του αρχαίου αγγειογράφου, στην ιδιοτροπία της δικής του γραφής, να μην την προδώσουν τόσο στην αντιγραφή όσο και στη χάραξη, απαλείφοντας οτιδήποτε προσωπικό, κρατώντας την ουδετερότητα του απλού εκτελεστικού τεχνίτη.
Σχεδιαζόταν αναπτυγμένη πάνω σε κύλινδρο χαρτιού η ζωγραφική σύνθεση της ληκύθου, με τον κύκλο της βάσης της στενότερο από τον κύκλο της κορυφής της, παραλληλόγραμμη, σε σχήμα ριπιδίου, βεντάλιας. Αυτή δεν ήταν βέβαια η οπτική εντύπωση, αφού σε τέτοιαν επιφάνεια, όπως της ληκύθου, η κεντρική μορφή φαίνεται κάθετη και οι μορφές που την περιβάλλουν μοιάζουν να πέφτουν. Αντέγραψαν επί αρκετούς μήνες δεκαπέντε περίπου σχέδια.
Ακολούθησε η σκληρή εργαστηριακή δουλειά, τρία ολόκληρα χρόνια. Έναν χρόνο δοκίμαζαν και επαναλάμβαναν τη χάραξη και την εκτύπωση, προκειμένου να είναι απολύτως σε θέση να προχωρήσουν. Συχνά έκαναν χίλιες πεντακόσιες δοκιμαστικές εκτυπώσεις! Δεν ήταν λίγες οι στιγμές στην προσπάθεια των τριών νέων που τον ενθουσιασμό και τη συγκίνηση διαδέχονταν η απογοήτευση και η θλίψη. Πώς το λευκό του αργύρου θα συνδυαζόταν με τα μελάνια της χαλκογραφίας, αφού σε σκούρους τόνους τα μελάνια αυτά αποδίδουν, ενώ σε ανοιχτούς γίνονται γκρίζα;
Πρόβλημα ήταν και το ιδιαίτερο χαρτί κάθε τεχνικής: για το ίδιο έργο η ξυλογραφία απαιτεί στεγνό χαρτί, η χαλκογραφία νοτισμένο. Επομένως, αν σε κάποιο σημείο ενός μόλις τετραγωνικού εκατοστού τα μαλλιά ανθρώπινης μορφής είχαν χαραχτεί στο ξύλο και το υπόλοιπο πρόσωπό της στον χαλκό, το χαρτί θα πρέπει να συμπέσει, όταν περάσει από το πιεστήριο, τόσο στις ξυλογραφικές όσο και στις χαλκογραφικές μήτρες ―υπολογίζοντας επιπλέον, με πολλαπλές μελέτες διαφορετικών ποιοτήτων χαρτιού, τη διαστολή του υγρού χαρτιού για τη χαλκογραφία.
Τους τρεις παθιασμένους εργάτες θα τους απασχολούσε επίσης και το κατά πόσον μπορούσαν να πετύχουν λεπτή δουλειά με τα παχιά μελάνια της ξυλογραφίας. Οι χρωματικές δυσκολίες δεν ήταν λιγότερες: σκέφτηκαν να εφαρμόσουν διαφανές λευκό για να αναμείξουν τα μελάνια, με σκοπό να χαράξουν λιγότερες ξύλινες πλάκες και τα τυπώματα να είναι πιο εντυπωσιακά.
Είχε παγώσει ο χρόνος
Πριν από τη χάραξη, είχαν αποτολμηθεί να δοθούν απαντήσεις σε διάφορα τεχνικά ζητήματα. Έτσι κατέληξαν να επιλέξουν τη γραμμική οξυγραφία και τη γραμμική χαλκογραφία για τη διακύμανση και για το ανάγλυφο στις γραμμές των εικόνων, την τονική οξυγραφία για την παλαιότητα, για την πατίνα, για το γάνωμα του χρόνου πάνω στα αγγεία, και την ξυλογραφία για τα χρώματα των ληκύθων.
Κάνοντας υπομονή και δείχνοντας επιμονή για μερόνυχτα, δούλευαν με τους μεγεθυντικούς φακούς πάνω από τα σχέδιά τους. Στον πυρετό της δημιουργίας, τα νεύρα και κάποτε η πίκρα εξαφανίζονταν από τη χαρά και την ικανοποίηση των επιτευγμάτων. Έμοιαζε σαν να είχε ακινητοποιηθεί ο χρόνος σε ένα υπόγειο.
Ο Βαρλάμος γράφει: «Θυμάμαι, με πολλή συγκίνηση, μέρες γιορτής ή μέρες επιτυχίας που αφήναμε για λίγο τη δουλειά και ριχνόμασταν όλοι μαζί σ’ ένα καλό κονιάκ με μερικά γλυκά πού ‘φερνε πάντα ο προνοητικός δάσκαλος, ή ακόμα τον πρωινό μας καφέ που κάποιος από μας ετοίμαζε σύμφωνα με τον ιδιαίτερο τρόπο του ―ο καθένας μας είχε τη σπεσιαλιτέ του― και που σερβιριζόταν στα κίτρινα φλυτζάνια πού ‘χαν αγοραστή για την κομπανία μας. Ένα από αυτά σώζεται ακόμα και πίνω τον καφέ μου σ’ αυτό μόνο, πεισματικά, αδιόρθωτα πιστός στις αναμνήσεις της όμορφης συντροφιάς του καιρού εκείνου…».
