“Αίσχος! Άμα ήτανε να το δούμε ξυρισμένο, πηγαίναμε και σε βαφτίσια…”
19/12/2021Ίσως είναι λίγο παραπλανητικός ο σημερινός τίτλος, αλλά σας πληροφορώ ότι αυτή η φράση ακουγόταν σε λαϊκά σινεμά της Θεσσαλονίκης, τον καιρό που ήμουν φοιτητής εκεί, μαζί με άλλες ασύλληπτες, αλλά λαχταριστές, φράσεις αριστοφανικού επιπέδου, θα εκτιμούσα! Και στην ουσία, ήταν τα σχόλια και τα σχολιανά της γαλαρίας του εξώστη, για κάποιες ιδιαίτερες σκηνές της ταινίας. Κι αυτό ήταν “όλα τα λεφτά”.
Εδώ και κάμποσες δεκαετίες, η μόνη λαϊκή και φτηνή διασκέδαση στην Ελλάδα, μετά τον Καραγκιόζη, ήταν ο κινηματογράφος. Κάθε πόλη με πάνω από 5.000 κατοίκους, είχε τουλάχιστον έναν μόνιμο κινηματογράφο. Η Θεσσαλονίκη είχε πολλούς, εκτός από την ερωτική αίσθηση με την οποία ήταν πάντα τυλιγμένη αυτή η πόλη, κάτι που οφειλόταν και στην πολυεθνική της ιστορία, αλλά και στα κορυφαία φαγητά της (κι όχι σαν του “σεφ” με τα ανθυγιεινά …τατουάζ), στα γλυκά της και στην ξεχωριστή διασκέδασή της.
Ήταν και η πόλη με τα πολλά αρχαία και βυζαντινά μνημεία, τις πάμπολλες εκκλησίες και τους αμέτρητους κινηματογράφους! Ο αριθμός των κινηματογράφων αυξήθηκε αισθητά από το 1960, όταν και καθιερώθηκε το γνωστό “Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης“, το οποίο εγκαινίασε τρανταχτά η Αλίκη με τη “Μανταλένα”! («Quelle decadence, mon dieu», ψιθύριζαν κάτι αρπαγμένοι εστέτ της συφοράς, στο ΝΤΟΡΕ, αργά τη νύχτα…)
Όταν, λοιπόν, φοιτούσα στο Πολυτεχνείο στη Θεσσαλονίκη, είχα την έντονη επιθυμία να επισκέπτομαι οπωσδήποτε μία φορά το μήνα και πάντα με παρέα, κάποιο λαϊκό σινεμά της πόλης, κυρίως όταν είχε ελληνικό και δακρύβρεκτο έργο. Γιατί, αυτά ήταν τα έργα που έβγαζαν ασυγκράτητα γέλια με …δάκρυα για μας, ενώ για τους άλλους έβγαζαν μόνο ασυγκράτητα δάκρυα! Έχω ακόμα στη μνήμη μου μερικούς τίτλους, όπως “Πεθαίνω κάθε ξημέρωμα”, “Άδικη κατάρα”, “Ζητιάνος μιας αγάπης”, “Η μοίρα του αθώου”, “Το παρελθόν μιας γυναίκας” κ.ά.
Και οι κιτσάτες αφίσες που τα διαφήμιζαν, ήταν συνταρακτικές με τα σχόλιά τους! Για παράδειγμα η (με το χέρι ζωγραφισμένη) έγχρωμη μεγάλη αφίσα για την ταινία “Η νεράιδα της Μάνης”, την οποία θυμάμαι πολύ καλά, έγραφε: «Η νεράιδα της Μάνης, με την Μαρλέν Παπούλια, ένα φοβερό χαστούκι στη διεφθαρμένη κοινωνία». Τη θυμάμαι τόσο καλά, γιατί την είχαμε κολλήσει μαζί με άλλες αφίσες, σε έναν τοίχο, στη “Μπουάτ 107” που τραγουδούσα, πίσω απ’ την Παναγία τη Δέξα, στην Καμάρα! Όπως καταλαβαίνετε, έχω αρκετές σπαρταριστές ιστορίες από τις επισκέψεις μου στα λαϊκά σινεμαδάκια της Σαλονίκης. Λοιπόν, βουρ στον ψιλοκομμένο λαϊκό πατσά, της 7ης τέχνης!
Και μοιρολογίστρες…
Κάποια χρονιά, μια-δυο μέρες μετά την Πρωτοχρονιά, πήγαμε σ’ έναν κινηματογράφο στη Σταυρούπολη για να δούμε ένα πολυδιαφημισμένο ελληνικό μελό. Ήταν προετοιμασμένο το πράγμα, γιατί εκείνη τη μέρα θα παραβρισκόταν στην προβολή και ο σκηνοθέτης της ταινίας. Ο αιθουσάρχης δεν είχε πού να βάλει τον κόσμο, γιατί εκτός από τη μεγάλη ζήτηση είχε φροντίσει να καλέσει μερικές μοιρολογίστρες και το πράγμα είχε διαδοθεί! Ναι, μοιρολογίστρες, αλλά, για να εξηγούμεθα, ήταν γυναίκες οι οποίες θα έβλεπαν δωρεάν την ταινία και θα είχαν και δωράκι μία σακουλίτσα στραγάλια ή σπόρια.
Θα μπήγανε, όμως, τα κλάματα και τις τσιρίδες στις πολύ λυπητερές σκηνές, όταν οι ηθοποιοί έκλαιγαν τη μοίρα τους και κυρίως όταν έκλαιγε η ημίγυμνη, αλλά προδομένη κι εγκαταλειμμένη στην αμαρτία, πρωταγωνίστρια, (λαχταριστή, κατά τα άλλα και tres kavlotik που λεν οι νταλγκαδιάρηδες Γάλλοι)! Τις είχε δασκαλέψει ο ίδιος ο αιθουσάρχης, τις μοιρολογίστρες, μάλιστα κάνανε και πρόβα σε κάποιες σκηνές απ’ την ταινία, λίγες ώρες πριν την παράσταση!
Για παράδειγμα, στην ιδιαίτερη σκηνή που η πρωταγωνίστρια γδέρνει το πρόσωπό της με τα νύχια της και βαράει το κεφάλι της στον τοίχο φωνάζοντας «δεν αντέχω, σκοτώστε με και θάψτε με σε ρεματιά δίχως παπά…», γίνηκαν δυο-τρεις πρόβες για σιγουριά. Κάποια στιγμή ο αιθουσάρχης φώναξε στον μηχανικό να βάλει εκείνη τη σκηνή που η “tres”, βαράει το κεφάλι της με τα στέφανα του γάμου. Όμως, ο άλλος δεν άκουσε καλά μέσα από το μικρό τζαμένιο παραθυράκι της προβολής και έβαλε μία άλλη σκηνή. Θύμωσε το αφεντικό και του φώναξε «Μαλάκας είσαι ρε μαλάκα; Όχι αυτή τη σκηνή! Σου είπα την άλλη, που κοπανάει τα στεφάνια στην κεφάλα της και κοιτάζει την Παναγία με το αναμμένο καντήλι…».
Όλα αυτά, τα μάθαμε εμείς από την Καλλιρρόη που έκοβε τα εισιτήρια στον κινηματογράφο και πού ήταν γκόμενα του φίλου μας του Στέφανου, τέκνο μεγάλου και γνωστού διπλωμάτη, με οικογενειακή παράδοση από το 1821, αλλά αδίστακτου τέρατος στις πλάκες. Άλλωστε, γι’ αυτό κυρίως τακιμιάσαμε! Η Καλλιρόη, την οποία αποκαλούσα «καλή ροή» λόγω… προσόντων, φρόντισε κάποια στιγμή που ήταν απών το αφεντικό, να μας περάσει (εμάς τους 4-5), στον εξώστη, όπως και επιθυμούσαμε άλλωστε.
Στον εξώστη, γιατί εκεί συνήθιζαν να πηγαίνουν τα φανταράκια, οι φτωχοί και πίσω-πίσω οι μπανιστιρτζήδες οι οποίοι αράζανε από νωρίς και φεύγανε μετά την τελευταία παράσταση, επειδή θέλανε να δούνε και να ξαναδούνε την πρωταγωνίστρια σε δράση, για να πάρουνε “υλικό” για το βραδινό χερογλύκανο! Γι’ αυτούς τους τύπους και τις δουλειές τους, θα μπορούσα να γράψω όχι μόνο ένα κείμενο, αλλά ολόκληρο βιβλίο!
Οι κοπετοί και η κόλαση της γαλαρίας…
Τέλος πάντων, έφτασε ο σκηνοθέτης μέσα σε επευφημίες, μάλιστα από τα μεγάφωνα ακουγόταν η μουσική από την ταινία “Η γέφυρα του ποταμού Κβάι”. Αυτός, πανευτυχής, χαιρετούσε σαν πολιτικός-ψώνιο και κάθισε στην πρώτη σειρά, δίπλα στον αιθουσάρχη! Άρχισε το έργο και σχεδόν σε κάθε ατάκα ακούγονταν χειροκροτήματα (ο εξώστης έδινε το σήμα…), ο δε σκηνοθέτης χωρίς να γυρίσει το κεφάλι, σήκωνε ψηλά τα χέρια με κινούμενες τις παλάμες και χαιρετούσε.
