“Οσάκις οι ντερβίσηδες καλά μαστουρωμένοι…” – Οι τεκέδες στο Μεσοπόλεμο
27/04/2023Ο τεκές είναι ένας όρος ο οποίος αναφέρεται στα μέρη όπου συναθροίζονταν οι δερβίσηδες. Στους τεκέδες υπήρχαν κελιά φιλοξενίας. όπου τα τάγματα Σούφι μπορούσαν να ζουν και να προσεύχονται με σκοπό την ολοκλήρωση του πνευματικού τους οράματος. Ο όρος προέρχεται από την τουρκική λέξη tekke, η οποία είναι απόδοση της αραβικής λέξης τακίγια, η οποία μεταφράζεται ως «μέρος για υποστήριξη» ή «μέρος για ξεκούραση».
Στην Ελλάδα η λέξη τεκές χρησιμοποιείται και για να περιγράψει τα χασισοποτεία, αλλά και γενικά χώρους γεμάτους με καπνό από τσιγάρο. Στα ρεμπέτικα τραγούδια γίνεται συχνή αναφορά σε τεκέδες, καταγώγια που σύχναζαν χασισοπότες:
«Έπρεπε να ‘ρχόσουνα
μάγκα μέσ’ στο τεκέ μας
και ν’ άκουσες το μπαγλαμά
και τις διπλοπενιές μας»
Αυτό τραγούδαγε ο Μάρκος Βαμβακάρης, στην πρώτη του ηχογράφηση –πρώτη ιστορικά ηχογράφηση τραγουδιού με μπουζούκι στην Ελλάδα (1933) – με τον τίτλο “Καραντουζένι”. Και στο άλλο του τραγούδι, με τίτλο “Αλανιάρης”, βάζει και τον δερβίση μέσ’ στον τεκέ, ως αρμόζει άλλωστε από τους συνειρμούς που γεννά η λέξη:
«Κάντονε, ντερβισόμαγκα, τον αργιλέ να τρίζει
και με φωτιές του θυμαριού, να πιω και να σφυρίζει»
Τεκέδες και Μάρκος Βαμβακάρης
Στην αυτοβιογραφία του, που κατέγραψε η Αγγελική Βέλλου-Κάιλ, περιγράφει, χωρίς φτιασίδια, την εμπειρία του από την πρώτη του επίσκεψή σε τεκέ: «Η πρώτη φορά που βρέθηκα στον τεκέ και πού έκρινε τη ζωή μου. Βρέθηκα σε μια παρέα με φίλους, στα Αθάνατα του Αι Γιωργιού, πλάι στην Ανάσταση, ο ένας ο Αντώνης ο αραμπατζής, ο άλλος ο Μήτσος ο καραβομαραγκός, ο άλλος ο Βασίλης ο κουλός, λιμενεργάτης. Αυτοί ήταν μεγάλοι σαράντα, τριάντα πέντε χρονών, χασικλήδες. Πήγαν στον τεκέ και με πήραν μαζί τους. Αυτοί με πήραν στο λαιμό τους και μου έδωσαν το πρώτο μαύρο».
Στα ίσα ναργιλέ. Για πρώτη φορά είχα πολύ ζαλιστεί, βούρκωσαν τα μάτια μου, αρχίνισα τον εμετό, έβηχα πάρα πολύ κι ένιωσα σα να γύριζε ο κόσμος σβούρα. Ήταν αδύνατο να κουνηθώ απ’ τη θέση μου. Μου χύνανε νερό να συνέλθω, μου δίνανε λεμόνι ξυνό να φάω. Ήμουνα δεκαεφτά δεκαοχτώ χρονώ. […] Πέρναγε ο καιρός με τη μαστούρα και αργά ο καθένας πήγαινε για το σπίτι του, και το πρωί πάλι στη δουλειά.»
