ΘΕΜΑ

“Άκου Ντούτσε μου τα νέα” – Οι ρεμπέτες στον πόλεμο του 1940

"Άκου Ντούτσε μου τα νέα" – Οι ρεμπέτες στον πόλεμο του 1940, Πάνος Σαββόπουλος

Με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου από την φασιστική Ιταλία του “Ντούτσε”, εκτός από τα συνήθη όπλα, οι Έλληνες αμύνθηκαν ενάντια στον θρασύτατο εισβολέα και με ένα όπλο που έχουν κληρονομήσει από τον παππού μας τον Αριστοφάνη. Και εννοώ τη σάτιρα. Από τη σάτιρα δεν γλίτωσε κανένας τους…

Έτσι μετά την κήρυξη του πολέμου κυκλοφόρησαν από τους δημιουργούς του ελαφρού τραγουδιού και της επιθεώρησης, διάφορα τραγούδια με επίκαιρους στίχους και συνήθως με μελωδίες παλαιότερων τραγουδιών όπως το “Κορόιδο Μουσολίνι”, που δανείστηκε τη μελωδία του πασίγνωστου ιταλικού τραγουδιού “Regionella Campagnola”, του Eldo di Lazzaro.

Ή το “Πω πω τι έπαθε ο Μουσολίνι”, μία διασκευή της εγγλέζικης πολεμικής επιτυχίας “What a surprise for the Duche”, ή ακόμα και το “Παιδιά της Ελλάδος παιδιά”, με τη μελωδία από τη “Ζεχρά”, όπως και πολλά άλλα. Οι ρεμπέτες δημιουργοί δεν έμειναν πίσω. Σε αντίθεση με ό,τι υποστήριζαν κάποιοι άσχετοι ή εμπαθείς ή και …πονηροί περικαλώ, σχεδόν όλοι οι δημιουργοί του ρεμπέτικου έγραψαν θαυμάσια πατριωτικά κομμάτια για το έπος του ‘40.

Για παράδειγμα ο Μάρκος Βαμβακάρης ηχογράφησέ το “Μουσολίνι άλλαξε γνώμη” το οποίο έχει μεν χιούμορ, αλλά και πολλή ουσία. Έτσι, αν ακούσετε προσεκτικά τα στιχάκια του τραγουδιού, θα διαπιστώσετε ότι γίνεται ένας σαφής διαχωρισμός της άθλιας φασιστικής ηγεσίας του “Ντούτσε” από τον ιταλικό λαό που υπέφερε από το καθεστώς αυτό.

Λέει στο δεύτερο στιχάκι, για την Ιταλία, απευθυνόμενος στον “Ντούτσε”: «Την ετάραξες στην πείνα κι είναι πια ξελιγωμένη…» Και στο τρίτο: «Τα καημένα τα παιδιά της δεν τολμούν να πουν κουβέντα, τους εράψατε το στόμα συ, ο Τσιάνος και η Έλντα». Τέτοιος διαχωρισμός, καρντάσια μου, δεν γίνεται σε κανένα άλλο τραγούδι από αυτά που γράφτηκαν για το “1940”, είτε ρεμπέτικο είτε ελαφρό.

Σάτιρα με τον “Ντούτσε”

Πάντως, για το …ευχαριστώ στον Μάρκο, η αστυνομία μετά από 25 χρόνια, δεν του έδινε διαβατήριο για να πάει στην Αμερική να διδάξει σε ένα πανεπιστήμιο την τέχνη του και να παίξει για τους Έλληνες, ώστε να «κερδίσει το ψωμάκι του», όπως έλεγε. Κι ο λόγος; Γελοίος, όπως κι αυτοί οι “νεκροθάφτες” που τον επικαλέστηκαν! Επειδή, δηλαδή, στα πρώτα χρόνια της ζωής του, ο Μάρκος την έβρισκε και με λίγο μαυράκι, το οποίο ειρήσθω εν παρόδω, αναφέρεται έξη φοράς εις την “Βίβλον” με το όνομα “μανδραγόρας” (π.χ. ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ, Ζ’, 14 και ΓΕΝΕΣΗ, Λ’ 14).

Ο εκ των πολύ σημαντικών δημιουργών του ρεμπέτικου Σπύρος Περιστέρης, αν και είχε μητέρα iταλικής καταγωγής, αλλά κυρίως ως βέρος Σμυρνιός, ήταν θερμός πατριώτης κι έτσι συνέβαλε με μερικά τραγούδια του στη σάτιρα εναντίον του Μουσολίνι. Προσέξτε τα λόγια από τα τραγούδια του “Το όνειρο του Μπενίτο”  και “Την Αλβανία ξέγραψε”.

 

Το 1936 γράφτηκε η θρυλική και ιστορική “Βαρβάρα” επισήμως από τον Παναγιώτη Τούντα. Απαγορεύτηκε όμως από τον Μεταξά, γιατί όλοι κατάλαβαν ότι το τραγούδι ήταν γραμμένο για στενό συγγενικό του πρόσωπο, σεξώλης και προώλης! Αμέσως, όμως, κυκλοφόρησε άλλο τραγούδι με την ίδια μουσική και το ίδιο νόημα, αλλά με τίτλο “Η Μαρίκα η δασκάλα”, με τα “σπίτια” τα μεγάλα!

Απαγορεύτηκε κι αυτό, οπότε έγινε πεισματικά νέα έκδοση με την ίδια μελωδία και τίτλο “Μανωλιός και Δημητρούλα” (που πηγαίναν στη Γλυφάδα για “κούι-κούι”, όπως κι η Βαρβάρα). Φυσικά απαγορεύτηκε κι αυτό από το Μεταξά. Έτσι μ’ αυτό και μ’ εκείνο, φτάσαμε στον πόλεμο του ’40, οπότε κυκλοφόρησε η τέταρτη έκδοση της μουσικής της “Βαρβάρας”, με επίκαιρο όμως για την περίσταση περιεχόμενο και με τίτλο “Άκου Ντούτσε μου τα νέα”.

Τα φυλλάδια

Να σας πω και τα εξής ωραία τώρα. Τότε στον πόλεμο του ’40, αρκετοί λαϊκοί στιχουργοί τύπωναν πρόχειρα φυλλάδια με σατιρικά στιχάκια ενάντια στους εισβολείς και κυρίως στον “Ντούτσε”, τα πωλούσαν δε πάμφθηνα στον κόσμο, στοχεύοντας και στον στοιχειώδη προσπορισμό τους από αυτά.

Τα φυλλάδια ήταν απλά τετρασέλιδα και έχουν διασωθεί μερικά. Έτσι σε ένα τέτοιο διαβάζουμε: «Έστειλε τελεσίγραφο ο σιορ ο Μουσολίνι και απάντα στον Μεταξά (στο ΟΧΙ) το έδαφος σου σβήνει. Δυο ώρες μόνο σ’ άφησα και προχωρώ στη νίκη, θέλω να έμπω γρήγορα μες στη Θεσσαλονίκη». Αυτά ήταν γραμμένα σε ένα φυλλάδιο του Αθανασίου Μαλούπου, με τίτλο “Το τελεσίγραφο”.

Το φυλλάδιο κλείνει, μάλλον από σεμνότητα, με ένα στιχάκι χαρακτηριστικό, το οποίο ο Μαλούπος δανείστηκε από τον Μάρκο Βαμβακάρη και συγκεκριμένα από τον “Δερβίση” (1933). Λέει το στιχάκι του φυλλαδίου: «Εγώ δεν είμαι ποιητής τραγούδια ν’ αραδιάζω, είναι η αγανάκτησις και τα κατασκευάζω».

Ρεμπέτικα και ελαφρά

Θέλω εδώ να τονίσω τρεις σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα τραγούδια που γράφτηκαν για τον πόλεμο του ’40, αφ’ ενός μεν από τους δημιουργούς του ελαφρού τραγουδιού και της επιθεώρησης, αφ’ ετέρου δε από τους ρεμπέτες:

  • Στα ελαφρά τραγούδια το 70% περίπου έχει χιουμοριστικό περιεχόμενο και το 30% πατριωτικό. Στα ρεμπέτικα συμβαίνει το αντίθετο. Δηλαδή το 70% των ρεμπέτικων για το 1940, έχει πατριωτικό περιεχόμενο και μόνο το 30% έχει χιουμοριστικό! (Και λέγαν τους ρεμπέτες αδιάφορους κλπ).
  • Στα ελαφρά για το 1940, τα 2/3 είναι ανάπλαση παλιότερων ελαφρών τραγουδιών, κρατώντας τη μελωδία και γράφοντας επίκαιρους στίχους. Στα ρεμπέτικα οι αναπλάσεις δεν ξεπερνούν το 1/3. Δηλαδή οι ρεμπέτες έγραψαν περισσότερα επίκαιρα τραγούδια για το 1940 εκείνη τη στιγμή και πάνω στη …βράση. Και οι εμπνεύσεις, ξέρετε, σπάνια έρχονται À la carte!
  • Οι δημιουργοί του ελαφρού και της επιθεώρησης ήταν μέσα σ’ όλα τα κόλπα, των θεάτρων, του ραδιοφώνου, των εφημερίδων και των παραγωγών. Οι ρεμπέτες δημιουργοί δεν είχαν τίποτε από όλα αυτά. Κι όμως, τα τραγούδια τους διαδόθηκαν γιατί είχαν ψυχή και πατριωτισμό. Εξάλλου όλοι καταλάβαιναν ότι τα ελαφρά τραγούδια εκτός από την πατριωτική πλευρά τους, είχαν έντονα και οσμή οικονομική.

Τα ρεμπέτικα δεν είχαν οικονομική πλευρά-οσμή και μερικές φορές παίζονταν “για ένα πιάτο φασολάδα” όπως έχει πει ο Γιάννης Παπαϊωάννου στην αυτοβιογραφία του. Οι ρεμπέτες δεν είχανε… Όχι, δεν είχανε… «Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς. Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες». (Οδυσσέας Ελύτης, Άξιον Εστί, Η πορεία προς το μέτωπο).


Σας προτείνω ν’ ακούσετε μερικά ρεμπέτικα τραγούδια για το 1940, με περιεχόμενο, τόσο πατριωτικό, όσο και περιγραφικό της τότε επικαιρότητας και ανάγκης!

“Γεια σας φανταράκια μας” Μάρκος Βαμβακάρης.

“Μη σε φοβίζει ο πόλεμος” Π. Τούντας.

“Φεύγω Λενιώ” Σ. Περιστέρης-Ζ. Ιακωβίδης, με μικρή μπάντα πνευστών και κρουστών και στη συνέχεια μπαίνει λαϊκή ορχήστρα με δύο μπουζούκια και κιθάρα. Εξαιρετική περίπτωση…

“Το γράμμα του φαντάρου” Σ. Περιστέρης.

“Μας φέρθηκες μπαμπέσικα” Δ. Σέμσης.

“Ο τραυματίας” Β. Τσιτσάνης.

“Η νοσοκόμα” Γ. Παπαϊωάννου.

“Ο ανάπηρος”  Γ. Μητσάκης.

 

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι