Πώς αντιμετώπιζαν οι αττικοί κωμωδιογράφοι τη λατρεία του Άδωνη
06/05/2024Το όνομα Ἄδωνις και Ἄδων δόθηκε από τους αρχαίους Έλληνες σε μια θεότητα, την οποία θεωρούσαν ανατολικής προέλευσης. Ετυμολογείται από το σημιτικό Adon που σημαίνει ‘Κύριος, Άρχοντας’. Παρ’ όλα αυτά, η μορφή που σμιλεύθηκε στον ελλαδικό χώρο, παρουσιάζει μεγάλες αποκλίσεις από τα ανατολικά πρότυπά της (δηλ. από τον Σουμέριο Dumuzi, τον Βαβυλώνιο Tammuz, τον Σύριο Baal και τον φοινικικό θεό Eshmun).
Ο Άδωνης υπήρξε καρπός της αιμομικτικής σχέσης ενός Συροπαλαιστίνιου ή Ασσύριου (το όνομα του οποίου ποικίλλει: Φοίνιξ, Θείας ή Κινύρας) και της κόρης του Σμύρνας ή Μύρρας. Λέγεται ότι η κόρη ένιωσε ανόσιο έρωτα για τον πατέρα της και ότι ενωνόταν μαζί του στα σκοτεινά, χωρίς εκείνος να γνωρίζει με ποια πλαγιάζει. Όταν το αντιλήφτηκε, κυνήγησε την έγκυο πλέον κόρη του, αποφασισμένος να τη σφάξει. Όμως οι θεοί τη λυπήθηκαν και τη μεταμόρφωσαν στο δέντρο της σμύρνας, από τον κορμό του οποίου γεννήθηκε ο Άδωνης, όταν ήλθε η ώρα του.
Η ιστορία του Άδωνη
Το μωρό ήταν τόσο όμορφο ώστε η Αφροδίτη το ερωτεύθηκε. Έκρυψε το βρέφος σ’ ένα σεντούκι και το εμπιστεύθηκε στην Περσεφόνη. Όταν ο Άδωνης μεγάλωσε, η Περσεφόνη θαμπώθηκε από την ομορφιά του, θέλησε να τον κρατήσει κοντά της και αρνήθηκε να τον επιστρέψει στην Αφροδίτη. Η τελευταία απευθύνθηκε στο Δία για να τους λύσει τη διαφορά. Αυτός όρισε να βρίσκεται ο Άδωνης τέσσερις μήνες τον χρόνο στον κάτω κόσμο μαζί με την Περσεφόνη, τέσσερις μήνες στον επάνω κόσμο μαζί με την Αφροδίτη και τους υπόλοιπους τέσσερις μήνες να τους διαθέτει όπως του αρέσει. Ο Άδωνης αποφάσισε να ζει και τους υπόλοιπους μήνες μαζί με την Αφροδίτη. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και σκοτώθηκε κυνηγώντας ένα αγριογούρουνο.
Η Αφροδίτη τον θρήνησε σπαρακτικά· καθώς γύριζε ξυπόλητη πάνω στα βουνά για να τον βρει, κάποιο αγκάθι τρύπησε το τρυφερό πόδι της· από το αίμα του ποδιού της θεάς βάφτηκε κόκκινο το ρόδο, ενώ από το αίμα του νεκρού Άδωνη φύτρωσε ένα νέο λουλούδι, η ανεμώνη· πρόκειται για ένα ωραίο άνθος – πλην όμως εύθραυστο και ολιγόζωο καθώς εύκολα φυλλορροεί στον βίαιο άνεμο (Απολλόδωρος 3.14.3-4, Οβιδίου Μεταμορφώσεις 10.298 κ.ε.).
Σε Αθήνα, Αλεξάνδρεια και φοινικική Βίβλο μαρτυρείται μία γιορτή προς τιμήν του αδικοχαμένου νέου, γνωστή ως Αδώνια. Στη Βίβλο η γιορτή ήταν παλλαϊκή και διακρινόταν σε δύο φάσεις: την πρώτη μέρα επικρατούσε μεγάλο πένθος με θρήνους και οδυρμούς, ενώ τη δεύτερη μέρα χαρά και αγαλλίαση καθώς πίστευαν ότι ο νεκρός ανασταινόταν· γι’ αυτό και ύψωναν ένα ομοίωμά του προς τον ουρανό.
Άνδρες και γυναίκες ξύριζαν το κεφάλι τους, ενώ όσες γυναίκες δεν ήθελαν να το πράξουν, έπρεπε να σταθούν μία συγκεκριμένη μέρα στην αγορά και να πουλήσουν το κορμί τους. Η αγορά ήταν εκείνη τη μέρα ανοιχτή μόνο σε ξένους, ενώ τα χρήματα προσφέρονταν στην Αφροδίτη. Επιπλέον κάθε χρόνο, όταν πλησίαζε η γιορτή του Άδωνη, κοκκίνιζαν τα νερά ενός ποταμού που έφερε το όνομά του.
Πίστευαν δηλαδή ότι εκείνες τις ημέρες ο Άδωνης πληγωνόταν θανάσιμα και το αίμα του εισερχόταν στον ποταμό, βάφοντάς τον κόκκινο. Ο ποταμός αυτός ονομάζεται σήμερα Ναχρ Ιμπραχίμ· πηγάζει από το όρος του Λιβάνου και χύνεται στη θάλασσα. Η φυσική εξήγηση του φαινομένου είναι ότι τις ημέρες που κοκκινίζουν τα νερά, δυνατοί άνεμοι μεταφέρουν κοκκινόχωμα από τον Λίβανο στο ποτάμι (Λουκιανός, Περὶ τῆς Συρίης Θεοῦ 6, 7).
Η γιορτή του Άδωνη στην αρχαία Αθήνα
Στην Αθήνα του 5ου αι. π.Χ., κατά τα μέσα καλοκαιριού, γυναίκες έσπερναν σπόρους μαρουλιού, μάραθου και δημητριακών σε σπασμένα αγγεία και τα τοποθετούσαν στις στέγες των σπιτιών τους ώστε η βλάστηση και ο μαρασμός των φυτών να συμβούν γρήγορα, όπως σύντομη ήταν η άνθηση και ραγδαίος ο μαρασμός του άτυχου Άδωνη. Οι ανωτέρω προσφορές αποτελούσαν τους λεγόμενους κήπους Ἀδώνιδος.
Η φράση λειτούργησε και ως παροιμία για να δηλώσει κάποια βιαστική ή επιπόλαιη ενέργεια, μία βραχύβια και όχι καλά ριζωμένη κατάσταση. Κατά τη διάρκεια της γιορτής, η οποία αποτελούσε καθαρά γυναικεία υπόθεση, η ατμόσφαιρα ήταν πένθιμη με σπαραξικάρδιους θρήνους, αρωματικά θυμιάματα και ένα αγαλματίδιο-ομοίωμα του νεκρού ξαπλωμένου σε κλίνη. Στο τέλος της γιορτής οι γυναίκες πετούσαν τους κήπους Ἀδώνιδος και το ομοίωμά του στη θάλασσα ή σε κάποιο πηγάδι με την ευχή να είναι οι ίδιες καλά και την επόμενη χρονιά για να τον τιμήσουν.
Ο κυνηγός Άδωνης από τη μια και οι κήποι του από την άλλη, απηχούν τη μετάβαση από τη νομαδική ζωή στην εποχή της αγροτοκαλλιέργειας. Ο θάνατος δύο ανατολικών προτύπων του Άδωνη το κατακαλόκαιρο (δηλ. του Χαναναίου Βάαλ και του Βαβυλώνιου βοσκού Ταμμούζ) σηματοδοτούσε τη θλίψη της Φύσης για τον μαρασμό της βλάστησης. Ας σημειωθεί ακόμη ότι οι προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης (Ιεζεκιήλ 8.14, Ιερεμίας 32.29, 44.15, Ησαΐας 17.10) καταδίκαζαν τη συγκεκριμένη μεσοποταμιακή και φοινικική λατρεία κατά την οποία οι γυναίκες κάθονταν μπροστά στην πόρτα και θρηνούσαν τον Ταμμούζ ή φύτευαν «φυτεύματα άπιστα» επάνω στις στέγες και πρόσφεραν θυμιάματα στον Βάαλ.
Τα Αδώνια στην Αλεξάνδρεια έμοιαζαν με τα αθηναϊκά καθώς περιείχαν τον δυνατό θρήνο· η επικέντρωση όμως των πιστών στο ερωτευμένο ζευγάρι (Αφροδίτη και Άδωνης) εξασφάλιζε την αγαλλίασή τους (Θεοκρίτου Εἰδύλλιον 15: Συρακόσιαι ἢ Ἀδωνιάζουσαι).
