Σκαλκώτας και ρεμπέτες: Τα όνειρα πήρανε εκδίκηση…
23/10/2022Σήμερα, η φήμη του είναι παγκόσμια. Οι ξένοι ειδικοί τον χαρακτηρίζουν «Μότσαρτ της εποχής μας» (Wilhelm Busch, Λονδίνο) και «Ηφαιστειώδες ταλέντο» (Hans Heinz Stuckenschmidt, Στρασβούργο, Βερολίνο). Εδώ, στο “Μιζεριστάν”, τον πικράναμε θανατηφόρα (όπως και πολλούς άλλους, δηλαδή…)! Το σημερινό κομμάτι δεν το ‘γραψα με αφορμή κάποια επέτειο σε σχέση με τον Σκαλκώτα ή το ρεμπέτικο, αλλά γιατί το είχα, από παλιότερα, κάτι σαν “τάμα” ειδικά για αυτόν και γι’ αυτά που τράβηξε ο Σκαλκώτας από την άκαρδη, άδικη αλλά και αμόρφωτη, επίσημη πατρίδα του!
Έχω άλλον έναν λόγο, επίσης σημαντικό. Γιατί κάποια μέρα του 1944, ο Νίκος Σκαλκώτας, αγκάλιασε το ρεμπέτικο και το τίμησε (πιο πριν από τον Χατζιδάκι) γράφοντας το “Κονσέρτο για δύο βιολιά”. Αν και δεν κρύβω ότι με γοητεύει η διήγηση από το τέλος προς την αρχή, εντούτοις η σημερινή περίπτωση απαιτεί μία διήγηση με …σταυροβελονιές την “πραγματικότητα” και τον διαπερνώντα αυτήν “μύθο”.
Και “μύθος” (στην περίπτωση του Σκαλκώτα) δεν είναι τίποτε άλλο, από το μεγάλο ταλέντο του, σε βαθμό που λίγοι ντόπιοι το καταλάβαιναν. Ο “μύθος” για το ρεμπέτικο, ήταν ότι οι πιο πολλοί “αστοί”(οι), δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι άνθρωποι αμόρφωτοι, λαϊκοί και εν τέλει “περιθωριακοί”, ήταν δυνατόν να κάνουν πρωτότυπη και υψηλή τέχνη! Έτσι λοιπόν ξεκινάμε παραδοσιακά, …από την αρχή!
Παιδί-θαύμα από 5 ετών!
Ο Νίκος Σκαλκώτας, με καταγωγή την Τήνο, γεννήθηκε στη Χαλκίδα το 1904 και προερχόταν από οικογένεια μουσικών. Ο πατέρας του, Αλέκος, έπαιζε φλάουτο στη Φιλαρμονική της Χαλκίδας. Από τα πέντε του χρόνια, ο Νίκος, αγάπησε όσο τίποτε το βιολί και άρχισε να μαθαίνει από τον θείο του Κώστα κι όχι από τον πατέρα του, γιατί το πεντάχρονο παιδί-θαύμα ήταν μουσικά “απείθαρχο” και “ακυβέρνητο”!
Θα αναφέρω εδώ, περισσότερο γιατί το βρίσκω μία σύμπτωση ταιριαστή και τρυφερή, ότι ο προπάππος του Νίκου Σκαλκώτα, ο Αλέξανδρος Σκαλκώτας, ήταν στην εποχή του πολύ γνωστός και αγαπητός βιολιστής, τραγουδιστής, αλλά και συνθέτης δημοτικών τραγουδιών (είμαι από αυτούς που δεν πιστεύουν στα θαύματα, αλλά στην απρόβλεπτη, επιστημονικά δυσπρόσιτη και συχνά παμπόνηρη, κληρονομικότητα, πιστεύω, με μόνη προϋπόθεση να μην παρεμβάλλεται “αναγκαιότητα”!). Το 1910 μετακόμισαν στην Αθήνα και ο Νίκος γράφτηκε στο Ωδείο Αθηνών. Το 1920 αποφοίτησε, με την μέγιστη διάκριση, η οποία ήταν “Χρυσό μετάλλιο”. Είχε παίξει στις εξετάσεις, το “Κονσέρτο για βιολί” του Μπετόβεν.
