“Κάτι ν’ αλλάξει! Μα πώς;” – Νοσταλγία και προσδοκία για το μέλλον
14/08/2019Ο τίτλος του παρόντος άρθρου είναι μια φράση της Αγγέλας Καστρινάκη από μια συνέντευξή της η οποία πραγματοποιήθηκε με αφορμή την κυκλοφορία του αφηγήματος της «Και βέβαια αλλάζει» (2014,Κίχλη). Η ηρωίδα της Ειρήνη, έφηβη στα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ζει όλες τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές με πάθος και όρεξη για ένα αισιόδοξο μέλλον. Σχεδόν πέντε χρόνια μετά, μέσω του δεύτερου άτυπου τόμου συνέχειας στο «Κάτι ν’ αλλάξει! Μα πώς;» (2019,Κίχλη), την ξανασυναντούμε φοιτήτρια στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης τα χρόνια 1979-1984 και παρατηρούμε την ωρίμανση της και τους προβληματισμούς μιας γενιάς που επιθυμούσε την «αλλαγή», αλλά δεν ξέρουμε κατά πόσο αυτή επετεύχθη.
Είναι πολύ ενδιαφέρον ότι τα δύο αφηγήματα συνοδεύονται από το παρακάτω σχόλιο λίγο πριν την έναρξη του βιβλίου: Το αφήγημα που ακολουθεί στηρίζεται σε αναμνήσεις και πραγματικό υλικό, το οποίο έχει υποστεί μυθοπλαστική επεξεργασία. Καταστάσεις, γεγονότα και σκέψεις αποδίδονται όπως συνέβησαν ή όντως θα μπορούσαν να είχαν συμβεί.
Τα πρόσωπα είναι σχεδόν όλα υπαρκτά, εμφανίζονται όμως συνήθως με παραλλαγμένα ονόματα. Πού όμως σταματά η αλήθεια και ξεκινά η μυθοπλασία; Η Καστρινάκη και το alter ego της έχουν το μοναδικό χάρισμα να συνδέουν την ατομική μαρτυρία- βίωμα με τη συλλογική συνείδηση μιας εποχής. Μπροστά από τα μάτια μας δεν περνούν μόνο οι εμπειρίες και οι απόψεις μιας κοπέλας, αλλά μέσα από την πολυφωνία που διακατέχει τα αφηγήματα παρακολουθούμε και την οπτική της ζωής άλλων χαρακτήρων, ίσως μιας ολόκληρης γενιάς.
Εντόνως πολιτικοποιημένοι νέοι, που διεκδικούν την αλλαγή νοοτροπιών σε πανεπιστημιακό επίπεδο, προβληματίζονται για τον πολιτισμό, τα γράμματα και τις τέχνες, γεύονται την ελευθερία της δημοκρατίας και ό,τι αυτή τους παρέχει όπως η διεύρυνση των οριζόντων μέσα από τη μουσική, τα διαβάσματα, τον κινηματογράφο, αλλά και θέματα που αφορούν τις σχέσεις και τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, όλα αυτά βρίσκονται συγκεντρωμένα στις σελίδες των βιβλίων που διαβάζονται απνευστί.
Διάλογος παρελθόντος-σήμερα
Άξιο αναφοράς είναι ο άτυπος διάλογος της Καστρινάκη ανάμεσα στο παρελθόν και στο σήμερα. Η γραφή της θέτει ερωτήματα, εκφράζει προσωπικούς ή συλλογικούς απολογισμούς και πάνω απ’ όλα βάζει τον αναγνώστη να σκεφτεί κριτικά, όπως κάνει και η ίδια η συγγραφέας. Είτε κάποιος ταυτιστεί με τους ήρωες, λόγω ηλικίας ή ιδεολογίας, είτε κάποιος ανακαλύψει τώρα εκείνα τα χρόνια μέσω αυτών των αφηγημάτων, μόνο κερδισμένος θα βγει. Εκφράζονται ,ηθελημένα ή μη, αλήθειες που πονάνε για μια περίοδο με πολλούς προβληματισμούς οι οποίοι απαιτούν θέληση και δύναμη να ειπωθούν από μία ακαδημαϊκό, όπως είναι η Καστρινάκη. Γι ’αυτό είναι άξια επαίνου.
Αν χαρακτηρίζονται ως μια υποκειμενική γραφή, δεν μπορώ να μην εκφράσω και εγώ τον υποκειμενικό μου ενθουσιασμό για την ανάγνωσή τους. Με μια ζωντανή γραφή που ρέει, άλλοτε με χιούμορ και μια πικρή ειρωνεία για τυχόν διαψεύσεις, μπορεί να την κατατάξει ως άξια συνεχίστρια της Ζωρζ Σαρρή και του «Ε.Π», της Άλκης Ζέη και του «Με μολύβι φάμπερ νούμερο δύο» αλλά και της Μάρως Δούκα με την «Αρχαία Σκουριά».
Δεν γνωρίζω αν υπάρχουν παρόμοια έργα που να αφορούν την περίοδο, αλλά το μόνο σίγουρο είναι ότι σε κινητοποιούν να αναζητήσεις περισσότερες πληροφορίες για την εποχή. Μήπως είναι επίκαιρα αναγνώσματα; Το μόνο σίγουρο είναι ότι είναι βιβλία για ανθρώπους που θέλουν να βλέπουν και όχι απλά να κοιτούν.