Πού βρίσκεται το γλυπτό “Έρως Τοξοθραύστης”
26/09/2024Πριν από εκατό χρόνια, το 1924, στήθηκε στο Ζάππειο, προς τη Λεωφόρο Βασιλίσσης Όλγας, ο μαρμάρινος Έρως Τοξοθραύστης, έργο του ακαδημαϊκού κλασικιστή γλύπτη Γεώργιου Βρούτου (1843-1909). Δεν ήταν η πρώτη φορά που γλυπτό του έβρισκε τη θέση του στον συγκεκριμένο χώρο.
Το 1888 είχε αποκαλυφθεί στην κορυφή της μαρμάρινης κλίμακας μπροστά από το μεγάρο του Ζαππείου, ο μαρμάρινος ανδριάντας ενός από τους δύο Ηπειρώτες ξαδέλφους δωρητές του, του Κωνσταντίνου Ζάππα (1814-1892), για τη μελέτη του οποίου ο γλύπτης είχε ταξιδέψει στο Βουκουρέστι το 1886.
Ο Βρούτος υπήρξε συνεπής μαθητής του Ιωάννη Κόσσου (1822-1873). Ως απάντηση στον μαρμάρινο ανδριάντα του μεγαλέμπορου και μεγαλοκτηματία στη Ρουμανία Ευαγγέλη Ζάππα (1800-1865), που ο δάσκαλός του Κόσσος είχε δημιουργήσει το 1864, τον φιλοτέχνησε όρθιο, σε χιασμό, με επίσημη ενδυμασία και με δάφνινο κλαδί στο δεξί χέρι του. Η στάση του είναι τιμητική: τον εξυψώνει σαν ήρωα.
Ο χαριτωμένος Έρωτας και το ερωτικό Ζάππειο
Το έργο απεικονίζει ερωτιδέα καθισμένο σε βράχο να προσπαθεί με τα χέρια του να σπάσει στο γόνατό του ξύλινο τόξο, με το οποίο αρκούσε να χτυπήσει, κατά τη μυθολογική παράδοση, για να προκαλέσει ακαριαία την ερωτική έλξη. Τα φτερά του έχουν επανειλημμένως αποκοπεί και αποκατασταθεί. Δύο μαρμάρινα αντίγραφά του είναι γνωστά: το ένα βρίσκεται στην Εθνική Γλυπτοθήκη και το άλλο ήταν στη Συλλογή Γιάννη Περδίου έως το 2014, οπότε ο συλλέκτης έφυγε από τη ζωή.
Το 1924 συνδέει στενά τα δύο έργα του Βρούτου. Τότε οι δύο μαρμάρινοι ανδριάντες των ξαδέλφων Ζάππα μετατοπίστηκαν από την αρχική θέση τους στη είσοδο του Ζαππείου και μάλλον αυτό στάθηκε η αφορμή να αγοραστεί το γύψινο πρόπλασμα του Έρωτα που σπάζει το τόξο του. Το πρόπλασμα το είχε εκθέσει ο Βρούτος το 1900 στη Διεθνή Έκθεση Παρισιού, όπου απέσπασε χρυσό βραβείο. Το αγόρασε η Επιτροπή Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων, ενώ το ποσόν της αγοράς του το κατέβαλε η Τράπεζα της Ελλάδος.
Το Ζάππειο ήταν ο αθηναϊκός κήπος του περιπατητικού έρωτα. Οι Αθηναίοι αλώνιζαν εκεί και από τη δενδροστοιχία της Λεωφόρου Αμαλίας επέστρεφαν στην Πλατεία Συντάγματος. Μόνο στον περίπατο εκείνο μπορούσε να πλεχθεί ένα ερωτικό ειδύλλιο, όπως το λέει και τραγούδι, επιτυχία της εποχής εκείνης.
«Ο πεζοπορών και ξεποδαριαζόμενος εραστής, αφού τη συναντούσε στο Ζάππειο, την έβλεπε έπειτα στην “πλατεία”, διέσχιζε κατόπιν μίαν λεωφόρον, έφθανε στην “δενδροστοιχία” και εκεί πλέον, κατάκοπος και κάθιδρος, της έλεγε: “σ’ αγαπώ”. Και εκείνη, όσο κι αν συνεκινείτο από το θέαμα του κατασκονισμένου ανθρώπου, ήταν αδύνατον να προφέρη μια λέξι συμπαθείας. Φυλακισμένη μέσα στα σίδερα ενός κορσέ και με το λαιμό σφιγμένο από ένα στραγγαλιστή όρθιον γιακά στεκόταν αλύγιστη και ακίνητη, σαν να είχε καταπιή το πατρικό μπαστούνι, που πριν ξεκινήση για τον περίπατο της είχε συστήσει φρόνησιν και προσοχήν, αλλοιώς…», μας θυμίζει ο Τίμος Μωραϊτίνης (1875-1952) στο βιβλίο του “Τα Ρωμαντικά Χρόνια της Αθήνας. Ιστορίες του Παληού Καιρού” (Αθήνα 1952), με περιγραφές της παλιάς Αθήνας πρωτοδημοσιευμένες στο “Μπουκέτο” (1943), στην “Ακρόπολι” (1947) και στο “Έθνος” (1950) και με εικονογράφηση του Αντώνη Βώττη (1890-1970).
Η μικροϊστορία του γλυπτού
Για την αγορά και για τη μεταφορά της μορφής του Έρωτα από τον γύψο στο μάρμαρο δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες. Υπόθεση μόνο μπορούμε να διατυπώσουμε, ότι έπαιξε ρόλο ο σύμβουλος της Επιτροπής Ολυμπίων και Κληροδοτημάτων, γλύπτης Κώστας Δημητριάδης (1879-1943), ο οποίος ήταν μαθητής του Βρούτου. Η τιμή του έργου ανερχόταν, χωρίς τη βάση του, στις 8000 χρυσά φράγκα, όπως αποκαλύπτει χειρόγραφος τιμοκατάλογος του Βρούτου, από τις 26 Σεπτεμβρίου 1907, τον οποίο διέσωσε ο δημοσιογράφος Ιωάννης Γ. Μανωλικάκης (1913-1988) σε άρθρο του στο “Βήμα της Κυριακής”, στις 20 Απριλίου 1969. Προφανώς το γλυπτό δεν πουλήθηκε όσο ζούσε ο γλύπτης, καθώς δεν το έχει διαγράψει, όπως άλλα έργα του.
Άραγε τι ώθησε τον Βρούτο να αποτολμήσει τέτοια στάση στο γλυπτό του; Γνώριζε οπωσδήποτε, εκτός των πενθούντων αγγέλων και τον εικονογραφικό τύπο του ερωτιδέα που κρατάει όρθιος, γεμάτος θέληση, το τόξο του, προκειμένου να στοχεύει, αλλά προτίμησε την απαισιόδοξη εκδοχή του αγγέλου που αναγνωρίζει την αδυναμία του. Ήταν παραδοχή της αποτυχίας του ως καλλιτέχνη, κάποιας προσωπικής ματαίωσης; Ο Φλοξ (φιλολογικό ψευδώνυμο του Άγγελου Βλάχου, 1838-1920) θα έγραφε στον Ασμοδαίο, στις 26 Ιουλίου 1875: «ο Βρούτος ελησμόνησε τι πράγμα είναι Χάρις»…