Ιδιωτικές υποτροφίες για το Βερολίνο
Το 1921 πήρε υποτροφία (όχι από το κράτος, γιατί αυτές τις έπαιρναν τα “καθαρόαιμα”) αλλά από το Ίδρυμα Αβέρωφ, για να πάει στο Βερολίνο και να κάνει ανώτερες σπουδές βιολιού. Εκεί, γρήγορα στράφηκε προς τη σύνθεση και μάλιστα είχε τη μεγάλη τύχη να έχει δασκάλους τους παγκόσμια πρωτοπόρους: Arnold Schoenberg, Kurt Weill και Philipp Jarnach. Με τον Schoenberg (ο οποίος του είχε μεγάλη εκτίμηση) ήταν συνεργάτες για δέκα χρόνια ως το 1931, αφού πήρε και νέα υποτροφία, αυτή τη φορά από τον Εμμανουήλ Μπενάκη.
Φυσικά εργαζόταν ως βιολιστής σε διάφορες ορχήστρες ώστε να ζει αξιοπρεπώς. Όσο έμεινε στο Βερολίνο έγραψε τουλάχιστον 70 έργα, αλλά το 1933 που έφυγε για την Ελλάδα, άφησε πίσω τα περισσότερα χειρόγραφά του, τα οποία η Ουκρανή βιολονίστρια Mathilde Temko (με την οποία είχε “ζόρικη” σχέση και κόρη) πούλησε (άρα, θεωρητικώς, υπάρχουν, αλλά ποιος να τα αγοράσει;)! Αν και ο Σκαλκώτας ήταν μέγας θαυμαστής του Schoenberg, δεν ακολούθησε πιστά το δωδεκαφθογγικό του σύστημα! Κι αυτό, γιατί η ευλογημένη μεγαλοφυΐα του, καρποφόρησε μία εντελώς δική του και πρωτότυπη παραλλαγή, για την οποία τον θαυμάζουν μέχρι σήμερα.
Οι 36 θυσανώδεις “Ελληνικοί χοροί” του
Ο Σκαλκώτας, λαϊκός ως άνθρωπος, ήταν λάτρης της δημοτικής μας μουσικής (κάτι που κληρονόμησε από την οικογένειά του) και την οποία, δημοτική μουσική, μελέτησε σοβαρά από το αρχείο της Μέλπως Μερλιέ. Το 1931, στο Βερολίνο, άρχισε να γράφει τους 36 “Ελληνικούς χορούς” και μάλλον τους ολοκλήρωσε, ως έργο, το 1936. Το έργο αυτό, όπως και το λαϊκό μπαλέτο “Η θάλασσα”, περιέχουν αυτούσια στοιχεία της ελληνικής δημοτικής μουσικής.
Τα έργα αυτά χαρακτηρίζονται “τονικά” και “τροπικά”, αλλά με έναν τρόπο πρωτοποριακό και τελείως προσωπικό του. Ό Σκαλκώτας δεν ήταν κομπλεξικός να μιλάει για (ανύπαρκτες…) “εθνικές σχολές” μουσικής και να καμαρώνει όπως άλλοι “μέτριοι”! Αυτός είχε σαν επιδίωξη (προσέξτε) να συλλάβει και να προβάλει την ουσία (σα να πούμε, το “αίμα”) της ελληνικής δημοτικής μουσικής. Αν και δεν είστε ειδικοί οι περισσότεροι, πρέπει να σας τονίσω, ότι οι 36 “Ελληνικοί χοροί”, δεν έχουν γίνει με 12 φθόγγους, αλλά με 11. Δική του έμπνευση!
Το σημαντικό είναι ότι μέχρι το τέλος της ζωής του το 1949, ο Σκαλκώτας, τους διασκεύαζε και τους ενορχήστρωνε με διαφορετικούς τρόπους. Είναι πολύ γνωστό ότι ο Σκαλκώτας έστελνε στον ξενιτεμένο Δημήτρη Μητρόπουλο, άψογα γραμμένες με τα χέρια του, παρτιτούρες, από τους “Ελληνικούς χορούς”, τους οποίους ο Μητρόπουλος τους παρουσίαζε επίσημα και μάλιστα υπάρχουν σχετικές ηχογραφήσεις. Με την ευκαιρία να σας πω ότι οι “Ελληνικοί χοροί”, συναριθμούνται, παγκοσμίως, μεταξύ των αντίστοιχων έργων των πολύ μεγάλων δημιουργών: Bela Bartok, Alexander Borodin, Antonín Dvořák και Edvard Grieg.