Ένα απέραντο ….χασισοποτείο ήταν η περιοχή στον Πειραιά, από το Χατζηκυριάκειο μέχρι τα Ταμπούρια και τη Δραπετσώνα, ως τα τέλη της δεκαετίας του 1930. Λειτουργούσαν τουλάχιστον τριάντα τεκέδες! Την ίδια εποχή, σε διάφορες συνοικίες της Αθήνας λειτουργούσαν 18 τουλάχιστον χασισοποτεία. Στον δε συνοικισμό Νεάπολη της Θεσσαλονίκης γύρω στα 15 και τρία ακόμη βρίσκονταν στη συνοικία Χαριλάου.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 οι συνθήκες διαβίωσης για το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού πληθυσμού ήταν δύσκολες και τα κατώτερα αστικά στρώματα των πόλεων, μαζί με τους εργάτες και τους πρόσφυγες, συχνά επιβίωναν χάρη στα δημοτικά συσσίτια. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες ανθεί η χασισοποσία στη μεσοπολεμική Ελλάδα.
Καφενεία με “μαύρο”
Καφενεία που πωλούν «καραμέλες, σοκολάτες, ζαχαρωτά και λοιπά», ή άλλα που –όπως αναφέρει κάποια εφημερίδα– αναγράφουν σε ξεχωριστή πινακίδα δίπλα στο τζάμι ότι «προσφέρεται και καφές», αν και στην πρόσοψη υπάρχει τεράστια ταμπέλα που γράφει “ΚΑΦΕΝΕΙΟΝ”, ενημερώνουν συνωμοτικά για το διαθέσιμο μαυράκι και βρίσκονται σε κάθε γειτονιά.
Ο Γιώργος Μπάτης είχε ένα μικρό καφενεδάκι στην πλατεία Καραϊσκάκη, στα τότε Λεμονάδικα. Εκεί είχε πολλά χρηστικά εργαλεία για τις φούμες των πελατών του, που κάποτε, όταν του κάνανε “ντου”, για τη μεταφορά τους στην Ασφάλεια χρειάστηκε χειράμαξο. Μάλιστα, ο Αιμίλιος Σαββίδης, είχε γράψει και σατιρικό τραγούδι για την περίσταση, που μελοποίησε ο Γιώργος Ροβερτάκης, με τον τίτλο: “Επιάσανε τον Μπάτη”.
Το καφενείο είχε δύο πόρτες προς το εσωτερικό δρομάκι και ανάμεσα του υπήρχε ένα χώρισμα που δημιουργούσε δύο μικρούς χώρους. Ο ένας έδινε την όψη κανονικού καφενείου. Στον άλλο, μέσα, υπήρχαν τα σύνεργα του χασίς και από μια μικρή τρύπα ενός ρόζου πέρναγε το μαρκούτσι του ναργιλέ προς τον χώρο του κανονικού καφενείου, απ’ όπου φουμαίρναν εκ περιτροπής και στην περίπτωση κινδύνου τραβούσαν από μέσα το μαρκούτσι.
Λέγεται πως κάποια φορά ένας αστυφύλακας μπήκε στο καφενεδάκι αιφνιδιαστικά, και το μεν μαρκούτσι τραβήχτηκε από τον παραγιό, που ήταν στον διπλανό χώρο και δεν έγινε αντιληπτό, αλλά ο Μπάτης κατελήφθη με το στόμα γεμάτο ντουμάνι, κλειστό όμως. Στην παρατήρηση του αστυφύλακα γιατί κρατάει το στόμα του κλειστό, ο Μπάτης το άνοιξε, βγάζοντας καπνούς ρυθμικά και κάπως τελετουργικά, συνιστώντας να μην τον απασχολούν γιατί είναι φακίρης και αυτά είναι κόλπα φακίρικα!
