“Πόλεμος και Πόλεμος” – Πολιτισμός και Τρέλα
17/08/2020«Τώρα, λίγο με νοιάζει αν θα πεθάνω, είπε ο Κόριμ, κι ύστερα, μετά από μακρά παύση, έδειξε ένα πλημμυρισμένο λατομείο: είναι κύκνοι αυτοί εκεί κάτω;». Αυτή είναι η πρώτη περίοδος-παράγραφος του “Πόλεμος και Πόλεμος”, που εκδόθηκε στα ουγγρικά το 1999 και μεταφράστηκε στη γλώσσα μας δια χειρός Ιωάννας Αβραμίδου το 2015. Έκτοτε έχουν μεταφερθεί στα ελληνικά τρία ακόμα μυθιστορήματα του Λάσλο Κρασναχορκάι (“Η Μελαγχολία της Αντίστασης”, “Το Τανγκό του Σατανά”, “Ο Σέιομπο πέρασε από εκεί κάτω”) και ετοιμάζεται το πέμπτο, “Η επιστροφή του Βαρόνου Βένχαϊμ”.
Ο Λάσλο Κρασναχορκάι γεννήθηκε το 1952 στην Ουγγαρία. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Ούγγρους —κι όχι μόνο— συγγραφείς, θιασώτης μιας απαιτητικής λογοτεχνικής παράδοσης που ανταμείβει τον προσεκτικό αναγνώστη. Το “Πόλεμος και Πόλεμος” βραβεύτηκε το 2015 με το Man Booker International Prize. Πολλοί είναι εκείνοι που πιστεύουν ότι σύντομα θα βραβευθεί με το Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Η αρχή του μυθιστορήματος βρίσκει τον Γκιόργκι Κόριμ, παραληρηματικό καφκικό αρχειοθέτη και πρωταγωνιστή του “Πόλεμος και Πόλεμος”, στην πεζογέφυρα μιας μικρής ουγγρικής πόλης, περικυκλωμένο από μια παιδική συμμορία που διακόπτει το “μεγάλο ταξίδι” του, απειλώντας να τον ληστέψει. Αιτία του ταξιδιού του υπήρξε η ανακάλυψη —στα αρχεία της πόλης όπου εργάζεται— ενός κατ’ εκείνον συγκλονιστικής ποιητικής ομορφιάς χειρογράφου.
Εκεί εξιστορείται ο αγώνας τεσσάρων συντρόφων να επιστρέψουν στην πατρίδα τους, να ξεφύγουν από τη βία του ισοπεδωτικού πολέμου του οποίου μετείχαν. Διαβάζοντάς το, ο Κόριμ, αποφάσισε να θέσει ως αποστολή του το να μεταδώσει σ’ όλον τον κόσμο το μήνυμα του έργου και —κατ’ εκείνον πάντα— ο μόνος τρόπος να το καταφέρει αυτό είναι ταξιδεύοντας στη Νέα Υόρκη, που είναι μια “Νέα Ρώμη” και το “κέντρο του κόσμου”.
Το καταφύγιο
Στρέφεται στην αισθητική αλήθεια ενός λογοτεχνήματος γιατί «απέκτησε τη βασικά, και μοιραία για τον ίδιο, γνώση ότι η Ιστορία ήταν, αν όχι η πιο πικρή, τουλάχιστον η πιο διασκεδαστική απόδειξη πως δεν υπάρχει δυνατότητα πρόσβασης στην αλήθεια». Ο αναγνώστης ακολουθεί τον μάλλον μανιοκαταθλιπτικό —μεταξύ άλλων— Κόριμ σε όλη αυτή τη διαδρομή. Παρακολουθεί έναν άνθρωπο του οποίου οι προσεκτικά δομημένες βεβαιότητες ξάφνου καταρρέουν και αναγκάζεται να βρει καταφύγιο σε μιαν αποστολή που βαφτίζει νόημα της ύπαρξής του, προσδίδοντας στο λογοτέχνημα των τεσσάρων στρατιωτών χαρακτηριστικά ιερού κειμένου.
Όπως επισημαίνει κι ο σημαντικός συγγραφέας W.G. Sebald (λανθασμένα γραμμένος ως W.B. Sebald στο οπισθόφυλλο της έκδοσης) η γραφή του Κρασναχορκάι «ξεπερνά κατά πολύ όλες τις ήσσονος σημασίας ανησυχίες της σύγχρονης γραφής».
Μερικά Χαρακτηριστικά
Η εναρκτήρια φράση χαρακτηρίστηκε προηγουμένως ως περίοδος-παράγραφος, γιατί το έργο —και άλλα σύγχρονα, αλλά και παλαιότερα, όπως ο “Οδυσσέας” του Τζόυς— είναι γραμμένο σε τεράστιες περιόδους λόγου, οι οποίες συνήθως καλύπτουν αρκετές σελίδες τη φορά, δίχως να σπάνε σε παραγράφους και δίχως τελείες. Κυρίαρχο σημείο στίξης είναι το κόμμα, μία στυλιστική που την εφαρμόζει και στα άλλα έργα του.
Ο Κρασναχορκάι δομεί μια λαχανιαστή αφήγηση, η οποία σε συνδυασμό με τον αναξιόπιστο αφηγητή και τις στρατηγικά τοποθετημένες επαναλήψεις του, εκπέμπει μιαν αίσθηση εμμονής και κλειστοφοβίας. Ο αναγνώστης εγκλωβίζεται —χωρίς να έχει το προνόμιο να χαθεί— στις νοητικές διεργασίες του αναξιόπιστου και παρανοϊκού πρωταγωνιστή.
Μιλάμε για έναν άνθρωπο που «έχει καρφωμένο το βλέμμα του στο Exit, μόνο στο Exit, στις πινακίδες που έδειχναν τη λέξη Exit, τίποτε άλλο, αλλιώς θα χανόταν, ναι, εκεί […], κάτι που, στην πραγματικότητα, δεν ενοχλούσε κανέναν, ποιος νοιαζόταν για το αν μιλά μόνος του;», τόσο απορροφημένου, λοιπόν, στις σκέψεις του που ο αναγνώστης δύσκολα τον λογαριάζει ως συντροφιά, αφ’ ης στιγμής «στην τελική, τώρα που το ξανασκεφτόταν, είχε παραμείνει πολύ ‘κοντά’ σε έναν αρκετά μεγάλο αριθμό ανθρώπων, αν και με την πιο απόμακρη έννοια του όρου».
Ένα απόσπασμα
«Δεν ήταν πια απολύτως τίποτε, δεν είχε στην κατοχή το πλέον τίποτε, ούτε καν ένα μέρος όπου, πώς να το πει, να στοιβάξει όλα όσα είχε χάσει, κανένα μέσον για να ενταφιάσει τις προσωπικές του αναμνήσεις, εφόσον όλα είχαν βουλιάξει δίχως να αφήσουν ίχνη, όσο δε για την πίστη του σε μια ανώτερη δύναμη, τόσο ριζωμένη άλλοτε μέσα του, είχε παρασυρθεί κι αυτή από το πελώριο κύμα που καταπόντισε την Ατλαντίδα, με λίγα λόγια, είπε, ένιωθε, ήξερε, ότι είχε φτάσει για κείνον ο καιρός των εξομολογήσεων, αλλά ήταν ανίκανος να μιλήσει».
László Krasznahorkai
Πόλεμος και Πόλεμος
Μτφρ. Ιωάννα Αβραμίδου
Εκδ. Πόλις, σελ. 384