Πόσα αρχαία θα θυσιάσουμε στο βωμό του Μετρό Θεσσαλονίκης;
22/04/2020Το παρόν σημείωμα είναι μία καθυστερημένη οφειλή, την οποία θα έπρεπε να έχω συντάξει ήδη από τα τέλη του περασμένου χρόνου. Παρά ταύτα, εκπληρώνω αυτήν την υποχρέωση με αφορμή την σχετικά πρόσφατη (4 Μαρτίου) έκδοση της Υπουργικής Απόφασης για την απόσπαση των αρχαιοτήτων στον Σταθμό Βενιζέλου του, υπό κατασκευή, Μετρό Θεσσαλονίκης.
Η συγκεκριμένη Υπουργική Απόφαση έρχεται σε συνέχεια της κατά πλειοψηφία γνωμοδότησης του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, υπέρ της απόσπασης και επανατοποθέτησης του μνημειακού συνόλου που βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη το 2012. Έτσι ανατρέπεται μία προηγούμενη Υπουργική Απόφαση και γνωμοδότηση του ΚΑΣ, από το 2017, με τις οποίες προβλεπόταν ο επανασχεδιασμός του σταθμού, με την κατά χώραν διατήρηση των αρχαιοτήτων.
Αυτά που ακολουθούν σκοπό έχουν να παρουσιάσουν, όχι την αξία ή την τύχη των ευρημάτων, αλλά σημεία της λειτουργίας του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου, πιθανότατα άγνωστα έξω από τους αρχαιολόγους. Το ΚΑΣ αποτελεί συλλογικό όργανο, οι γνωμοδοτήσεις του οποίου πολλές φορές εσφαλμένα ονομάζονται αποφάσεις, δηλαδή παρουσιάζονται ως οι τελικές διοικητικές πράξεις.
Ωστόσο, το ΚΑΣ δεν έχει αποφασιστική αρμοδιότητα επί των αρχαιολογικών θεμάτων που εξετάζει και οι ακόλουθες υπουργικές αποφάσεις μπορούν να εκδοθούν, χωρίς ο υπουργός να δεσμευθεί από τη γνώμη των μελών του Συμβουλίου. Παρά ταύτα, ο υπουργός κατά κανόνα επιδιώκει το περιεχόμενο των αποφάσεών του να ευθυγραμμίζεται με τη γνώμη του Συμβουλίου, ώστε η πολιτική του να ενδύεται την επιστημονική εγκυρότητα της σύνθεσης αυτού του συλλογικού οργάνου.
Τι προέβλεπε η «σύμφωνος γνώμη»
Αυτή η κατάσταση δεν ίσχυε πάντα. Ήδη από το 1910 προβλεπόταν η «σύμφωνος γνώμη» του Αρχαιολογικού Συμβουλίου για την έκδοση σχετικών υπουργικών αποφάσεων. Όταν στη δεκαετία του 1960 η Αρχαιολογική Υπηρεσία θωρακίστηκε θεσμικά, η «σύμφωνος γνώμη» του Αρχαιολογικού Συμβουλίου επανεμφανίστηκε, για να χαθεί ξανά μέσα στην δικτατορία και να επανέλθει δυναμικά το 1975 (η εμφάνισή της το 1973 με πρωτοβουλία του Σπυρίδωνος Μαρινάτου, δεν μπόρεσε να αποκαταστήσει τις βλάβες που είχαν ήδη συντελεσθεί στους θεσμούς και τα μνημεία).
Τελικά, η «σύμφωνος γνώμη» απαλείφθηκε σε λιγότερο από δύο χρόνια με την ψήφιση του Ν. 654/1977. Η αλλαγή αυτή επήλθε μετά από προβλήματα που αντιμετώπισε η κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, με δύο ιστορικές γνωμοδοτήσεις του Αρχαιολογικού Συμβουλίου. Το πρώτο πρόβλημα ξεπήδησε από το σχέδιο για την κατασκευή των ναυπηγείων της Πύλου. Επρόκειτο για ένα μεγαλόπνοο έργο, εμπνεύσεως ενός Μεσσήνιου εφοπλιστή, που προέβλεπε τη μετατροπή σε βιομηχανική ζώνη της περιοχής γύρω από τον όρμο της Πύλου.