Εμείς φωνάζαμε «Άξιος, άξιος και στις Κάννες και με Όσκαρ να σε δούμε, μεγάλε…». Όταν όμως έφτασαν οι δραματικές σκηνές κι άρχισαν οι μοιρολογίστρες να σκούζουν με οιμωγές, κοπετούς, οικτισμούς, οδυρμούς, αλλά και χειρονομίες, τύπτουσαι τινές το αχανές στήθος τους με τις παλάμες, εμείς από τον εξώστη… πιάσαμε δουλειά. Αρχίσαμε να ψέλνουμε διασκευασμένα κατάλληλα, κομμάτια από τη νεκρώσιμη ακολουθία και με ισοκρατήματα περικαλώ.
Ενώ ακουγόντουσαν από τη γαλαρία κατάρες σπαρταριστές για τον πρωταγωνιστή-τέρας που είχε προκαλέσει όλη αυτή τη δυστυχία, του τύπου «Να πεθάνεις από σύφιλη, καταραμένε…», «Κακό σπυρί στον κώλο σου κι αγιάτρευτο να γίνει…». Έγινε χάος στην πλατεία από τις διαμαρτυρίες, η προβολή σταμάτησε, τα φώτα άναψαν μερικοί χειροκροτούσαν, οι μοιρολογίστρες συνέχιζαν γιατί δεν έβλεπαν το αφεντικό που τούς έκανε νοήματα να σταματήσουν, ο δε σκηνοθέτης έφυγε τρέχοντας σα να τον κυνηγούσαν…
Τι να λέω, απερίγραπτες σκηνές! Και ακριβά να πληρώσεις δεν τις βρίσκεις, άρα με τα φράγκα δεν τα κάνεις όλα, αχόρταγε εσύ! Η διακοπή κράτησε οπωσδήποτε 20 λεπτά, γεμάτα ζουμί, αλλά όταν έγινε ησυχία βαρεθήκαμε, βγήκαμε έξω, ευχαριστήσαμε την Καλλιρρόη και πήγαμε στου Γκιγκιλίνη, για το θεϊκό του ασουρέ!
Να τονίσω ότι μου άρεσε να χαζεύω τις φάτσες και το ντύσιμο των ανθρώπων έξω από τα συνοικιακά σινεμά στη Θεσσαλονίκη. Δε μπορούσα ούτε να τις χαρακτηρίσω, ούτε και να τις περιγράψω ή να τις εκτιμήσω, όπως αυτές π.χ. που έβλεπα στην Τσιμισκή, στην Αριστοτέλους, στη Μητροπόλεως, τις οποίες ένιωθα οικείες. Ήταν σα μία άλλη φυλή, οι άλλες φάτσες! Από πού ερχόντουσαν; Τι προορισμό είχαν; (Μεγάλα φιλοσοφικά ερωτήματα, καρντάσια μου, οι δε ημέτεροι φιλόσοφοι της εποχής, περί αλαμπουρνεζίκων ετύρβαζον. Άστα να πάνε εις τον διαβολώφ…).
Σε βαφτίσια…
Τα σχόλια της γαλαρίας (στα λαϊκά σινεμά, με τα δραματικά έργα για γέλια) είχαν εκχυλίζον χιούμορ! Πού να περάσεις τόσο καλά με τα κουλτουριάρικα έργα, τα βαριά σα …βαρίδια! Θα πω ένα παράδειγμα από ταινία με διάσημο και σκληρό λαϊκό πρωταγωνιστή, σε σινεμά της Τριανδρίας. Λοιπόν! Σε μια σκηνή του έργου, η πρωταγωνίστρια, έκλαιγε γοερά επειδή αναγκάστηκε να δώσει το παιδί της σε ορφανοτροφείο, αφού δεν μπορούσε να το θρέψει!
Μετά, πήγε στην γκαρσονιέρα του πρωταγωνιστή (και μπαμπά του μωρού), του κακού και αναίσθητου, τον οποίον όμως η μουρλέγκω αγαπούσε υπερβολικά και τα θυσίαζε όλα, ακόμα και το παιδάκι της! Μπαίνει στη γκαρσονιέρα με δάκρυα στα μάτια και το κεφάλι σκυφτό. Αυτός ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με τα μυτερά παπούτσια και κάπνιζε. Της λέει «Εντάξει, τα κανόνισες; Το ‘δωσες το παιδί; Δεν είπες τίποτα για μένα, ε; Αλλιώς θα σε σφάξω! Χαμήλωσε τώρα το φως, γδύσου αργά-αργά όπως μ’ αρέσει κι έλα στο κρεβάτι».