«Οι χίμαιρες είναι ο κλήρος των καλλιτεχνών»
Σχεδόν εξαντλημένη από την όλη υπερέντασή της, η ομάδα θα έφτανε μπροστά στο τυπογραφικό πιεστήριο για να τυπώσει τις ξυλογραφίες και στο βαθυτυπικό χειροπιεστήριο για να δει να βγαίνουν από αυτό σαν τα αποτυπώματα των προσώπων της οι χαλκογραφίες. Μήνες διήρκεσε η εκτύπωση. Ο Κεφαλληνός σημείωνε: «Το έργο μας μπορεί να το πουν τολμηρό, ακόμα και χιμαιρικό, μέσα στον αιώνα της βιασύνης και της μηχανής. Η επιείκεια των κριτών παρακαλούμε να είναι ανάλογη με την τόλμη μας. Όσο για τις χίμαιρες, αυτές είναι ο κλήρος των καλλιτεχνών».
Το λεύκωμα, με εισαγωγή ποιητική της μεγάλης αρχαιολόγου Σέμνης Καρούζου (1897-1994), στοιχειοθετημένη με τα στοιχεία του Θεοκρίτου, τα οποία τα είχε σχεδιάσει για έκδοση που δεν είχε υλοποιηθεί ο Κεφαλληνός, τυπώθηκε σε 400 αριθμημένα αντίτυπα. Τα έργα είχαν τυπωθεί το καθένα σε χωριστό φύλλο χειροποίητου χαρτιού. Δύο εξώφυλλα, το ένα σε γιαπωνέζικο χαρτί και το άλλο σε βιβλιοδετικό πανί, περιελάμβαναν σχέδια και τίτλους, φιλοτεχνημένα με την τεχνική της μεταξοτυπίας.
Η έκδοση, που προστατευόταν σε κουτί βιβλιοδεσίας, παρουσιάστηκε στην αίθουσα των θεωρητικών μαθημάτων της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών στις 26 Απριλίου 1956, με την παρουσία των βασιλέων Παύλου και Φρειδερίκης. Ο τεχνοκρίτης της εφημερίδας «Η Καθημερινή», καθηγητής της Γενικής Ιστορίας της Τέχνης στη Σχολή Αρχιτεκτόνων του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου Άγγελος Γ. Προκοπίου (1909-1967), που υπήρξε από τους πρώτους μαθητές στο Εργαστήριο Χαρακτικής του Κεφαλληνού στην ΑΣΚΤ, έγραψε στις 2 Μαρτίου 1957, νεκρολογώντας τον:
«Ήταν το προαίσθημα του τέλους που έκανε το Γιάννη Κεφαλληνό ν’ αφιερώσει τις τελευταίες του δυνάμεις στις νεκρικές ληκύθους της Αττικής; Τι παράδοξος ήταν αυτός ο διάλογος τρία ολόκληρα χρόνια με τις σκιές του τάφου που ζητούσε ν’ αναστήσει με το καλέμι του; Έπειτα από είκοσι πέντε αιώνες, ξαναθυμήθηκε τα τελευταία τους βλέμματα, τις αργοκίνητες κινήσεις τους, κι αυτό το λιγνοζωγραφισμένο τους περίγραμμα, όλο πνευματική μεταρσίωση, σχεδιασμένο από το χέρι ενός αγγειογράφου των φειδιακών χρόνων. Τώρα, ο μελαγχολικός καλλιτέχνης πηγαίνει να συναντήσει τις ωραίες υπάρξεις της νοσταλγίας του και να συνεχίσει μαζί τους το διάλογο που είχε αρχίσει».
Τετράδιο με σχόλια και κρίσεις των επισκεπτών της έκθεσης είχε διατηρήσει ο Γιώργης Βαρλάμος. Ένα μελανό παραλειπόμενο: Υποψήφιος καθηγητής που δεν εξελέγη κατήγγειλε τον Κεφαλληνό στο Υπουργείο Παιδείας ότι τύπωσε παρανόμως στο Εργαστήριο Χαρακτικής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών καλλιτεχνικό βιβλίο μη εκπαιδευτικό αλλά εμπορικό! Το γεγονός το ανήγαγε σε σκάνδαλο η εφημερίδα «Εστία».
Στις 26 Νοεμβρίου έγιναν στον χώρο του Καφέ του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, δηλαδή κατά κάποιον τρόπο στον φυσικό χώρο τους, τα εγκαίνια έκθεσης των χαρακτικών των δέκα λευκών ληκύθων, μαζί με ξύλινες πλάκες τους που κάνουν την εμφάνισή τους εδώ για πρώτη φορά. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η έκθεση αναδεικνύει μιαν τελειότητα ξεχασμένη στην εποχή μας, όπως έγραφε παλιότερα σε αφιέρωσή του προς τον Βαρλάμο ο Κεφαλληνός!
Η ενδιαφέρουσα έκθεση, οργανωμένη από το Εργαστήριο Χαρακτικής Ηλία Ν. Κουβέλη, με την επιμέλεια του νέου ιστορικού της τέχνης Γιώργου Μυλωνά, θα διαρκέσει έως και την 14η Ιανουαρίου 2019. Κατά τη διάρκειά της θα ανακοινωθεί και ειδική ξενάγηση για το ενδιαφερόμενο κοινό.