Επιστροφή στην Ελλάδα, της περιφρόνησης
Στα μέσα του 1933, ο Σκαλκώτας, επέστρεψε στην Ελλάδα, έχοντας ήδη στα μπαγκάζια του τη φήμη ενός πρωτοπόρου μουσικού μεγάλης αξίας! Και με το που ήρθε, το τότε “μουσικό κύκλωμα” της Ελλάδας που κανόνιζε τα πάντα, τον αντιμετώπισε καχύποπτα, φθονερά και με κακία! Και το τότε “μουσικό κύκλωμα”, δεν ήταν τίποτ’ άλλο από την ονομαζόμενη “Εθνική Σχολή” που κανόνιζε τα μουσικά πράγματα της χώρας και που ήταν στα χέρια ανθρώπων συντηρητικών, περιορισμένων αντιλήψεων, μέτριων σπουδών και καθυστερημένων σχετικά με τη Ευρώπη, όπως ο Μανώλης Καλομοίρης, ο Φιλοκτήτης Οικονομίδης και ο Σπύρος Φαραντάτος!
Μάλιστα, όπως έχει γραφτεί, αυτοί ανάγκασαν τον Δημήτρη Μητρόπουλο να ξενιτευτεί στην Αμερική και (ευτυχώς) να μας ξελασπώσει παγκόσμια, τότε! Και επειδή αυτοί δεν είχαν μουσικό ανάστημα, δεν ήθελαν (αλλά μάλλον δεν μπορούσαν κιόλας, οι φουκαράδες) να κατανοήσουν τις επαναστατικές προτάσεις που έκανε ο Σκαλκώτας για την μουσική. Τον κατηγορούσαν, π.χ., ότι έγραφε “μουσική ακαταλαβίστικη” και μάλιστα αντίθετη με τους “κανόνες που δίδασκαν αυτοί” στα ωδεία και επίσης έλεγαν ότι “ο Σκαλκώτας είναι τρελός”!
Ο γνωστός μουσικολόγος, αλλά και βιογράφος του Νίκου Σκαλκώτα ο Γ. Γ. Παπαϊωάννου, αποκάλεσε αυτή τη συμπεριφορά «μεγάλη συμπαιγνία» και ότι «αυτά τα έκαναν γιατί το πληθωρικό ταλέντο του Σκαλκώτα θα τους επισκίαζε και θα τους εξοστράκιζε από τις (εθνικές) καρέκλες τους».
Στο τελευταίο αναλόγιο της κρατικής ορχήστρας…
Κλειστές ήταν παντού, όλες οι πόρτες για τον Σκαλκώτα και για να επιζήσει δέχτηκε να παίξει δεύτερο βιολί στα τελευταία αναλόγια της κρατικής ορχήστρας… Για να αντέξει αυτή την κατάσταση, συνέθετε ασταμάτητα από το 1935 ως το 1945 απομονωμένος στο δικό του τον κόσμο, αλλά αναπτύσσοντας ένα εντελώς προσωπικό και μοναδικό παγκόσμια, φωτεινό μουσικό ύφος. Σ’ αυτά τα 10 χρόνια έγραψε περισσότερα από 100 έργα!
Παντρεύτηκε το 1946 κι έκανε ένα γιο, ενώ ταυτοχρόνως συνέθετε και ενορχήστρωνε ξανά, παλαιότερα έργα του. Πέθανε τον Σεπτέμβριο του 1949 από κήλη (την οποία είχε αμελήσει…), μόλις 45 ετών! Μπορεί και να ήταν ακόμα άγνωστος (σε τέτοια άδικη χώρα που ζούμε, η οποία προωθεί μόνο ημετέρους και για αυτό πηγαίνει κατά Διαβόλου σταθερά), λέω μπορεί να ήταν ακόμα άγνωστος, αν δεν βρίσκονταν φίλοι και θαυμαστές του όπως οι σπουδαίοι Γ. Γ. Παπαϊωάννου και Γιώργος Χατζηνίκος οι οποίοι ίδρυσαν την “Εταιρεία Φίλων Σκαλκώτα” με στόχο να διαφυλαχτεί και να διαδοθεί το έργο του που ήταν πάνω από 170 έργα: κονσέρτα, σουίτες μουσική δωματίου, χοροί και τραγούδια.