Η λατρεία του Άδωνη, στενά συνυφασμένη με τον κύκλο της βλάστησης, ήταν γνωστή στην Ελλάδα από τον 7ο αι. π.Χ. Πρώτος ο Ησίοδος μνημονεύει τη γενεαλογία του (απ. 139) και πρώτη η Σαπφώ αναφέρεται στη λατρεία του (αππ. 140, 168). Παρ’ όλα αυτά, η αθηναϊκή πολιτεία του 5ου αι. π.Χ. δεν κοιτούσε με καλό μάτι ανατολίτικες τελετές πάθους και άγριου θρήνου όπου οι γυναίκες μπορούσαν να δραπετεύσουν (έστω και για λίγο) από έναν αυστηρά επιβεβλημένο κοινωνικό καθωσπρεπισμό. Γι’ αυτό ο Άδωνης δεν είχε ναό ούτε η λατρεία του ήταν επίσημα αναγνωρισμένη από την πόλη, ενώ η πολιτική, οικονομική, στρατιωτική και κάθε άλλου είδους ανδρική δραστηριότητα εξακολουθούσαν κανονικά κατά τη διάρκεια της γιορτής του. Με δυο λόγια, ο εορτασμός του Άδωνη στην κλασική Αθήνα ήταν μία καθαρά ιδιωτική, γυναικεία υπόθεση.
Τούτο προκύπτει ξεκάθαρα από τα λόγια του Πρόβουλου (δηλαδή του πολιτικού επιτρόπου) στην αριστοφανική Λυσιστράτη (στ. 387 κ.ε.): «Φούντωσε πια η γυναικεία ασυδοσία … τ’ Αδώνια που γιορτάζουν πάνω στις στέγες. Τα άκουγα από τη συνέλευση του λαού μια μέρα, τότε που ρητόρευε ο Δημόστρατος (κακό χρόνο να ’χει) κι έλεγε να πάει ο στόλος στη Σικελία, ενώ η γυναίκα του ταυτόχρονα “Αχ, βαχ, Άδωνη” χόρευε και θρηνούσε. Στρατολόγηση Ζακυνθινών οπλιτών πρότεινε ο Δημόστρατος κι εκείνη από την ταράτσα ‒σουρωμένη κιόλας‒ ξεφώνιζε: “Σκίστε τα ρούχα σας, χτυπάτε στήθια και μάγουλα για τον χαμό του Άδωνη!”».
Ο Πρόβουλος εννοεί τα Αδώνια του 415 π.Χ., τον καιρό δηλαδή που η πόλη ενέκρινε την ολέθρια σικελική εκστρατεία. Η Λυσιστράτη ανέβηκε το 411 π.Χ. όταν η καταστροφή στη Σικελία είχε συμβεί με την απώλεια του άνθους των Αθηναίων οπλιτών και ενός μεγάλου μέρους της αθηναϊκής στρατιωτικής δύναμης. Για τους δεισιδαίμονες, η σύμπτωση ν’ αποφασισθεί η εκστρατεία τον καιρό των Αδωνίων μόνο γρουσούζικη μπορούσε να θεωρηθεί.
Η αντιμετώπιση του Άδωνη από τους αττικούς κωμωδιογράφους
Σύμφωνα με διάφορες εκδοχές η ερωτευμένη Αφροδίτη είτε έκρυψε το βρέφος Άδωνη μέσα σε φρέσκα μαρούλια είτε αργότερα τον ξάπλωσε νεκρό πάνω σε αυτά. Επειδή όμως θεωρούσαν το μαρούλι διουρητικό, υπνωτικό και κατασταλτικό της ερωτικής ορμής λόγω της δροσιάς που περιέχει, η σύνδεση αυτού του λαχανικού με τη λατρεία του Άδωνη παρωδήθηκε από κωμικούς του 4ου αι. π.Χ.
Έτσι, λέει ο Άμφις στον Θρήνο του (Ἰάλεμος απ. 20): «Καταραμένα μαρούλια! Εάν σας φάει κάποιος εξηντάρης, όποτε βρεθεί με γυναίκα, θα στριφογυρίζει όλη νύχτα, χωρίς να μπορεί να κάνει τίποτα απ’ όσα θέλει. Αντί να τύχει βοήθειας, τρίβει με το χέρι του την αναπόφευκτη κακή του τύχη!». Και ο Εύβουλος στην κωμωδία του “Οι σεξουαλικώς ανίκανοι” (Ἄστυτοι, απ. 13): «Μη μου δίνεις, γυναίκα, να φάω μαρούλια γιατί εσύ θα φταις. Λένε ότι σε αυτό το λάχανο η Κύπρη ξάπλωσε νεκρό τον Άδωνη. Επομένως, πρόκειται για τροφή των ψόφιων!».