Πενήντα χρόνια από τον θάνατο του ποιητή Νίκου Καββαδία
13/02/2025![Πενήντα χρόνια από τον θάνατο του ποιητή Νίκου Καββαδία, Χαρίλαος Δαμιανάκος](https://slpress.gr/wp-content/uploads/2025/02/kavvadias-825x600.jpg)
«Δεν ξεκίνησα για τίποτα.
Μονάχα για να ταξιδεύω.»
Ο ασυρματιστής του επιβατικού πλοίου “AQUARIOUS” των ΕΛΜΕΣ, έβαλε τα ακουστικά, και από τα μορς έλαβε το μήνυμα ότι η καταιγίδα πλησίαζε νότια από την Σικελία. Το πλοίο πήγαινε προς Βηρυτό. Καθαρόγραψε το τηλεγράφημα , έβαλε το ναυτικό σκούφο κι ανέβηκε στην γέφυρα. Ο καπετάνιος έπινε τσάι. «Welcome Nick» είπε, και κοίταξε το τηλεγράφημα. «its a mini storm!» αναφώνησε.
«Στο ημερολόγιο γράψαμε: “Κυκλών και καταιγίς”.
Εστείλαμε το sos μακριά σε άλλα καράβια,
κι εγώ κοιτάζοντας χλωμός τον άγριον Ινδικό
πολύ αμφιβάλλω αν φτάσουμε μια μέρα στη Μπατάβια»…
Ήταν το τελευταίο ταξίδι του ασυρματιστή, του ‘’μαρκόνι’’ όπως τους αποκαλούν οι ναυτικοί. Τον είχε παρακαλέσει η γριά μάνα του να μην ταξιδεύει σε μακρινά ταξίδια με ποντοπόρα πλοία. Στον Πειραιά θα ξεμπάρκαρε ο Νίκος Καββαδίας για πάντα. Οι μόνες του αποσκευές ήταν ο ναυτικός του σάκος κι ο επενδύτης (το βαρύ ναυτικό παλτό).
«Θα πάψω πια για μακρινά ταξίδια να μιλώ·
οι φίλοι θα νομίζουνε πως τα ‘χω πια ξεχάσει,
κι η μάννα μου, χαρούμενη, θα λέει σ’ όποιον ρωτά:
«Ήταν μια λόξα νεανική, μα τώρα έχει περάσει…»
Ο καπετάνιος έδωσε εντολή να πάρει κατάλληλη πορεία το πλοίο. Ο ‘’μαρκόνης’’ βγήκε στο φτερό , της γέφυρας και χάζεψε την ανταριασμένη θάλασσα. Στο βορρά διέκρινε το ηφαίστειο της Αίτνας που κάπνιζε.
«Κάποια βραδιά που από το Στρόμπολι περνούσαμε
είπες σε κάποιο γελαστή σε τόνο αστείου:
“Πώς μοιάζει τ’ άρρωστο κορμί μου καθώς καίγεται,
με την κορφή τη φλεγομένη του ηφαιστείου!»
«Ύστερα σ’ είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω
Κι εγώ που μόνο την υγρήν έκταση αγάπησα,
λέω πως εσένα θα μπορούσα ν’ αγαπήσω»
Τα μάτια του, κοίταξαν την πλώρη του πλοίου.
«Στην πλώρη αυτὴ κατάστρεψα τὸν ήρεμο εαυτό μου
και σκότωσα την τρυφερή παιδιάτικη ψυχή.
Ὅμως ποτὲ δὲ μ᾿ άφησε τὸ επίμονο ονειρό μου
και πάντα ἡ θάλασσα πολλὰ μου λέει, όταν αχεί.»
Ο μαγικός κόσμος της θάλασσας
Η γυναίκα και η θάλασσα ήταν οι δυο μεγάλες αγάπες του ποιητή και ναυτικού, και το αποδείκνυε έμπρακτα κάνοντας τατουάζ στο σώμα του, με γοργόνες, δράκαινες, άγκυρες και μια καρδιά. Αλλά η θάλασσα γι αυτόν είναι ένας μαγικός κόσμος. Από αυτή αντλεί δύναμη κι αγάπη για τον άνθρωπο ο Καββαδίας.
«Αγαπάω τ’ ό,τι θλιμμένο στον κόσμο,
Τα θολά τα ματάκια, τους άρρωστους ανθρώπους,
Τα ξερά, γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
Τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ’ ένα δισάκι
Για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε.»
Τι να πρωτοθυμηθεί στα σαράντα σχεδόν χρόνια αδιάκοπου ταξιδιού… Από το 1929 ως ναύτης στο ‘’ΑΓΙΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ’’, ταξίδευε , ίσαμε, τώρα το 1974.
«Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος γιὰ το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τὰ φανάρια
και δεν τὰ βλέπεις καθώς λένε μὲ τὸ πρώτο.»
Από τον νου του, περνούσαν εικόνες..Τα λιμάνια στις μακρινές χώρες, τα μπαρ του λιμανιού, οι κακουχίες της θάλασσας, οι τελευταίοι χοροί με τα κορίτσια στα ναυτικά στέκια . To «Bésame Mucho» . Αλλά και τo Πούσι, την ομίχλη την τόσο και επικίνδυνη που σκεπάζει τα πάντα. Τα ναυάγια. Τις αγωνίες και τις χαρές των ναυτικών. Ξενύχτια, διασκεδάσεις, ασωτίες, συνήθειες απολύτως φυσιολογικές, αφού όλοι οι ναυτικοί έχουν παρόμοια βιώματα και άρα αυτός δεν θα μπορούσε ν’ αποτελεί εξαίρεση.