Μεγάλος και πρωτοπόρος μουσικός περιπατητής
Για όσους γνωρίζουν κάτι παραπάνω από μουσική, καλό είναι να πω ότι το 60% των πρωτοπόρων προσωπικών του έργων, ακολουθεί ένα “δωδεκαφθογγικό” σύστημα αποκλειστικά δικής του επινόησης, ενώ το 40% ανήκει σε διάφορα συστήματα σύνθεσης: “σειραϊκά” (χωρίς κυρίαρχες, τονική και δεσπόζουσα) και “ελεύθερα” (“δαιμονικά”). Ο Νίκος Σκαλκώτας θεωρείται σήμερα ένας από τους σημαντικότερους συνθέτες στον κόσμο τον 20ο αιώνα (κι έζησε μόνο 45 χρόνια).
Ο εξέχων μουσικολόγος και κριτικός Χανς Κέλλερ, με αυστριακή και αγγλική καταγωγή, αναφέρει σε ένα κείμενό του, ότι «Κορυφαίοι σύνθετες του εικοστού αιώνα, είναι τα τέσσερα “σ”-ίγμα: Σένμπεργκ, Στραβίνσκι, Σκαλκώτας και Σοστακόβιτς». Αναρωτιέμαι, αν θα βρεθεί κάποιος μετά από 50 ή 100 χρόνια, να μιλήσει έτσι για ένα, ναι έστω για ένα, από τα σημερινά άτομα των οποίων η μουσική προβάλλεται υπερβολικά στα ραδιόφωνα, τις τηλεοράσεις και τις διαφορές σκηνές.
Η επίσημη Ελλάδα, δηλαδή τα άτομα που κρατούσαν τα ηνία της, κυνήγησε απάνθρωπα έναν παγκόσμιο θησαυρό που έλαχε να φυτρώσει στο χωράφι της. Κι αυτό ήταν το ρεμπέτικο. (Τα αντίστοιχα, blues και tango δεν κυνηγήθηκαν…) Ό,τι ανθούσε στην Ελλάδα κι ήταν εμπνευσμένο, πρωτότυπο κι όχι συντηρητικό, κυνηγιούνταν! Ο Νίκος Σκαλκώτας κυνηγήθηκε επειδή ήταν κλάσεις ανώτερος από τους μέτριους μουσικούς ηνίοχους της χώρας μας! Τελικά, όλοι αυτοί ξεχάστηκαν κι είναι σαν να μην υπήρξαν ποτέ! Τα ρεμπέτικα και ο Σκαλκώτας, είναι από τις πρώτες ελληνικές φιγούρες παγκόσμια.Ο Σκαλκώτας αγκαλιά με τη “Μάγισσα της Αραπιάς”
Όμως, το 1944 συνέβη και ο “αρραβώνας” του Σκαλκώτα με το ρεμπέτικο. Το 1939, ο Τσιτσάνης, συνέθεσε τη “Μάγισσα της Αραπιάς”, τραγούδι γνωστό και ως “Θα πάω εκεί στην Αραπιά”. Μάλιστα, στην ηχογράφηση του 1940, ο ίδιος ο Τσιτσάνης έκανε διφωνία στον Στράτο Παγιουμτζή.
Έχουν αναρωτηθεί πολλοί, τι να ήταν αυτό που έκανε τον Νίκο Σκαλκώτα να προσέξει το συγκεκριμένο τραγούδι και μάλιστα μερικά χρόνια αργότερα, το 1944, να γράψει το “Κονσέρτο για δύο βιολιά”, το δεύτερο μέρος του οποίου είναι αυτούσια (σε παραλλαγές) η μελωδία της “Μάγισσας της Αραπιάς”. Ανατριχιαστικό είναι, ότι ο Σκαλκώτας το συνέθεσε μέσα στα άθλια Δεκεμβριανά, όταν οι σφαίρες σφύριζαν έξω απ’ το σπιτάκι που έμενε, στο Μεταξουργείο (μαρτυρία Γ. Γ. Παπαϊωάννου). Για να δώσει, λοιπόν, κάποιος μία πειστική απάντηση, νομίζω ότι δεν είναι αρκετό να γνωρίζει κλασική μουσική, αλλά πρέπει να είναι και “τσακάλι” στην παραδοσιακή μας μουσική, γιατί ο Σκαλκώτας ήταν μεγάλο “τσακάλι” σ’ αυτή τη μουσική!
Η σκέψη μου, είναι ότι αυτό που έθελξε τον Σκαλκώτα στο συγκεκριμένο τραγούδι, έξω από τη μουσική του, ήταν μόνο μία λέξη: “Αραπιά”, η οποία λέξη υπάρχει στον τίτλο του τραγουδιού του Τσιτσάνη, “Η μάγισσα της Αραπιάς”! Αυτή, όμως, τη λέξη-μαγνήτη (“Αραπιά”) τη βρίσκουμε σε πάμπολλα παραδοσιακά τραγούδια ανά την Ελλάδα. Πάρτε μόνο γεύση:
- “Χελιδονάκι θα γενώ στην Αραπιά να πάω”-Αργιθέα Καρδίτσας.
- “Μαύρο μου χελιδόνι από την Αραπιά”-Ανατολική Ρωμυλία Έβρου.
- “Θα κατέβω στην Αραπιά”-Λευκίμμη Ηγουμενίτσης.
- “Μαύρα μου χελιδόνια από την Αραπιά”-Ζαγορίσιο.
- “Δύο περιστεράκια είχα και μου φύγανε, το ‘να για τα Γιάννενα και το άλλο για την Αραπιά” (Στα αλβανικά).
- “Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, σπαθί Τουρκίας μολυβί”-Διονύσιος Σολωμός, “Ελεύθεροι Πολιορκημένοι”, 1834.
Η Αραπιά, λοιπόν, κυκλοφορούσε στο ελληνικό παραδοσιακό τραγούδι, ο Σκαλκώτας το ήξερε αυτό και μάλιστα το τελευταίο κομμάτι από τους 36 “Ελληνικούς χορούς”, είναι το “Χελιδονάκι θα γενώ”. Όμως εδώ υπάρχει σοβαρό πρόβλημα (στο οποίο σκοντάφτουν οι ερευνητές που δε είναι “τσακάλια” στα παραδοσιακά, που έλεγα προηγουμένως!). Η μελωδία και ο ρυθμός (βαρύς τσάμικος) από το “Χελιδονάκι θα γενώ στην Αραπιά να πάω”, (από Αργιθέα, Καρδίτσας), δεν έχουν καμία απολύτως σχέση με τα αντίστοιχα του “Χελιδονάκι θα γενώ” (του Σκαλκώτα), του οποίου ο ρυθμός είναι “ζωναράδικος”!
Το θρακιώτικο (από την Μπάνα, Μεσημβρίας, Ανατολικής Ρωμυλίας) ζωναράδικο “Θα πάου κατ’ στην Αραπιά”, είναι ταυτόσημο στο ρυθμό, ταυτόσημο προσωδιακά στον στίχο, αλλά και πολύ κοντά στη μελωδία, με το “Χελιδονάκι θα γενώ”, του Σκαλκώτα! Τώρα, μπήκε λάθος τίτλος, ή και ηθελημένα λάθος, ή και ύπαρξη άγνωστης παραλλαγής; Ε, αυτό, ουδείς δύναται να αποφανθεί μετά βεβαιότητος! Σε κάθε περίπτωση, η λέξη “Αραπιά” ήταν το δαχτυλίδι (με μαύρο όνυχα, παρακαλώ) του αρραβώνα, του Νίκου Σκαλκώτα με το ρεμπέτικο…
Υ.Γ. Θα σας παρότρυνα να ακούσετε οπωσδήποτε το λαϊκό μπαλέτο “Η θάλασσα” του Σκαλκώτα, ίσως και το τελευταίο έργο του (1948-1949).