Πώς δούλευαν οι παλιοί Έλληνες εικονογράφοι
02/12/2023Στην εποχή της ψηφιακής εικόνας είναι δύσκολο ή αδύνατο να συνειδητοποιήσει κανείς ότι ο νεότερος πολιτισμός μας είχε κάποτε άρρηκτα συνδεθεί με τη χειροποίητη εικόνα. Χαραγμένες στο ξύλο, στο χαλκό και στην πέτρα, οι απεικονίσεις κάθε είδους εντύπων τυπώνονταν μαζί με το κείμενο και στην Ελλάδα του 19ου και του 20ού αιώνα.
Οι τεχνικές της ξυλογραφίας, της χαλκογραφίας και της λιθογραφίας αναπτύσσονται στη χώρα μας από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Πρώτος δάσκαλος της ξυλογραφίας και της χαλκογραφίας στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας από το 1843 και από 1854, αντιστοίχως, υπήρξε ο ιεροδιάκονος Αγαθάγγελος Τριανταφύλλου (π. 1786-1872). Μαθητές του, ανάμεσα σε άλλους, ήταν αξιόλογοι εικονογράφοι, ζωγράφοι και γλύπτες, όπως ο Νικόλας Γύζης (1842-1901), ο Ιωάννης Δούκας (1843/44-1916), ο Γεώργιος Βρούτος (1843-1909). Δίδαξε την ξυλογραφία σε όρθιο ξύλο και τη χαλκογραφία, που θα ικανοποιούσαν τις ανάγκες της εικονογράφησης.
Στην ξυλογραφία η χάραξη γίνεται σε πλάκα σκληρού ξύλου, το οποίο έχει κοπεί εγκάρσια από τον κορμό του δέντρου. Το έργο προκύπτει ανάγλυφο: αφαιρείται δηλαδή ό,τι δεν πρόκειται να τυπωθεί και μένει ό,τι προεξέχει (υψιτυπία). Οι μαθητές του Αγαθάγγελου, ορισμένοι από τους οποίους απέβησαν παραγωγικότατοι, όπως ο Περικλής Σκιαδόπουλος (1833-1875), αντέγραφαν διάφορα πρότυπα (κυρίως θρησκευτικά, αλλά και κοσμικά), προκειμένου να μάθουν να χαράζουν, να μελανώνουν και να τυπώνουν. Δούλευαν για περιοδικά, εφημερίδες και βιβλία, αμειβόμενοι πολύ λίγο.
Στη χαλκογραφία η χάραξη επιχειρείται σε πλάκα χαλκού, που θερμαίνεται και χαράζεται. Αφού καθαριστούν τα υπολείμματα του χαλκού, τα γρέζια, το έργο προκύπτει στο βάθος της πλάκας: είναι ό,τι εισέχει (βαθυτυπία). Η λιθογραφία στηρίζεται στη αρχή ότι το λίπος απομακρύνει το νερό, δεν είναι υδρόφιλο. Σε λεία ασβεστολιθική μήτρα γίνεται το σχέδιο με λιπαρό μολύβι, ή με πένα μελανιού που έχει βάση του το κερί, το σαπούνι και την καπνιά.
Εικονογράφοι-χαράκτες
Το σχέδιο στερεώνεται με διάλυμα κόλλας και νιτρικού οξέος για να οξειδωθεί, διαβρώνοντας τη μήτρα. Η μήτρα καθαρίζεται διαρκώς με νερό, το οποίο δεν μένει εκεί όπου έχει γίνει το λιπαρό σχέδιο. Ακολουθούν η μελάνωση και η εκτύπωση. Σε Έλληνες τη λιθογραφία τη δίδαξαν Γερμανοί λιθογράφοι, όπως οι Αντρέας Φόρστερ (Andreas Forster) και Καρλ Γιόζεφ Κόλμαν (Karl Joseph Kohlmann, 1812-1870).
Τον Αγαθάγγελο τον διαδέχτηκε το 1865 ο μαθητής του Αριστείδης Λ. Ροβέρτος (1835-1892), με μαθητές του τους περισσότερους επαγγελματίες χαράκτες ελληνικών εκδόσεων, όπως τους Ελευθέριο Γ. Καζάνη (1861-1930), Κωνσταντίνο Καρυστινό (1863-1908), Μιχαήλ Κουφό (1875-μετά το 1907), Γεώργιο Αντ. Οικονόμου (1861-1935), Ιωάννη Οικονόμου (1860-1931), Παναγιώτη Πολυχρόνη (1854-1941), Κωνσταντίνο Γ. Πρινάρη (1852-μετά το 1910), Γεώργιο Ν. Ροϊλό (1867-1928), Αριστοτέλη Α. Σάββα (1850-1890). Ο Ροβέρτος συνέχισε τη διδασκαλία της ξυλογραφίας και της χαλκογραφίας, με αντιγραφή κοσμημάτων, προτομών, φωτογραφιών και ελαιογραφιών, που παρουσίαζαν αυξανόμενο βαθμό δυσκολίας.
Τον Ροβέρτο τον διαδέχτηκε το 1892 ο μαθητής του Νικόλαος Ι. Φέρμπος (1852-1916). Είναι γεγονός όμως ότι τον Φέρμπο με τη σειρά του δεν τον διαδέχτηκαν πολλοί, καθώς δεν είχε μαθητές πολλούς. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι δίδαξε με διακοπή ενός χρόνου έως το 1915, οπότε η διδασκαλία της χαρακτικής στο Σχολείο των Τεχνών της Αθήνας καταργήθηκε, έχοντας πληγεί και από τη φωτοτσιγκογραφία. Μαθητές του Φέρμπου υπήρξαν οι Σωκράτης Σούρσος (1873-1944), Μιχαήλ Βλαχόπουλος (1877-1956), ο οποίος διέπρεψε ως βαθύφωνος στο λυρικό τραγούδι, και Άγγελος Θεοδωρόπουλος (1883-1965).
Πώς δούλευαν οι εικονογράφοι
Συχνά εκφράζεται παράπονο, ακόμα και από συλλέκτες, ότι δεν είναι σε θέση να διακρίνουν μία ξυλογραφία από μία χαλκογραφία και αντίστροφα. Υπάρχουν ωστόσο μερικά μικρά μυστικά. Το σημαντικότερο βεβαίως είναι η οπτική οικείωση.
Αν το μελάνι σε λεπτομέρεια στην άκρη μιας εικόνας έχει εντονότερη γραμμή γύρω από την τυπωμένη περιοχή, αν είναι συμπαγές, αν η εικόνα έχει αφήσει αποτυπώματα μελανιού στην άκρη της, τότε το αντίτυπο είναι ξυλογραφία. Αν το μελάνι σε μια πολύ σκούρα περιοχή της τυπωμένης εικόνας μοιάζει εξογκωμένο (σαν σκουριά) στο χαρτί, αν οι πιο λεπτές γραμμές φαίνονται γκρίζες, αν οι γραμμές του χαρακτικού διασταυρώνονται πυκνά, αν διακρίνεται το πάτημα της πλάκας στις άκρες του χαρτιού – τότε το αντίτυπο είναι χαλκογραφία.
Αν το αντίτυπο έχει λευκές γραμμές με ανώμαλα, όχι σαφή περιγράμματα, δίνοντας την εντύπωση μολυβιού, αν είναι ομοιόμορφο στο μελάνι και επίπεδο στο χαρτί, αν είναι κάπως πιο αδύναμο στις περιοχές της μήτρας που δεν έχει πιάσει το μελάνι, τότε το αντίτυπο είναι λιθογραφία.
Ψυχωφελή-ηθικοδιδακτικά κείμενα
Το περιεχόμενο των ελληνικών εικονογραφημένων βιβλίων του 19ου και του 20ού αιώνα ποικίλλει, είχε κυρίως ψυχωφελή-ηθικοδιδακτικό χαρακτήρα. Αναφέρουμε τα βιβλία του Μέιν Ρηδ (Thomas Mayne Reid, 1818-1883) “Εις την θάλασσαν!”, που το παρέφρασε ο Αριστοτέλης Π. Κουρτίδης (Αιμίλιος Ειμαρμένος, 1858-1928) και το εξέδωσε στη Βιβλιοθήκη της “Διαπλάσεως των Παίδων”, του μακρόβιου περιοδικού του, ο Νικόλαος Π. Παπαδόπουλος Υδραίος (1858-1941) το 1884.
Επίσης, “Οι Βίοι των Αγίων” γραφέντες εις γλώσσαν απλήν και εύληπτον προς χρήσιν παντός φιλομαθούς και φιλοθρήσκου, που εκδόθηκε από τον Γεώργιο Στεφάνου το 1902. Το πρώτο βιβλίο το εικονογράφησε με είκοσι πέντε ξυλογραφίες του ο Γεώργιος Ν. Ροϊλός, ο οποίος δίδαξε ζωγραφική στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από το 1910 έως το 1927, ενώ το δεύτερο οι Κωνσταντίνος Καρυστινός και Μιχαήλ Κουφός.
Οι χαράκτες αυτών των εκδόσεων αποκτούσαν γρήγορα την άνεση και την ευκολία σε τέτοιο βαθμό που κατά το δεύτερο μισό του 19ου και μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα να αναδειχθούν σε αριστοτέχνες του είδους, διαμορφώνοντας έναν κλάδο βιοτεχνικό νέο για την Ελλάδα. Τους επαγγελματίες ξυλογράφους σε όρθιο ξύλο, προπάτορες, κατά κάποιον τρόπο, των μεταγενέστερων εικονογράφων και μερίδας των γραφιστών.
Φημολογείται ότι ο Καρυστινός το 1896, κατά τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα, ξενυχτούσε στα γραφεία της εφημερίδας που δούλευε ως ξυλογράφος, κρατώντας μπροστά του φωτογραφίες των αθλητών για να μάθει ποιος θα ήταν ολυμπιονίκης, να χαράξει μόνο το πρόσωπο στο ήδη χαραγμένο, έτοιμο, τυποποιημένο για όλους τους αθλητές σώμα.
Το έργο ζωής του Κυριάκου Ντελόπουλου
Το 1995 η Εταιρεία του Ελληνικού Λογοτεχνικού και Ιστορικού Αρχείου (ΕΛΙΑ), ψυχή του οποίου υπήρξε ο δαιμόνιος Μάνος Χαριτάτος (1944-2012), εξέδωσε, με την υποστήριξη του yπουργείου Πολιτισμού, τη μελέτη του βιβλιογράφου Κυριάκου Ντελόπουλου (1933-2020). Ο Ντελόπουλος υπήρξε ιδρυτής της πρωτοποριακής παιδικής βιβλιοθήκης του Δημοτικού Σχολείου του Κολεγίου Αθηνών.
Ίδρυσε και οργάνωσε τη “Βιβλιολογική Βιβλιοθήκη του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου” (ΕΚΕΒΙ), διετέλεσε σύμβουλος δημοσίων, δημοτικών, σωματειακών και ιδιωτικών βιβλιοθηκών, ενώ συνέταξε επίσης τεχνικά εγχειρίδια βιβλιοθηκονομίας. Στην έκδοση, έργο ζωής του Ντελόπουλου, έχει λημματογραφηθεί υψηλός αριθμός εικονογραφημένων με ξυλογραφίες παιδικών-νεανικών εκδόσεων του 19ου αιώνα από δημόσιες και από ιδιωτικές βιβλιοθήκες της Ελλάδος και του εξωτερικού.