«Αμαρτωλός που δεν χαρεί και που δεν φταίξει».
Αλλά και την μοναξιά του ασυρμάτου, τους έρωτες στα λιμάνια και τις απογοήτεψεις.
«Μα δε λυπάμαι μια σταλιάν. Εμείς οι ναυτικοί
έχουμε, λένε, την ψυχή στο διάολο πουλημένη.»
«Του ναύτη δώσ’ του στη στεριά κρεβάτι και να πιεί,
όλο τον κόσμο γύρισες μα τίποτε δεν είδες…»
“Χρόνια προσμένω την στεριά να ζαλιστώ”
Αλλά και το Αλβανικό μέτωπο που είχε υπηρετήσει τραυματιοφορέας στην αρχή, όπου είδε το άλογο του να ξεψυχάει. «Το να γράψει κανείς σ’ έναν άνθρωπο, είναι ίσως εύκολο στους πολλούς. Το να γράψει σ’ ένα ζώο, είναι αφάνταστα δύσκολο. Για τούτο φοβάμαι. Δε θα τα καταφέρω. Τα χέρια μου έχουνε σκληρύνει από τα λουριά σου, κι η ψυχή μου από άλλη αιτία…».
Χάζεψε για λίγο τους επιβάτες που έκαναν βόλτα στο κατάστρωμα. Δεν του πέρασε ποτέ από το μυαλό να περάσει την ζωή του σε ένα σπίτι, σε ένα γραφείο. Ούτε καταλάβαινε αυτούς που μπάρκαραν για λίγο, για τα λεφτά.
«Λακίζετε αλυσόδετοι , του στεριανού καημού».
Αυτός την φοβόταν την στεριά και τους στεριανούς. Το πιο δύσκολο ταξίδι το έκανε …Ομόνοια -Σύνταγμα.
«Χρόνια προσμένω να τυλίξεις την μπαρκέτα, χρόνια προσμένω την στεριά να ζαλιστώ.».
Ο Καββαδίας αγαπούσε πάντα πιο πολύ τα φορτηγά καράβια: «Τα καράβια που προτιμώ είναι τα φορτηγά. Γιατί έχουν ησυχία, μπορείς να σκέφτεσαι, οι άνθρωποι, παλαιότερα τουλάχιστον, ήσαν λίγοι. Τώρα τα καράβια έχουν ευκολίες, είναι πολυτελή, θυμίζουν ξενοδοχεία. Όταν μπάρκαρα εγώ έπαιρνες μαζί σου στρώμα, μαξιλάρι, σεντόνι, το κουτάλι σου και το μαχαίρι σου, κι αν ταξίδευες στα τροπικά, δεν είχες νερό να πλυθείς. Κι έπειτα, όσο πιο πολύ υπόφερα σ’ ένα καράβι, τόσο πιο πολύ το θυμόμουνα αργότερα με αγάπη…»
Καββαδίας: “Σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες…”
Το ταξίδι της ναυτικής ζωής σε λίγο θα τελειώσει, θα φτιάξει για τελευταία φορά την βαλίτσα του και θα αφήσει κάτι στην καμπίνα για τον επόμενο. Παλιά ναυτική συνήθεια.
«Από παιδί βιαζόμουνα, μα τώρα πάω καλιά μου.»
Το κεφαλλονίτικο αίμα του Καββαδία, αψύ κι ανήσυχο, δεν τον άφηνε να ησυχάσει ποτέ στη στεριά. Τώρα όμως θα έπρεπε να συμβιβαστεί. «Μια τσιμινιέρα με όρισε στο κόσμο και σφυρίζει.» Θα συμβιβαζόταν άραγε; «Ετούτο το κορμί, το τόσο αμαρτωλό.»
Όσο ήταν νέος, στα φορτηγά, μπορούσε κι έγραφε ποιήματα. Τώρα βασανιζόταν για να γράψει έναν στίχο. Κοίταξε τον ορίζοντα. Είχε απαγγείλει μια φορά στον τηλεοπτικό σταθμό της Κύπρου το 1965 του ποίημα του “Mal du depart‘’ ( ο πόνος της φυγής). «Άραγε στο μέλλον θα έσκυβε κανείς να τα μελετήσει ;», αναρωτήθηκε και ξαναμπήκε στη Γέφυρα του “AQUARIOUS”…
«θα μείνω πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων,
και θα πεθάνω μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές,
χωρίς να σχίσω τη θολή γραμμή των οριζόντων.
Κι εγώ που τόσο επόθησα μια μέρα να ταφώ
σε κάποια θάλασσα βαθειά στις μακρινές Ινδίες,
θα `χω ένα θάνατο κοινό και θλιβερό πολύ
και μια κηδεία σαν των πολλών ανθρώπων τις κηδείες.»
Ο Νίκος Καββαδίας , ο ποιητής των οριζόντων, απεβίωσε στην Αθήνα στις 10 Φεβρουαρίου 1975, λίγους μήνες μετά το τελευταίο μπάρκο του.
Ο Χαρίλαος Δαμιανάκος είναι απόστρατος αξιωματικός των ελικοπτέρων του Πολεμικού Ναυτικού. Ασχολήθηκε ιδιωτικά με τον απόδημο Ελληνισμό και την δημιουργία σχολείων ελληνικής γλώσσας σε Ρωσία, Ουκρανία και Βαλτικές χώρες. Έχει συγγράψει τα βιβλία “Οι Σύντροφοι του Αχιλλέα στα Ίμια” και “Ελληνισμός σε Ρωσία και Ουκρανία” (εκδόσεις “Αδούλωτη Μάνη”). Ομιλεί αγγλικά και ρωσικά.