Αυτή υπάκουσε και κάποια στιγμή έμεινε όπως τη γέννησε η μάνα της, οπότε τότε φάνηκε ότι συντηρούσε κεκαρμένον εφηβαίον! Μόλις το είδε αυτό η γαλαρία… απογοητεύτηκε κι άρχισε να διαμαρτύρεται έντονα: «Αίσχος! Τι ‘ν’ αυτά; Μας κοροϊδεύετε; Τα λεφτά μας πίσω! Άμα ήταν να το δούμε ξυρισμένο πηγαίναμε και σε βαφτίσια…». Έκρηξη, στο σινεμά! Γέλια ανακατεμένα με φωνές και βρισιές… Μερικοί (δίπλα μας στον εξώστη) άρχισαν να κάνουν ότι ψέλνουν «κύριε ελέησον… ω ω ω », «αλληλούγια, αλληλούγια, έχουμε και τέτοια χούγια…» κ.ά.
Εγώ δεν κρατήθηκα και παράσυρα τους άλλους, οπότε αρχίσαμε «Όσοι εις Χριστόν εβαπτίσθητε…», «αμήν, αμήν και τα κακάρωσ’ ο ποιμήν». Και φωνές από την πλατεία «σταματήστε, να παρακολουθήσουμε το έργο…», αλλά η απάντηση ήρθε άμεσα απ’ τη γαλαρία: «Γιατί ρε; Χάλασε το μπανιστήρι;». Έγινε διακοπή της προβολής ανέβηκε το αφεντικό επάνω στον εξώστη, οπότε όλοι γίναμε όσιες παρθένες και όταν μας μίλησε άγρια ρωτώντας «Ποιοι κάνουν φασαρία;», εμείς απαντήσαμε ήρεμα «Όχι εμείς εδώ, κύριε! Κι εμάς, μας ενοχλούν αυτοί κάτω στην πλατεία… Είναι τεντιμπόηδες και να φωνάξτε την αστυνομία…». Και φυσικά συνεχίστηκε η προβολή αλλά και τα σχόλια. Να τονίσω, μάλιστα, πως αν κάποια ταινία δεν είχε πλάκα και “ρητά”, σηκωνόμαστε και φεύγαμε!
Περί “πτηνών” το ανάγνωσμα!
Σε ένα ελληνικό πορνό της κακιάς ώρας (χειρότερο κι απ’ το “πορνό” της δικτατορίας που ζούσαμε), εμφανίζεται, κάποια στιγμή βαδίζοντας σε μία πλατεία, ο φαλακρός (αλά Γιούλ Μπρίνερ) πρωταγωνιστής, ντυμένος στην τρίχα-στο καντίνι, με παλτό, καπέλο και χειρόκτια! Μόλις τον βλέπει η γαλαρία, αρχίζει να φωνάζει δυνατά τη φράση «πούν’ τα, τα πουλάκια σου», επαναλαμβάνοντάς την συνεχώς και αγνοώντας τις διαμαρτυρίες των θεατών.
Αυτοί το βιολί τους, «πούν’ τα, τα πουλάκια σου», ενώ ο ηθοποιός μπαίνει σε μία πολυκατοικία, παίρνει το ασανσέρ, ανεβαίνει σ’ έναν όροφο, ανοίγει την πόρτα του διαμερίσματός του, μπαίνει, βγάζει παλτό, καπέλο, χειρόκτια και μετά πηγαίνει στο σαλόνι, παίρνει τα κιάλια από ένα κομό, ενώ βέβαια η γαλαρία συνέχιζε με το σύνθημα. Όταν λοιπόν έφερε τα κιάλια στα μάτια του εκεί μπροστά στο παράθυρο, κοιτάζει σ’ ένα απέναντι διαμέρισμα αυτό που ήθελε, δηλαδή δύο ολόγυμνα νεαρά κορίτσια να ακκίζονται μέσα σε χάχανα… Οπότε τότε, έγινε νέκρα στη γαλαρία, για να ακουστεί καθαρά η μπάσα φωνή του πρωταγωνιστή, να λέει ηδονικά: «Να τα, τα πουλάκια μου». Χαλασμός!
Σε μία σκηνή, μάλλον από άλλη ταινία, ο ίδιος αμάλλιαγος πρωταγωνιστής, πήρε την γκόμενα με το αμάξι του και πήγανε στην εξοχή γιατί έτσι του ζήτησε αυτή. Κάποια στιγμή του λέει «Άκου, Ντίνο μου, πώς κελαηδούν τα πουλάκια!» Κι αυτός, σκληρός κι αδίστακτος: «Άσ’ τα αυτά τώρα και κοίτα να κάνεις το δικό μου πουλάκι να κελαηδήσει. Κι άντε, βγάλτο γρήγορα απ’ το κλουβί του!»…