Έφοδος αστυνομικών
Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή σε τοπική εφημερίδα του Πειραιά της εφόδου αστυνομικών σε έναν άλλον τεκέ: «Ο Φάνης, ο ιδιοκτήτης του καταγωγίου, τρίβει τα μάτια του, χαμογελάει, μας κάνει διάφορες ρεβεράντσες και μας γλυκομιλάει: Καλώς τα παλικάρια. Πώς από στο τσαρδί μας; Οι άλλοι, οι μαστούρηδες, μορφάζουνε απελπιστικά από ικανοποίηση για την φιλική μας προσέγγιση. Ο ένας μάλιστα απ’ αυτούς μας δείχνει δύο σκαμνιά και μας καλεί να κάτσουμε ενώ τραγουδάει τη συνοδεία ενός μπαγλαμά: “Πού θα βρούμε, πού θα βρούμε
ναργιλέ για να την πιούμε”…»
Ο επικεφαλής αστυνομικός, μετά τις φιλικές διαχύσεις, ζητάει τον λουλά. Αυτός όμως έχει εξαφανιστεί ως δια μαγείας και όλοι σταυροκοπιούνται, ότι απόψε δεν τον άναψαν. Παρ’ όλες τις επιμονές του, εκείνοι αρνούνται πάντοτε. Όταν δε τους ρώτησε: “Μα, καλά, βρωμάει χασίσι όλη η χαμοκέλα σας”, ο Φάνης με περίφημη επιτήδευση λέγει: “Τι λες, κυρ-Παναγή μου. Λιβάνισα το εικόνισμα μια κι είναι της χάρης της σήμερα, της Αγίας Μαρίνας”…
Να τονισθεί εδώ, πως μέσα στον τεκέ, αν δεν έβρισκαν το λουλά να καπνίζει δεν υπήρχε βεβαιωμένη παράβαση. Έπρεπε να βρεθούν τα πειστήρια της παρανομίας. Όποτε, όμως, πιάνανε τους ναργιλέδες και τους χασικλήδες, τους οδηγούσαν στο τμήμα, με τα πόδια, στη σειρά, σαν τρόπαια, κάτω από τα απορημένα βλέμματα των περαστικών.
Σύστημα της επαγρύπνησης
Ο ποιητής Ναπολέων Λαπαθιώτης, μόνιμος θαμώνας των καταγωγίων, περιγράφει γλαφυρά το πώς ήταν οργανωμένο το σύστημα της επαγρύπνησης, ώστε να αποφεύγονται τα δυσάρεστα απρόοπτα και τα κακά συναπαντήματα:
«Οσάκις οι “ντερβίσηδες”, καλά μαστουρωμένοι”,
την “τσίκα” τους φουμέρνοντας, στο “μάπαν” έχουνε κάτσει,
συνήθως ένας απ΄ αυτούς, “χαρμάνι” πάντα, μένει,
απ΄ όξω, και παραφυλά μην τους “μπλοκάρουν μπάτσοι”
και βολτετζάρει, σα σκοπός εκεί, σιμά στις γρίλλιες:
αυτό, στη γλώσσαν την argot, καλείται κοινώς: “τσίλλιες”».
Κλείνοντας αυτό το σύντομο σημείωμα θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ποινικοποίηση της ινδικής κάνναβης στην Ελλάδα δεν ήταν ούτε γραμμική, ούτε ομοιογενής. Η δημόσια χρήση απαγορεύτηκε σχετικά πρώιμα και χωρίς μεγάλη επιτυχία, ενώ μέχρι τα μέσα τις δεκαετίας του ’30 ο χρήστης ινδικής κάνναβης αντιμετωπιζόταν πιο επιεικώς από τον χρήστη άλλων ουσιών, ανάλογα με το πώς αξιολογούνταν η κατανάλωση και ο τρόπος ζωής του.
Το εμπόριο επέσυρε μεν αυστηρότερες ποινές, αλλά άργησε να απαγορευτεί σε σχέση με τη χρήση. Η καλλιέργεια, τέλος, προτού απαγορευτεί το 1920, αντιμετωπίστηκε από το ελληνικό Κράτος ως πρόσοδος και φορολογήθηκε, όπως ένα οποιοδήποτε άλλο αγροτικό προϊόν. Αυτά τα ολίγα σκόρπια στοιχεία για ένα θέμα που θέλει τόμους βιβλιογραφίας και ντάνες εγγράφων, χρόνο πολύ και επιστημονική γνώση για να αποτυπωθεί σε όλη του την έκταση. Κι εγώ ούτε επιστήμονας είμαι ούτε χρόνο έχω. Απλά, το ψάχνω….
Πηγές:
“Χασισοποτεία στην Ελλάδα”, Φώτης Παπαδόπουλος, zenithmag.wordpress.com/
“Οι τεκέδες από τη Δραπετσώνα ως τον Πειραιά” – Βασίλης Κουτουζής, koutouzis.gr/
Περιοδικό “Λέξη”
“Η κάνναβη στην Ελλάδα”, Κώστας Γκοτσίνας