Για όσους αντιμάχονταν αυτό το σχέδιο, που μπήκε στα σκαριά ήδη από την εποχή της χούντας, το ζήτημα ήταν να μην μεταβληθεί η Πύλος σε μία άλλη Ελευσίνα. Τότε τα μέλη του Αρχαιολογικού Συμβουλίου γνωμοδότησαν αρνητικά, λαμβάνοντας υπόψη την αρχαιολογική και ιστορική αξία της περιοχής. Στη συνέχεια το έργο ματαιώθηκε. Καλό θα ήταν να θυμηθούμε ότι η περιοχή που σώθηκε, χάρη σε αυτήν την ιστορική γνωμοδότηση του ΚΑΣ και τους αγώνες των κατοίκων, είναι εκείνη όπου σήμερα απλώνεται μία διάσημη ξενοδοχειακή μονάδα.
Οι εκτάσεις που είχαν αγορασθεί για να οργανωθεί η βιομηχανική ζώνη, πέρασαν στα χέρια ενός άλλου εφοπλιστή που προχώρησε σε μία επένδυση τουριστικού χαρακτήρα. Επομένως, το σημερινό αποτέλεσμα (στον βαθμό που αυτό χαρακτηρίζεται θετικό) δεν πρέπει να προσγράφεται απλά στην πρωτοβουλία ενός πεφωτισμένου ιδιώτη, αλλά πρωταρχικά στη λειτουργία και τη γνωμοδότηση του Αρχαιολογικού Συμβουλίου, το οποίο απεφάνθη, λαμβάνοντας υπόψη την ιστορικότητα του όρμου του Ναβαρίνου.
Η εξαγωγή ελληνικών αρχαιοτήτων
Το δεύτερο επεισόδιο που έκρινε τελικά και την τύχη της «σύμφωνης γνώμης» του Συμβουλίου ξεκίνησε από την άρνηση του τελευταίου να εξαχθούν ελληνικές αρχαιότητες στις ΗΠΑ. Το 1974 το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης είχε ζητήσει από τον Έλληνα Υπουργό Πολιτισμού Κωνσταντίνο Τσάτσο, τον δανεισμό εξεχουσών αρχαιοτήτων. Ωστόσο, η εξαγωγή αρχαιοτήτων απαγορευόταν από την τότε ισχύουσα νομοθεσία και έτσι το αίτημα απορρίφθηκε από το Αρχαιολογικό Συμβούλιο το 1976. Τελικά ο Νόμος άλλαξε το 1977 και μαζί του καταργήθηκε η «σύμφωνος γνώμη» του Συμβουλίου, γενόμενη απλή.
Τελικά η έκθεση στο Μητροπολιτικό Μουσείο, με τον τίτλο “Ελληνική Τέχνη των νησιών του Αιγαίου” πραγματοποιήθηκε το 1979. Εκείνη την εποχή, τη δεκαετία του 1970, το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης οργάνωνε εκθέσεις blockbusters. Μία από αυτές ήταν η έκθεση “Οι θησαυροί του Τουταγχαμών” (1976-1979) που βρήκε τέτοια (για πολλούς υστερική) απήχηση στην αμερικανική κοινωνία, που ο Steve Martin είχε συνθέσει ένα ομόθεμο τραγούδι, το “King Tut”. Ο Αμερικανός κωμικός, περιγράφοντας το κλίμα, ανέφερε: «Νομίζω ότι είναι εθνική ντροπή ο τρόπος με τον οποίο το έχουμε εμπορευματοποιήσει (εννοεί τους θησαυρούς του Τουτατχαμών), με μπιχλιμπίδια και παιχνίδια, μπλουζάκια και αφίσες».
