Πόσο πάει η τέχνη σήμερα;
11/02/2020Μετράμε πολύ περισσότερο από ένα αιώνα που οι εικαστικές τέχνες έσπασαν το ταμπού της ομορφιάς και μεταπήδησαν από την «αντικειμενικότητα του ωραίου στην υποκειμενικότητα του γούστου» (Θεόπη Παρισάκη, 2004) μέσα από μία εικονοκλαστική φάση, όπου μια χέστρα ή ένα κουτί κονσέρβας, αναδείχθηκαν στο βάθρο της καλλιτεχνίας ως φορείς βαθύτατων νοημάτων, για την κατανόηση των οποίων φυσικά χρειάζεται ένας μεταφραστής κριτικός για να τα αποκαλύψει στο φιλοθεάμον κοινό.
O 20ος αιώνας -καλύτερα από οιονδήποτε προηγούμενο- δικαίωσε την τέχνη ως κοινωνικό φαινόμενο, φανερώνοντας την αιτιοκρατική της σχέση με το κοινωνικό περιβάλλον (Άρνολντ Χάουζερ, 1951). Η τέχνη και οι καλλιτέχνες απελευθερώθηκαν από την υπαλληλία τους στα παλάτια και τα σαλόνια των αριστοκρατών και των πλουσίων. Bγήκαν στις πλατείες, στους δρόμους, στα μουσεία και στις αίθουσες τέχνης.
Κι επειδή δεν τους καταλάβαινε κανείς καθώς αποδόμησαν το ωραίο, χρειάστηκαν τους επιμελητές και τους ειδικούς μάνατζερ για να επικοινωνήσουν την τέχνη τους και τα νοήματα της. Αυτή η μεταμοντέρνα κατάσταση σημείωσε τεράστια καταναλωτική επιτυχία, έγινε θέαμα υψηλών αποδόσεων, έγινε χρηματιστήριο της τέχνης.
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως τα εικαστικά ανθούν στην Ελλάδα. Εκθέσεις παντού, γκαλερί, εγκαίνια, events, ποίηση και ζωγραφική, installations, graffiti, video art, φωτογραφία, άλμπουμ, αφίσες, reproduction, curators, κριτικά κείμενα, μαικήνες, συλλέκτες, σύμβουλοι τέχνης, χορηγοί, κατάλογοι, πιστοποιήσεις, δημοπρασίες, κληρονόμοι, ιστοσελίδες, free press… Η ελληνική βιοτεχνία των εικαστικών μοιάζει να ανθεί, κατ΄ εικόνα και ομοίωση των μεγάλων αγορών τέχνης των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γαλλίας!
Η αγορά πριν την κρίση
Με δυο λόγια, το καθεστώς της επικοινωνίας και της κατανάλωσης της σύγχρονης τέχνης στην Ελλάδα ακολούθησε το διεθνοποιημένο πρότυπο των μεγάλων αγορών (Anne Cauquelin, 2007), αλλά όπως συνηθίζεται σε όλους τους τομείς, εφαρμόστηκε ως επαρχιώτικο κακέκτυπο. Δηλαδή διαμορφώθηκε ένα σύστημα κριτικής και εμπορίας, που υπερέβη γρήγορα τα κρατικά μουσεία και τις τράπεζες (συλλέκτες-μαικήνες) και διαμόρφωσε μια νέα ιδιωτική αγορά.
Μία αγορά που, πέρα από τους έμπειρους και αυθεντικούς συλλέκτες, συμπεριέλαβε ένα νέο καταναλωτικό κοινό. Σε αυτό βοήθησε η ευμάρεια που προέκυψε από την καταλήστευση της λαϊκής αποταμίευσης στο μεγάλο κόλπο του χρηματιστηρίου (1999-2000), των ΕΣΠΑ και του δανεικού χρήματος με την ανάδυση των νεόπλουτων στρωμάτων, τα οποία έπρεπε να τεκμηριώσουν το βάθος και τη μεγαλοσύνη της αστικότητας τους, ντύνοντας τους τοίχους στις βίλες τους με πίνακες και objet d’art.
Τότε ήταν που διάφοροι ιστορικοί ή φυσιοδίφες της τέχνης έγραφαν 500 λέξεις, έναν πρόλογο στον κατάλογο για 1.500 ευρώ που περιλάμβανε έργα ονομαστικής αξίας 7.000-15.000 ευρώ για τους νεοσούς/ες της αγοράς ζωγραφικής και κατασκευών και μετά έπαιρναν την σκυτάλη οι συντάκτες των έγκυρων εφημερίδων και περιοδικών. Έτσι, το έργο αποκτούσε χαρακτηριστικά “επένδυσης”. Όμως ο νεόπλουτος αγοραστής δεν αγόραζε μόνο κοινωνικό prestige.
Γινόταν και ψιλομαικήνας μετά τους είκοσι πρώτους πίνακες, αλλά και ξέπλενε έξυπνα τα μαύρα εισοδήματά του. Γιατροί, δικηγόροι, μάνατζερ, τραπεζίτες, σύμβουλοι, δημοσιογράφοι έγιναν συλλέκτες. Δίπλα τους, ο ειδήμων-καθοδηγητής τους “έφτιαχνε γούστο”! Αμοιβές από τους συλλέκτες, ποσοστά και προμήθειες, από τις πωλήσεις… Κάπως έτσι κριτικοί και καλλιτέχνες καβάλησαν το καλάμι. Μύκονος, Άνδρος, Σπέτσες, Ύδρα, τρελά πάρτι, ντυσίματα εξαντρίκ, μούρη. Δεν θέλει και πολύ, «ανθρώποι είμαστε», εξιμπισιονισμός και οι τιμές στα ύψη!
Η φούσκα της εικαστικής αγοράς
Οι χρηματιστηριακές αγορές, έτσι και το χρηματιστήριο της τέχνης, έχουν τα limit up και τα limit down. Το σοκ της χρεοκοπίας και της δεκαετούς (και βάλε) οικονομικής κρίσης εκδηλώθηκε και στα εικαστικά. Έτσι, τώρα, όπως και στην οικονομία, όλα είναι εικονικά. Όλο το κύκλωμα ψάχνει το μεροκάματο. Οι μεγάλοι και σοβαροί συλλέκτες έχουν αποτραβηχτεί, γιατί ο πληθωρισμός της εποχής της ευμάρειας απομείωσε το κύρος και τις επιλογές τους. Ο Τέτσης των 80.000 ευρώ είναι τώρα στις 10.000. Οι κληρονόμοι των επώνυμων θέλουν 300-500 ευρώ για να πιστοποιήσουν την γνησιότητα του πίνακα του μπαμπά τους.
Και οι καλλιτέχνες, ζωγράφοι, εικαστικοί, ινσταλάδες, ξεκινούν στις γκαλερί από 120-150 έως 800-1.000, άντε 2.500 ευρώ οι ρεαλιστές και τίμιοι, από 5.000-7.500 έως 12.000-15.000 ευρώ οι φαντασμένοι, για να γίνει τζέρτζελο, να γράψουν οι κιουρεϊτάδες με 300 ευρώ πια, να γράψει καμιά εφημερίδα ή κανένα σάιτ, να πληρώσουν τον κατάλογο οι εταιρείες στο πλαίσιο του curriculum της κοινωνικής τους ευθύνης, να πουλήσουν λίγο ή και καθόλου, αλλά και για κλείσουν το μάτι στους αγοραστές, ώστε να πάνε στο ατελιέ τους και να πάρουν το έργο στο ένα τρίτο της τιμής! That is the market.
Δεδομένου ότι οι αγοραστές πήραν το μάθημα τους και τα πραγματικά νούμερα έπεσαν στο 1/3 της ονομαστικής τιμής, η αγορά ενδέχεται να ισορροπήσει εφόσον όλοι δείξουν την πραγματική τους τιμή. Ακόμη, κι αν αυτό συμβεί, το κύκλωμα θα παραμείνει κύκλωμα.
Η ελπίδα είναι οι νέοι ειδήμονες-κριτικοί-curators, ως πιο ιδεαλιστές και φορείς μιας νέας ηθικής, μήπως και μπορέσουν να σπάσουν το μονοπώλιο των κυριάρχων της περασμένης περιόδου. Ας υπάρξει και καμιά αρνητική κριτική! Φτάνουν τα ευαγγέλια! Ακόμη και οι καλλιτέχνες το χρειάζονται, αν και είναι λίγοι αυτοί που μπορούν να αντέξουν μια πραγματική ανάλυση και κριτική του έργου τους.