ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

“Στη νύχτα πρέπει να πας με λεωφορείο ΚΤΕΛ” – Συνέντευξη του Θάνου Αλεξανδρή

"Στη νύχτα πρέπει να πας με λεωφορείο ΚΤΕΛ" – Συνέντευξη του Θάνου Αλεξανδρή, Νίκος Μητρογιαννόπουλος

Στο πρώτο επεισόδιο της σειράς “Αυτή η νύχτα μένει” μια τραγουδίστρια, η Διαμάντω, στα καμαρίνια ρίχνει τα χαρτιά. Την ρωτάει η διπλανή της: «Διαβάζεις τα χαρτιά;». Και η Διαμάντω απαντάει «εκείνα με διαβάζουν». Το ίδιο ακριβώς θα μπορούσα να πω για τον Θάνο Αλεξανδρή: Δεν διαβάζω τα βιβλία του, εκείνα με διαβάζουν. Ο Θάνος Αλεξανδρής, με ένα βιογραφικό βαρύ σαν πολιτεία και μια καρδιά ανάλαφρη, όπως το αεράκι στο πρόσωπο, όταν βγαίνεις από ένα μπουζουξίδικο γεμάτο καπνούς, έδωσε το δικαίωμα σε έναν κόσμο που αποσιωπήθηκε, επικρίθηκε, λοιδορήθηκε, λογοκρίθηκε και τελικά εξαφανίστηκε να αφηγηθεί την ιστορία του.

Τον θεωρώ ορόσημο με την ίδια λογική που θεωρώ ορόσημο κάθε προσπάθεια που συνέτεινε στην αναγνώριση του ρεμπέτικου. Ο Θάνος Αλεξανδρής, ηθοποιός, συγγραφέας, συνεργάτης τηλεοπτικών σταθμών, περιοδικών και φυσικά καλλιτέχνης της νύχτας στην παραμεθόριο, με μόνιμο τόπο διαμονής τη Νέα Αρτάκη, είναι ένα ταλαντούχο, ευγενικό και γενναιόδωρο πλάσμα που τόλμησε.

H συνέντευξη με τον Θάνο Αλεξανδρή

Θάνο, δυο χρόνια μετά την εμφάνιση του κορονοϊού, πώς ήταν αυτό το διάστημα; Πού βρισκόσουν; Πως το αντιμετώπισες;

«Ήταν ακριβώς ολόιδιο, με αυτό που ζούσα σχεδόν είκοσι χρόνια και οι φίλοι απορούσαν με τις αντοχές μου. Η διαφορά τώρα πια είναι, ενώ παλιά έσκαγα απ’ τη ζήλεια μου, γιατί τα βρωμόσκυλα οι φίλοι αλυχτούσαν σε αλητείες, με την αλλαγή βάλανε πυζαμούλες και κάθε Σάββατο γλεντοκοπούσαν με τους ίδιους και τους ίδιους καλεσμένους στις τηλεοπτικές εκπομπές. Πέρα απ’ το χιούμορ, εγώ είχα ήδη εξοικειωθεί με αυτές τις συνθήκες διαβίωσης στα χρόνια της απομόνωσης, γιατί όφειλα λόγω προβλημάτων να είμαι κοντά στους γονείς μου ζώντας μοναστική ζωή και επομένως η έναρξη της πανδημίας ήταν μια συνέχεια της συνειδητά δικής μου αποξένωσης απ’ τον υπόλοιπο κόσμο».

Θάνος Αλεξανδρής-Μανώλης Χαπούπης στο κέντρο διασκεδάσεως "Λυχνάρι" στα Χανιά, αρχές της δεκαετίας του 1980 (η φωτό από το προσωπικό αρχείο του Θάνου Αλεξανδρή).

Είχες μια πολύχρονη φιλική σχέση με την Μαλβίνα Κάραλη. Στη στάση σου απέναντι στα σκυλάδικα σε επηρέασε η Μαλβίνα, ή έγινε το αντίθετο;

«Η εγκάρδια φιλία με Μαλβίνα, αριθμεί πολλά χρόνια, σχεδόν μια ζωή, γιατί, όταν την πρωτογνώρισα, δεν ήμουνα ούτε καν δεκατεσσάρων. Θα ήταν υπερβολή ωστόσο να με ξεναγήσει σ’ αυτούς τους παραβατικούς χώρους, όταν οι διαδρομές της με τον διάσημο σκηνογράφο και σύζυγο Γιώργο Πάτσα ήταν από Επίδαυρο σε Ηρώδειο και από Εδιμβούργο κατευθείαν στο φεστιβάλ Των Εθνών. Μόνος ανακάλυψα τη μαγεία τους και, όταν αφέθηκα άνευ όρων στις επιταγές της νύχτας, έστελνα ρεπορτάζ εξάπτοντας την φαντασία της. Όταν εξέφρασε την επιθυμία να γίνει μια χορεύτρια του μπαλέτου, την απέτρεψα, γιατί το σκυλάδικο δεν είναι λογοτεχνία. “Αν ξαναγυρνούσα, θα΄θελα να είμαι αρτίστα σε σκυλάδικο της επαρχίας και για πάρτη μου τα αρσενικά να κατεδαφίζουν κτίσματα, όπως ακριβώς περιγράφεις στο βιβλίο σου”, μου έλεγε συχνά».

Μια άλλη γυναίκα που έχει παίξει ρόλο στην πορεία σου, είναι η Σεμίνα Διγενή.

«Έχω συνεργαστεί υπέροχα με την Σεμίνα Διγενή, έχουμε περάσει εξαιρετικές στιγμές και στη δουλειά αλλά και στην προσωπική μας ζωή, και, σημειωτέον, ήταν η αγαπημένη της μαμάς… Αυτό που εκτίμησα ήταν πως είχα να κάνω με μια γενναιόδωρη σταρ, η οποία διεκδικούσε με πάθος τα δικαιώματα των συνεργατών της, ενώ υπήρξαν φορές που πήγε κόντρα στ΄αφεντικά, προκαλώντας τη μήνη τους».

Το βιβλίο σήμα κατατεθέν του Αλεξανδρή

Το βιβλίο που αποτελεί σήμα κατατεθέν για σένα είναι αναπόφευκτα το “Αυτή η νύχτα μένει”, με τελευταίο σταθμό του το ομώνυμο σήριαλ στον ALPHA, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Φιλιώτου. Τι είναι εκείνο ενδεχομένως που σου λείπει, όταν το βλέπεις, και τι είναι εκείνο που σε ενθουσιάζει;

«Θα μιλήσω για τον ALPHA , όπου έζησα κάτι ανέλπιστο, κάτι εκρηκτικό… Να πω θριαμβευτικό; Θα το πω… Έχουμε πρεμιέρα και με τις πρώτες εικόνες κτυπάνε τηλέφωνα, μηνύματα στο messenger, sms αγάπης και γενικά ζω, ειλικρινά συγκινούμαι που το λέω, μια κατάσταση, που θύμιζε εποχή καλής Γιουροβίζιον. Επικοινωνούν από όλη την περιφέρεια τραγουδιστές, αφεντικά, παλιοί μπράβοι, παράνομοι και ημιπαράνομοι, δηλαδή το αγαπημένο μου κοινό, και εκφράζουν την αγάπη τους.

Για μένα αυτή είναι η αμοιβή μου και άσε τα διάφορα ελάχιστα σημερινά τρολ που δόλια αποκρύπτουν το όνομα μου. Είμαστε στα πρώτα επεισόδια και είμαι ενθουσιασμένος, γιατί ο σταθμός λάτρεψε το βιβλίο, όμως δεν έχει την ελευθερία να χρησιμοποιήσει βωμολοχίες, οι οποίες ως γνωστόν σαγηνεύουν το κοινό. Κατά γενική ομολογία πάντως, η επιλογή όλων των συντελεστών της τηλεοπτικής σειράς είναι εξαιρετική. Η σκηνοθέτις Κατερίνα Φιλιώτου με φοβερές δουλειές στο βιογραφικό της, το εκπληκτικό δίδυμο σεναριογράφων Γιάννα Κανελλοπούλου και Γιώργος Μακρής και ένας θίασος υπερταλαντούχων πρωταγωνιστών του θεάτρου, που πρώτη φορά συναντάμε σε σήριαλ».

Από την ταινία του Παναγιωτόπουλου;

«Θα σου απαντήσω με τα λόγια του κορυφαίου συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα, ο οποίος είχε έρθει παρέα με τον Γιώργο Χρονά στην πρεμιέρα της ταινίας:Αν η ταινία βασιζόταν μόνο στο βιβλίο και όλη η μυθοπλασία στηριζόταν σε ερωτικά δράματα μέσα από τον χώρο του σκυλάδικου, θα μπορούσε να γίνει ένα “Ποτέ την Κυριακή” Νούμερο 2 και να τρελάνει τους Αμερικάνους”. Τι έλειπε για μένα από την ταινία; Φίλος ρώτησε να του πω με μια λέξη, ποια είναι η κεντρική ιδέα του βιβλίου και απάντησα “Καύλα”! Να, αυτό έλειπε…».

Με την μεταφορά του στο θέατρο, το 2016, σε σκηνοθεσία Κίρκης Καραλή-και με την δική σου συμμετοχή εδώ- η εντύπωση ήταν η ίδια;

«Η συνεργασία με την Κίρκη ήταν ανέλπιστα γοητευτική, οι αναμνήσεις χωρίς υπερβολή μαγικές και η πρόσκλησή της να γίνει το βιβλίο θεατρική παράσταση, ήταν ο λόγος που επανήλθα στην Αθήνα μετά από 16 χρόνια. Ήταν δική της πρόταση και απαράβατος όρος, να παίξω εγώ, τον εαυτό μου μαζί με τον Ρένο Ρώτα, ο οποίος με υποδυόταν σε νεαρή ηλικία. Μακάρι να ανεβάσει πάλι την παράσταση η Κίρκη, ξέρω πως το θέλει πολύ και η ίδια, γιατί συμμετέχοντας τότε σε εκείνο το θεατρικό εγχείρημα έζησα πάνω στην σκηνή άκρως συγκινητικές στιγμές, που θα μείνουν χαραγμένες για πάντα στην ψυχή μου».

Η πτώση των σκυλάδικων

Πού πιστεύεις, πως οφείλεται η πτώση των σκυλάδικων;

«Με την κατάρρευση του σοσιαλισμού, ήδη άρχισα να διαισθάνομαι, πως θα αρχίσει η φθορά, όταν έβλεπα να επελαύνουν στα χωριά δίμετρες Ουκρανέζες έτοιμες για όλα. Σε κάποια έκδοση του βιβλίου μου έγραψα πως στον εικοστό πρώτο αιώνα, οι διανοούμενοι θα τα αποθεώσουν και θα αποτελέσουν αντικείμενο μελέτης για κοινωνιολόγους και φοιτητές. Πέραν της κρίσης, για την εξαφάνιση ευθύνεται και η αλλαγή ηλικιακά του κοινού, που πλέον είναι πιτσιρίκια με δέκα γκόμενες ο καθένας και σίγουρα δεν καίνε μαγαζιά για τα μάτια μιας μεσόκοπης, όπως έκανε ο πατέρας τους. Τότε οι τραγουδίστριες προκαλούσαν με τις εκκεντρικές τους εμφανίσεις, όμως τώρα τα κορίτσια της διπλανής πόρτας ντύνονται πιο Φουρέϊρες απ’ την Φουρέϊρα και συμπεριφέρονται σαν βασίλισσες της πίστας».

"Ελυζέ" Λευκωσίας, αρχές του ’80, προσκεκλημένος από τον ιδιοκτήτη της κυπριακής μπύρας "Carlsberg" για τρεις εμφανίσεις και μετά «μας άρπαξαν τα μαγαζιά της Μεγαλονήσου». Εδώ όλοι μαζί στο τουριστικό σουξέ "Play bouzuki" (η φωτό από το προσωπικό αρχείο του Θάνου Αλεξανδρή).

Έχεις γράψει κάτι, που το βρίσκω εξαιρετικό, ότι τα σκυλάδικα είναι χώροι μαγείας, γιατί οι άνθρωποι επιδιώκουν να μεταμορφωθούν και να υπερβούν τον εαυτό τους. Σήμερα επιδιώκουμε κάτι τέτοιο;

«Οι χώροι ήταν υπερβατικοί, γιατί προσπαθώντας να ξεφύγουν απ’ την άχαρη ζωή τους, και ενώ το χρήμα από τις επιδοτήσεις έρεε άφθονο, συμπεριφέρονταν σαν άρχοντες που τους ανήκει η νύχτα και μαζί και συ. Σήμερα συμβαίνει μόνο αυτό, χωρίς να έχουν ούτε ένα ευρώ. Μια μαντάμ Σουσού κυριαρχεί παντού και όλοι ντύνονται, συμπεριφέρονται και ποζάρουν, σαν να έχουν την δική τους πρεμιέρα στο “ΠΟΣΕΙΔΩΝΙΟ”».

Θα ήθελα –ως φόρο τιμής στους άγνωστους της νύχτας- να θυμηθείς ονόματα που συνάντησες πρώτη φορά στην επαρχία και θεωρείς σπουδαίες φωνές, είτε έκαναν καριέρα είτε όχι.

«Γιάννης Λέκκας, Μάριος Βεάνος, Άννα και Υβόννη Βασαλάκη, Μπέτυ Βενέτη, Τζίμης Αλεξίου, Κατερίνα Νικολάου, Βιβή Δημητρίου, Νίκος Βολιώτης, Ελένη Τσέτη, φωνάρες που κυριαρχούσαν και αν τους άκουγες σήμερα, θα ήθελες να κάνεις ευθανασία σ’ αυτά που βασιλεύουν και αρπάζουν όλα τα πακέτα».

 

Περιοδεία για το “Καμπαρέ”

Στις περιοδείες στην επαρχία, το βασικό σόου ήταν η μεταφορά του “Καμπαρέ”. Μ’ αυτό συνέχισες όλα τα χρόνια;

«Νομίζεις ήταν εύκολο να βρεθεί μιούζικαλ που να έχει το σουξέ του “Καμπαρέ”; Ευλογημένο το Χόλυγουντ, ο συνθέτης και το Λιζάκι, γιατί με το συγκεκριμένο πήρα το μισό μου σπίτι. Το άλλο μισό το πήρα με το “Τι πουρό τι καγκουρό” και επομένως ευλογημένος να είναι και ο Καραλής που το ενεπνεύσθη, επιλέχτηκε από μένα, σημείωσε τεράστια επιτυχία και δεν αντικαταστάθηκε ποτέ. Το κόνσεπτ ήταν απλό: τα κορίτσια κάθονταν στις καρέκλες, σήκωναν ψηλά και ανοιγόκλειναν τα πόδια τους και όταν έλεγα την ατάκα: “τα κορίτσια μας είναι μία μία χωριστά παρθένες” οι θαμώνες καίγανε το μαγαζί. Άντε τώρα εσύ αν είσαι λογικός, να πας να αντικαταστήσεις αυτόν τον θησαυρό. Και πες ότι το κάνεις. Τι θα βάλεις στη θέση του; Το μιούζικαλ οι “ΓΑΤΕΣ” και θα τις εμφανίσεις στην πίστα με μουστάκια; Θα μας έκαναν όλους μαύρους στο ξύλο».

Πόσα χρόνια κράτησαν οι διαδρομές με τα ΚΤΕΛ στην επαρχία;

«Δεν φαντάζεσαι πόσο ονειρεύομαι τις στιγμές που μαζί με το μπαλέτο και τις αποσκευές με κοστούμια και αξεσουάρ έξω απ’ το γκισέ κλείναμε θέσεις για το επόμενο… Για να νιώσεις τη νύχτα, πρέπει να πας με λεωφορείο του ΚΤΕΛ… Αν πας με λιμουζίνα, δεν λέει. Δώδεκα χρόνια με τα λεωφορεία ήμουν σαν πρωταγωνιστής σε ταινία του Αγγελόπουλου. Ήταν λατρεμένο μέσο μεταφοράς, εισιτήριο μετ’ επιστροφής και αγναντεύοντας τη θέα απ’ το παράθυρο, κρατούσα σημειώσεις σε πακέτα και πεταμένα χαρτάκια, που θα αποτελούσαν το υλικό για το βιβλίο μου».

Σκέφτεσαι ποια θα είναι η επόμενη κίνηση;

«Γενικά δεν είμαι της οργάνωσης, και ούτε κάνω μεγαλεπήβολα σχέδια. Αυτό τον καιρό γράφω ένα θεατρικό μονόλογο και το μόνο μου απωθημένο είναι κάποια τραγούδια που έχω γράψει, να κυκλοφορήσουν με μια γυναικεία φωνή. Αν είναι δυνατόν γνωστή, παρακαλώ… Νομίζω, δεν είναι κακά».

Θάνο, σ’ ευχαριστώ ιδιαίτερα γι’ αυτή τη συζήτηση. Θα ήθελα να μου επιτρέψεις να κλείσω με λίγους στίχους του Γ.Χ. Ώντεν στην εξαιρετική μετάφραση του Ερρίκου Σοφρά.

«…Μη δούμε πού είμαστε,
Χαμένοι σ’ ένα δάσος στοιχειωμένο,
Παιδιά που η νύχτα τα φοβίζει
Κι ούτε ένα τους καλά ή ευτυχισμένο».

Απόκριες στη Ζάκυνθο. Στο λαϊκό πρόγραμμα έλεγαν το "Πιο καλή η μοναξιά' του Γιάννη Πάριου και αντί για πιάτα έριχναν στην πίστα χαρτοπετσέτες. Ο Θάνος Αλεξανδρής τραγουδάει το "Εσένα που σε ξέρω τόσο λίγο" (η φωτό από το προσωπικό του αρχείο).

Ευχαριστούμε τον φωτογράφο Αλέξανδρο Αλεξανδρή για την ευγενική παραχώρηση
των φωτογραφιών του.

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι