ΣΧΟΛΙΟ

Ποίηση, ένας κόσμος που δύει…

Ποίηση, ένας κόσμος που δύει…

Στην εποχή μας η ποίηση μάλλον αφορά ένα μικρό κύκλο ανθρώπων και έχει  ως προφανή και άμεσο στόχο την ανάγνωση ή την απαγγελία, «αν και το έργο δεν υπακούει πάντα στη βούληση του συγγραφέα, αυτονομείται από τον δημιουργό του, αντιπαρατίθεται σε αυτόν, σαν ανεξάρτητο, σαν ξένο», όπως γράφει ο Freud και παραδίδει ο Adorno στη “Φιλοσοφία της Νέας Μουσικής” (1975:50).

Η ποίηση είναι το παιχνίδισμα της γλώσσας. Είναι η γλώσσα που στην ιδιαίτερη οργάνωσή της διαφεύγει από την αναφορική χρήση της, αποκτά εσωτερικό ρυθμό, μελωδικότητα, αρμονία, ενώ πολλές φορές αποκτά και πρόσθετα στολίδια και γίνεται στίχος που γίνεται τραγούδι, ύμνος, ψαλμός. Γιατί η ποίηση δεν είναι ό,τι γράφεται μόνο σήμερα, είναι ό,τι κατεβαίνει από τον χρόνο και ακουμπά στις μέρες μας σε δρώσες πραγματώσεις γύρω μας.

Ο άνθρωπος, όμως, έχοντας χάσει στον καιρό μας μας την ασφάλεια των ιστορικών κοινωνιών μακράς διάρκειας, υπόκειται στη φθορά των εγγενών και βίαιων αλλαγών της εποχής μας, που αμφισβητούν και δοκιμάζουν την σταθερότητα των κοινωνιών, των ιδεολογικών σχηματισμών τους, που εξυμνούν την απελευθέρωση του ατόμου από τα δεσμά όλων των καταναγκασμών, ακόμα και αυτών της γλώσσας, που ορίζεται η ίδια πλέον δημιουργός, αντί του προσώπου που τη δημιουργεί.

Ίσως γι’ αυτό ο άνθρωπος προσπαθεί να διεισδύσει στα βάθη της, προκειμένου να ανακαλύψει τον εαυτό του μέσα σε αυτήν, να ανακαλύψει τρόπους απελευθέρωσης της ατομικότητάς του και της συνακόλουθης μοναξιάς του λόγου, κυρίως του ποιητικού. Με τον τρόπο αυτό προσπαθεί να οικειοποιηθεί τα τελευταία θραύσματα μουσικότητας που απόμειναν στα απομεινάρια των ερειπίων που επεσώρευσε η ταχύτητα των αλλαγών στο λόγο, αλλά και στις ζωές των ανθρώπων στους δύο τελευταίους αιώνες.

Δίπλα, όμως, στον αποσαρθρωμένο στίχο, στα τσακισμένα μέτρα, στο απελευθερωμένο από τη συνείδηση εγώ, ανεπαίσθητα συνυπάρχει ο τελετουργικός ποιητικός λόγος, που συνδεδεμένος καθώς είναι με προγενέστερες εποχές, απηχείται κυρίως μέσω της θρησκείας και αποσκοπεί στον εξανθρωπισμό του ανθρώπου, στην απελευθέρωσή του από σκοτεινές σκέψεις, φόβους, μισητά πάθη, στον εξαγνισμό του.

Δημιουργήματα μιας επεξεργασμένης γλώσσας

Στην πάλη του ανθρώπου να ξεφύγει από την αγριότητα του ίδιου του εαυτού του, η τέχνη, ιερή και θύραθεν, στην εορταστική, συλλογική ή και ατομική της έκφραση, κατατείνει στην απελευθέρωσή του από την βαρβαρότητα που του διαφεύγει στην πολιτική και κοινωνική συγκρότησή του. Η τραγωδία αποτελεί ένα τέλειο δείγμα της πάλης αυτής του ανθρώπου. Παράλληλα, ο ποιητικός λόγος που έχει τελετουργικό χαρακτήρα τρέφει, μέχρι και στις μέρες μας, έναν συναισθηματικό δεσμό αιώνων που διαπερνά την επιφανειακή ελαφρότητα των καιρών μας και συντονίζεται με τα υπόγεια ρεύματα αγωνίας και αδυναμίας αυτοπροσδιορισμού του ανθρώπου.

Όντας τα ίδια δημιουργήματα μιας επεξεργασμένης γλώσσας και μιας σκέψης καλοδουλεμένης για πολλούς αιώνες πριν, μεταφέρουν μέχρι τις μέρες μας τη συλλογική σκέψη της εποχής που τα γέννησε και ταυτόχρονα φορτωμένα με την ιστορική εμπειρία της πορείας τους προς το τώρα, συγκροτούν τον σύγχρονο άνθρωπο ασύνειδα, συγκροτούν τη γλώσσα του, τις βαθύτερες αντιλήψεις του, τις αξίες του και τη στάση ζωής του.

Άλλωστε, η εξύμνηση του κάλλους, ως στοιχείου του θείου και του ανθρώπινου, η εξύμνηση της γυναίκας και κατεξοχήν της μάνας και η κατάλυση του θανάτου και η ανάσταση, αποτελούν κοινούς τόπους στο σύνολο της ελληνικής ποίησης, αρχαίας και νέας, με αντίστοιχους συμβολισμούς, που διατρέχουν τις αντίστοιχες εποχές στο επίπεδο του λόγου ή των αναπαραστάσεων του. Και ούτε πρέπει να μας ξενίζει αν γνωσιολογικά η εξ αποκαλύψεως αλήθεια συμπλέκεται και υποστηρίζεται από τον φιλοσοφικό λόγο.

Επί παραδείγματι, παρά το γεγονός ότι το Έν, ο Νους και η Ψυχή που συγκροτούν τον κόσμο στον Πλωτίνο τον 3Ο αιώνα μ.Χ. δεν είναι μεταξύ τους ισοδύναμα, όπως αντίστοιχα τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδας στον Χριστιανισμό. Η τριχοτόμηση, όμως, αυτή του όντος και οι ιδιότητες που αποδίδονται αντίστοιχα από τον Πλωτίνο στην κάθε μία από τις έννοιες αυτές, είναι πολύ κοντά στην χριστιανική θεολογία.

Το Έν είναι το “Είναι”, είναι πανταχού παρόν, προηγείται των πάντων. Είναι κατ’ αντιστοιχία ο φωτοδότης Ήλιος και η ακτινοβολία του μαζί. Το φως είναι ο Νους μέσω του οποίου το Έν βλέπει τον εαυτό του, είναι ο Λόγος που ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ταυτίζει με τον θεό. Τέλος, η Ψυχή, κατώτερη στον Πλωτίνο του Νου, δημιουργεί την εικόνα της, που είναι η Φύση και ο κόσμος των αισθήσεων. Η ψυχή, όταν δεν στρέφεται προς τον Νου, αλλά προς τον ορατό κόσμο, που είναι και αυτός Ωραίος, δημιουργεί τον υλικό κόσμο, ενθυμούμενη τον θεϊκό.

Γι’ αυτό ο Πλωτίνος αναρωτιέται «Υπάρχει μουσικός που γνωρίζει τις σχέσεις της νοητής αρμονίας χωρίς να συγκινείται ακούγοντας την αρμονία των αισθητών φθόγγων;» Έτσι, σκιαγραφεί έναν κόσμο κάλλους, ως θεία ιδιότητα: «Ασφαλώς σεβαστοί και ωραίοι είναι όλοι οι θεοί και το κάλλος των είναι απέραντο. Αλλά τι τους κάμνει τόσον ωραίους; Τι άλλο παρά ο νους, και σ’ αυτούς ο νους είναι περισσότερο ενεργός παρά σε εμάς, ώστε να γίνεται ορατός…». Η ομορφιά, λοιπόν, του κόσμου, το κάλλος του θα αποτελέσει την αφετηρία για να αποτυπωθεί ποιητικά, με λόγο ηδύ, τόσο η θεοποίηση του γήινου όσο και η μορφοποίηση του θεϊκού.

Στολισμένη με τα λουλούδια της άνοιξης… 

Η εικονοποιία αυτού του λόγου είναι μοναδική και η γλώσσα του στολισμένη με τα λουλούδια της άνοιξης: «Ρόδον το αμάραντον, χαίρε η μόνη βλαστήσασα / Το μήλον το εύοσμον, χαίρε η τέξασα» (από τα τροπάρια του κανόνα της ακολουθίας του “Ακαθίστου Ύμνου” του Ιωσήφ του Υμνογράφου).

Και η κατευθείαν απήχηση στο “Άξιον Εστί” του Οδυσσέα Ελύτη: «Μακρινή Μητέρα, Ρόδο, Ρόδου μου αμάραντο». Αλλά και ο Γιώργος Σεφέρης στον “Ερωτικό Λόγο γράφει: «ρόδο της νύχτας πέρασες, /  τρικύμισμα πορφύρας, / τρικύμισμα της θάλασσας… / Ο κόσμος είναι απλός».

Βαδίζοντας αργά μέσα στην άνοιξη προς την κορύφωση και την κάθαρση, η Παναγία θρηνεί πριν την Ανάσταση: «Ω γλυκύ μου έαρ, / γλυκύτατόν μου Τέκνον, / που έδυ σου το κάλλος;» (από τα Εγκώμια του “Επιταφίου θρήνου”, άγνωστου ποιητή).

Ελεγειακός αντίστοιχα ο τόνος και στον θρήνο της μάνας του νεκρού εργάτη τον Μάη του 1936 στον “Επιτάφιο” του Γιάννη Ρίτσου: «Γιέ μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, / καρδούλα της καρδιάς μου, /  πουλάκι της φτωχής αυλής, / ανθέ της ερημιάς μου».

Τη νίκη της ζωής πάνω στο θάνατο επιβεβαιώνει με τον θριαμβικό τόνο του ο αναστάσιμος κανόνας του Ιωάννη του Δαμασκηνού, από τα τελειότερα δείγματα λατρευτικής ποίησης: «Αναστάσεως ημέρα λαμπρυνθώμεν Λαοί / Πάσχα Κυρίου, / Πάσχα εκ γαρ θανάτου / προς ζωή και εκ γης προς ουρανόν, /  Χριστός ο Θεός ημάς διαβίβασεν, / επινίκιον άδοντας» (ο Ειρμός από την α’ ωδή του Αναστάσιμου Κανόνα).

Η ζωή και ο θάνατος παλεύουν πάνω στο σώμα της ποίησης. Το τελετουργικό και συμβολικό συμβαδίζει με το πραγματικό και ο ποιητικός λόγος παλεύει να θεραπεύσει την ψυχή και να γαληνέψει τον νου. Στην ποίηση προσβλέπει και ο Γιώργος Σαραντάρης για τις απαντήσεις που περιμένει στις απορίες του δικού του καιρού: «Δεν είμαστε ποιητές σημαίνει φεύγουμε, / σημαίνει εγκαταλείπουμε τον αγώνα, / παρατάμε την χαρά στους ανίδεους / τις γυναίκες στα φιλιά του ανέμου / και στη σκόνη του καιρού».


Η Ερμιόνη Αχειμάστου είναι φιλόλογος.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι