«Πατρίδα» – Φωνή στον κόσμο της σιωπής
01/03/2019Όλο και περισσότερο ενισχύεται η άποψη ότι η Λογοτεχνία και η Ιστορία μπορούν να υπάρξουν εξαιρετικοί συνεργάτες. Έχουν τη δύναμη να διαδώσουν την αξία της Μνήμης και να ευαισθητοποιήσουν διαφορετικές κοινωνικές ομάδες, ποικίλων ηλικιών και εκπαίδευσης, αλλά πάνω απ’ όλα μπορούν να «μιλήσουν» σε όλες τις γλώσσες και σε όλα τα έθνη για αλήθειες που πρέπει να ειπωθούν και να μην ξεχαστούν. Ένα τέτοιο έξοχο παράδειγμα αποτελεί η ισπανική λογοτεχνία, όπου έργα της έχουν κυκλοφορήσει κατά καιρούς και στη χώρα μας δημιουργώντας ένα πιστό κοινό που μετά την ανάγνωσή τους συζητά, προβληματίζεται και ίσως ψάχνει να βρει ομοιότητες.
Η «Πατρίδα» του Φερνάντο Αραμπούρου αποτελεί ένα λογοτεχνικό αριστούργημα που αναφέρεται στον αντίκτυπο της τρομοκρατίας στη ζωή των απλών ανθρώπων. Με αφορμή την είδηση της 20ης Οκτώβρη του 2011 ότι η βασκική αυτονομιστική οργάνωση ΕΤΑ (αρχικά από τις βασκικές λέξεις «Euskadi Ta Askatasuna», δηλαδή «Βάσκικη γη και Ελευθερία») παραιτείται από τον ένοπλο αγώνα που διεξήγαγε πάνω από 50 χρόνια, ο συγγραφέας δημιουργεί ένα βιβλίο-κάθαρση, μιλώντας με ειλικρίνεια για την εμφύλια βασκική σύγκρουση.
Έχοντας ως κέντρο τη δολοφονία του επαρχιακού μικροεπιχειρηματία Τσάτο από την ΕΤΑ παρακολουθούμε ένα πάζλ εννέα πολύπλοκων χαρακτήρων να ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Οι πρωταγωνιστές μας μιλούν, όχι με μια αυστηρή χρονολογική σειρά των γεγονότων, αλλά κυρίως με συναισθηματικά κριτήρια, ο καθένας από την δική του πλευρά και οπτική γωνία, για το τι σημαίνει να είσαι θύμα, αλλά και θύτης σε μια κοινωνία που τελικά έχει ανάγκη τη συγχώρεση. Προσοχή όμως, όχι τη Λήθη.
Η ιστορία μας αφορά δύο οικογένειες, σε βάθος 30 χρόνων, οι οποίες διατηρούν φιλικούς δεσμούς, μέχρι που ο πατέρας της μιας δολοφονείται και ο γιος της άλλης κατηγορείται για αυτό, λόγω της ένταξης του στους κόλπους της ΕΤΑ. Οι δύο μητέρες, αδελφικές φίλες, θα οδηγηθούν στην ψύχρανση των σχέσεων τους και θα ακολουθήσουν διαφορετικούς δρόμους.
Από τη μία, η Μπιττόρι, σύζυγος του θύματος, θα εγκαταλείψει το χωριό στο οποίο μεγάλωσε, αλλά θα ζει πάντα με το γιατί της πράξης που άλλαξε τη ζωή εκείνης και των δυο παιδιών της. Μέχρι και το δικό της τέλος θα επιδιώξει να έχει τη «συγγνώμη», αλλά ίσως και τη μεταμέλεια, από τους δολοφόνους του άντρα της. Τα παιδιά, μορφωμένοι ενήλικες πλέον, τους παρακολουθούμε να ζουν με τη μνήμη του δολοφονημένου πατέρα και να προσπαθούν μέσα από τις ψυχολογικές τους διακυμάνσεις να επιβιώσουν σε μια κοινωνία που άθελά της τούς απομακρύνει όλο και πιο πολύ. Πού μπορούν όμως να πάνε, πώς να μην συμβιβαστούν, αν όχι κάπου που είναι οι ρίζες τους;
Από την άλλη, η Μίρεν, μητέρα του θύτη, ριζοσπαστικοποιείται και στηρίζει τις πράξης της οργάνωσης και αυτό έχει μεγάλο αντίκτυπο στην υπόλοιπη οικογένεια, που εκτός από τον φυλακισμένο αδερφό, δεν συμφωνεί με την πολιτική στράτευσή της. Όμως έρχεται να πληρώσει άτυπα και αυτή την πράξη του μεγάλου της γιου με την ξαφνική αναπηρία που προκαλεί ένα εγκεφαλικό στην κόρη της, μόλις στα 44 χρόνια της.
Και άλλοι χαρακτήρες
Παράλληλα παρακολουθούμε και άλλους χαρακτήρες γύρω τους, οι οποίοι παίζουν και αυτοί ρόλο στις ζωές και τις θύμησες των χαρακτήρων: ο τοπικός ιερέας της ενορίας και η ιδεολογική του επίδραση για ένταξη των νέων στους κόλπους της ΕΤΑ, η απόμακρη συμπεριφορά και η σιωπή πολλών συντοπιτών απέναντι στις οικογένειες των θυμάτων, η κοινωνική στράτευση που επιβάλλεται από έναν διαρκή αγώνα με άδικα(;) δικαιώματα.
Παρατηρούμε, λοιπόν, να πραγματοποιείται μια μάχη κυρίως ψυχολογική ανάμεσα σε θύτες και θύματα, ώστε να δικαιολογήσουν και να ερμηνεύσουν πράξεις και καταστάσεις. Σε καιρό δημοκρατίας πολιτικοποιημένα και μη άτομα δολοφονούνται εμπλεκόμενα σ’ ένα εθνικιστικό γαϊτανάκι που δεν οδηγεί πουθενά. Στο σημείο αυτό οφείλει να τονιστεί ότι η ΕΤΑ ιδρύθηκε το 1959 με σκοπό να εναντιωθεί στον Φράνκο και να διεκδικήσει την αυτονομία της περιοχής των Βάσκων. Ωστόσο, από το 1978 και μετά, έχοντας επανέλθει η δημοκρατία στη χώρα, πραγματοποίησε έναν αιματηρό πόλεμο με πάνω από 800 νεκρούς, προκαλώντας την έντονη αντίδραση τόσο της ισπανικής, αλλά και της διεθνούς κοινότητας.
Ο Αραμπούρου ρίχνει φως σε αθέατες καταστάσεις βίας και πόνου που έζησε η κοινωνία, αλλά και η ίδια η τρομοκρατική οργάνωση από την καταστολή του κρατικού μηχανισμού. Ωστόσο, το βιβλίο εστιάζει κυρίως στα θύματα και στην αδυναμία τους να ξεχάσουν, αλλά μέσω της συνύπαρξης να καταφέρουν να ακούσουν την πολυπόθητη συγγνώμη και στη συνέχεια να μπορέσουν να συγχωρέσουν και αυτοί.
Όπως δήλωσε και ο ίδιος ο συγγραφέας, το έργο του Καμύ «ο Επαναστατημένος Άνθρωπος» τον στιγμάτισε μ’ έναν ανεκτίμητο ηθικό τρόπο: ο επαναστάτης είναι εκείνος που λέει όχι, αλλά στη συνέχεια λέει ναι. Κάτι αρνείται, κάτι σπάει, αλλά στη συνέχεια φέρνει κάτι θετικό. Ήθελε να μιλήσει για όσα βίωσε ο ίδιος, αλλά και η πατρίδα του, αποφασίζοντας να την εγκαταλείψει το 1985 και να εγκατασταθεί έκτοτε στη Γερμανία.
Η κοινωνική χρησιμότητα της τέχνης του παρόντος βιβλίου υπερβαίνει κατά πολύ τις αυστηρά αισθητικές αξίες. Είναι ένα μυθιστόρημα ιστορικό, αλλά βαθιά πολιτικό. Στις 700 σελίδες του συναντά κανείς ένα λογοτεχνικό επίτευγμα: σύμπραξη αφηγηματικής έντασης με ενσωμάτωση διαχρονικών απόψεων για τον άνθρωπο, τις δυνατότητες και τις αδυναμίες του. Στην Ισπανία βρίσκονταν πρώτο σε πωλήσεις για δύο χρόνια. Έχει μεταφραστεί σε πάνω από 25 ξένες γλώσσες και ετοιμάζεται να μεταφερθεί στην τηλεοπτική οθόνη από την HBO ως σειρά.
Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Πατάκη σε μετάφραση της Τιτίνας Σπερελάκη.