Από την άλλη, στην Ελλάδα, ήταν η εποχή που η τότε κυβέρνηση είδε τις αρχαιότητες μέσα από το πρίσμα πολιτικών και οικονομικών σκοπιμοτήτων, ικανοποιώντας αξιώσεις των δυτικών συμμάχων. Κατόπιν όλων αυτών των αλλαγών είχε παραιτηθεί τότε, το 1977, από μέλος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου και ο βυζαντινολόγος Μανόλης Χατζηδάκης για λόγους αρχής. Είχε κρίνει ότι δεν ήταν δυνατό επί αρχαιολογικών ζητημάτων να αποφαίνονται οι Υπουργοί Συντονισμού και Οικονομικών.
Ο Γιάννης Κοντής, αρχαιολόγος με μεγάλη διοικητική εμπειρία που επέμενε στην εισαγωγή της «συμφώνου γνώμης» του Αρχαιολογικού Συμβουλίου τις δεκαετίες 1960 και 1970, είχε τονίσει το 1974 ότι «η σύσταση επίσης του οργάνου αυτού πρέπει να είναι σταθερή και να γίνεται με τρόπο αντικειμενικό που να εξασφαλίζει την αδιάβλητη και ανεπηρέαστη από μεροληψίες και πιέσεις λειτουργία του». Είναι αναμφίβολο ότι η σχέση του οργάνου με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία είναι στενή, δεδομένου ότι σε αυτό προεδρεύει ο εκάστοτε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου, τα μέλη του διορίζονται από τον υπουργό και η θητεία του μπορεί να λήξει με μία κυβερνητική αλλαγή.
Προέχει η προστασία των αρχαιοτήτων
Ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων σταθερά διεκδικεί τη ρύθμιση αυτών των ζητημάτων. Επιπλέον, για την αντικειμενικοποίηση των κριτηρίων επιλογής των μελών του ΚΑΣ απαραίτητη είναι η καθιέρωση της κλήρωσης, όπως ισχύει σε άλλα συλλογικά όργανα.
Η τελευταία γνωμοδότηση του Συμβουλίου για το Μετρό της Θεσσαλονίκης, δεν μπορεί να συντονισθεί με την εδώ και καιρό επικρατούσα άποψη της επιστημονικής κοινότητας, που αναγνωρίζει την ανάγκη της κατά χώραν διατήρησης του Βυζαντινού Σταυροδρομίου. Επιπλέον, εκ των συνεχώς αντικρουόμενων θέσεων της Διοίκησης (δηλαδή των Υπουργικών Αποφάσεων) οι διοικούμενοι δεν πείθονται ότι η πολιτεία έχει σταθερή στάση για την προστασία των αρχαιοτήτων, με αποτέλεσμα η θέση των μνημείων στην αξιακή κλίμακα της κοινωνίας να κυμαίνεται διαρκώς.
Από την άλλη, η ανάπτυξη του κινηματισμού με επίκεντρο την Βενιζέλου, συνιστά έναν ανησυχητικό δείκτη για την εικόνα που σχηματίζουν οι πολίτες από την αποτελεσματικότητα του θεσμικού πλαισίου της προστασίας των αρχαιοτήτων στην Ελλάδα. Μέσα σε όλα αυτά γίνεται ξανά επίκαιρο το προ ετών σχόλιο του Πάντου Πάντου, επίτιμου Διευθυντή του Υπουργείου Πολιτισμού: «το Αρχαιολογικό Συμβούλιο…εξεμέτρησε το ζην» (Οικονομικός, 22.06.1995). Εάν τελικά προχωρήσει η υπουργική απόφαση για τον Σταθμό της Βενιζέλου, το αρχαιολογικό τοπίο στην Ελλάδα θα αλλάξει δραματικά.
Σε περίπτωση που τα αποτελέσματα για τις αρχαιότητες της Βενιζέλου θα είναι καταστροφικά, τότε θα καταγραφεί στις συνειδήσεις των πολιτών η ιδέα ότι η ελληνική πολιτεία θεώρησε την κατάσταση μακριά από την ίδια την συνταγματική της υποχρέωση για την προστασία των μνημείων. Και αυτός δεν είναι ένας καλός οδηγός για την πολιτισμική παιδεία του τόπου, που εδώ και καιρό συνδέει τα αρχαία με «μπιχλιμπίδια και παιχνίδια, μπλουζάκια και αφίσες».