Πού είναι αυτός;
10/10/2017της Αργυρώς Πιπίνη –
Ήταν εκεί. Κάθε βράδυ εκεί, στην ίδια θέση. Τον έβλεπα απ’ το μπαλκόνι. Πολλά πορτοπαράθυρα στον ακάλυπτο, αλλά εγώ μόνο εκείνον αναζητούσα. Άπλωνα ρούχα και τον έβλεπα. Πότιζα τα λουλούδια και τον έβλεπα. Έκλεινα το τζάμι και τον έβλεπα. Εκεί, στην ίδια θέση. Πρωί βράδυ. Με το κεφάλι σκυμμένο. Καθισμένος στο τραπέζι με το κεφάλι στα χέρια. Γύρω στα εβδομήντα πάνω κάτω. Αδύνατος. Ακίνητος. Ώρες ολόκληρες. Παντελόνι, φανελάκι.
Μου ’χε γίνει συνήθεια. Καθόμουν στην τηλεόραση στο μπροστινό δωμάτιο, πήγαινα να πάρω ένα κουβερτάκι απ’ την κρεβατοκάμαρα, κι αυτός εκεί, στην ίδια θέση. Τον έβλεπα συνέχεια, πολλά βράδια. Και η μπαλκονόπορτα ανοιχτή. Κρύο, ζέστη, ανοιχτή. Δεν είδα ποτέ κανέναν άλλον στο δωμάτιο, δεν ξέρω αν υπήρχε άλλο δωμάτιο πέρα απ’ αυτό με το μικρό μπαλκόνι. Μερικές φορές ήταν όρθιος, τριγύριζε, πέρα δώθε, κρεβάτι, κομοδίνο, τραπέζι, ντουλάπα πλαστική, άδειο δωμάτιο, ουδέτερο, κανένα προσωπικό αντικείμενο απ’ όσο έβλεπα, σαν φτωχό κατάλυμα για να περάσεις δυο ώρες πριν πάρεις το τρένο για έναν ακόμη προορισμό, για μια άγνωστη χώρα.
Ένα βράδυ δεν είχα ύπνο. Σηκώθηκα να πιώ νερό, να πάρω κάνα χάπι, κι άκουσα το μουγκρητό. Οι γάτες ήταν ήδη στο μπαλκόνι και κοίταζαν προς το μέρος του. Όρθιος με τη γνωστή στολή, φανελάκι-παντελόνι, πήγαινε πέρα δώθε μουγκρίζοντας όλο και πιο δυνατά, μιλώντας μόνος του, κάτι ακατάληπτα, για κάποιον που δεν πέρασε, για τον χρόνο που πέρασε, για την ψυχή που δεν λέει να βγει και, ξαφνικά, λυγμοί, το σώμα του τρανταζόταν, τα χέρια ανοιχτά έδιωχναν αόρατα πετούμενα, χόρευε έναν χορό αυτοσχέδιο, μόνο αυτός ήξερε τα βήματα, και έγερνε πίσω, και δεξιά και αριστερά.
Ντράπηκα που κοίταζα αλλά δεν μπορούσα να μιλήσω, να φωνάξω, Ε εδώ είμαστε κι εμείς, οι άλλες δυστυχίες, πήγαινε παρακάτω μπορείς, πάρ’ το αλλιώς, μέρα με τη μέρα, έλα μην κάνεις έτσι, δεν τέλειωσε ο κόσμος. Κρύφτηκα πίσω απ’ την κουρτίνα και παρακολουθούσα τον Αίαντα να σκύβει και να σηκώνεται μέχρι που πήγε προς την ξύλινη καρέκλα και σωριάστηκε αναστενάζοντας με το κεφάλι στα χέρια.
Και μια μέρα δεν ήταν εκεί. Το φως αναμμένο, η καρέκλα άδεια, το τραπέζι τραβηγμένο στο τοίχο. Μια γυναίκα σφουγγάριζε το δωμάτιο, συγύριζε. Ήθελα να τη ρωτήσω, Πού είναι ο κύριος, ο γέρος κύριος με το φανελάκι που ξενύχταγε με το κεφάλι στα χέρια, ζωντανό άγαλμα της απόγνωσης και του αναπόφευκτου τέλους; Γιατί σφουγγαρίζεις; Ποια είσαι εσύ; Πού είναι αυτός, ε; Πού;