“Σπασμένη Φλέβα”: Μια ταινία για τη νεοελληνική μεσοαστική κουλτούρα
12/12/2025
Ένας σκηνοθέτης που μας έχει προβληματίσει και μας έχει κατά καιρούς εντυπωσιάσει με την οξυδέρκειά του, ο Γιάννης Οικονομίδης επανέρχεται με την έκτη μεγάλου μήκους ταινία του, τη “Σπασμένη Φλέβα”, ένα κοινωνικό δράμα, που εξελίσσεται σε θρίλερ, όπως οι περισσότερες ταινίες του.
Η αφήγηση στημένη με παρόμοια υλικά από παλαιότερες προσπάθειες του δημιουργού, αφορά έναν νεόπλουτο οικογενειάρχη, επιχειρηματία, καταστηματάρχη, που μεγαλοπιάνεται, ο Θωμάς Αλεξόπουλος, που ερμηνεύει εξαιρετικά ο Βασίλης Μπισμπίκης και χρωστάει χρήματα σε αδίστακτο τοκογλύφο κινδυνεύοντας να χάσει το σπίτι του και κάθε τι που έχει, αν δεν επιστρέψει ένα τεράστιο ποσό μέσα σε λίγες μέρες. Ό,τι βλέπουμε στην ταινία εξελίσσεται σε μία εβδομάδα.
Ο πρωταγωνιστής αντανακλά μία πλευρά της νεοελληνικής αστικής κουλτούρας, ενός νεοπλουτισμού με τη νοοτροπία που κουβαλάει όλο αυτό, του γρήγορου κέρδους και της μεγάλης ζωής, που μάλλον αφορά ένα παρελθοντικό προ-μνημονιακό φαινόμενο, παρά μία κυρίαρχη σημερινή κατάσταση (ως ένα βαθμό). Ο Αλεξόπουλος που ζει με την οικογένειά του στα Νότια Προάστια, ακολουθεί τα χνάρια του πατέρα του και συνεχίζει την επιχειρηματικότητα που είχε ξεκινήσει εκείνος. Στη μία εβδομάδα, που ο πρωταγωνιστής γυρίζει τους πάντες και τα πάντα, ψάχνοντας χρήματα για να συμπληρώσει το ποσό που χρωστάει, οδηγεί ο σκηνοθέτης τον θεατή σε μίας μορφής αστική και ανθρωπολογική περιπλάνηση, που μοιάζει να έχει χαθεί ανεπιστρεπτί.
Αυτό που κυριαρχεί στις εικόνες και τη σκέψη των περισσοτέρων είναι το χρήμα. Αυτό που απασχολεί τον πρωταγωνιστή είναι το χρήμα και το σεξ (αυτά συνήθως πάνε μαζί). Υπό αυτήν την οπτική, η ταινία αποκτά ένα μονοσήμαντο μονοπάτι ανάλυσης της νεοελληνικής (μέσο-) αστικής κουλτούρας. Η βία και το παραβατικό στοιχείο κυριαρχούν στο τέλος (σα να μην μπορεί κανείς να ξεφύγει από αυτό), οι περιγραφές είναι (σχεδόν) πάντοτε έντονες ή γίνονται έντονες, ενώ ταυτόχρονα διατηρούνται οι προσωπικές σιωπές του πρωταγωνιστή, με μία εσωτερικότητα που σε κερδίζει, όσο και η μελαγχολική διάσταση του πρωταγωνιστή (ενδιαφέρουσα διάσταση, αν και κάπως απροσδιόριστη).
Αυτό που κυρίως κερδίζει στην ταινία είναι η εξαίσια ερμηνεία του Μπισμπίκη και ο ρεαλισμός που επιτυγχάνει σε όλη την αφήγηση και ροή της εικόνας του, ο Οικονομίδης. Οι έντονοι και υβριστικής χροιάς διάλογοι υπάρχουν, όχι τόσο όσο σε παλαιότερες ταινίες του, αλλά υπάρχουν ως ένα από τα χαρακτηριστικά του, όπως και οι ανατροπές. Η τελική ανατροπή είναι σημαντική, αναμενόμενη ίσως, αλλά εκείνο το σημείο θα μπορούσε να είναι και το μέσον της ταινίας. Θα είχε μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε πως ο Θωμάς Αλεξόπουλος θα αντιμετώπιζε αυτή την τραγική εξέλιξη των ενεργειών του, πως θα ξεφύγει, ενδεχομένως, από το κέντρο της τραγικής φιγούρας που έχει περιέλθει, αν θα παραδεχόταν ή όχι την εμπλοκή του σε ένα έγκλημα που δεν σχεδίασε, αλλά προκάλεσε με την επιπολαιότητά του.
Ο θεατής σε όλη την ταινία προσπαθεί να συμπαθήσει ή να αντιπαθήσει τον πρωταγωνιστή, να τον συγχωρέσει ή όχι, να θεωρήσει ότι είναι το κλασικό “λαμόγιο”, παθολογικός ψεύτης, εγωκεντρικός, ασύδοτος και αδίστακτος, επίσης, σε όσους και όπου τον παίρνει να είναι, αν έχει συναισθήματα, αν αγαπάει τα παιδιά του ή όχι, ή ενδιαφέρεται αυστηρά για την καλοπέρασή του. Ο Θωμάς προσπαθεί να ξεφύγει από τον τοκογλύφο επειδή αγαπάει την οικογένειά του ή για να συνεχίσει την καλοζωία και την παραβατικότητά του στις σχέσεις του και σε όλα; Είναι ένας τίμιος επιχειρηματίας που έπεσε έξω από επιπολαιότητα και προχειρότητα, ή ένας φαύλος κύκλος απατεώνα, που καταφέρνει με ψέματα, τρικλοποδιές, απάτες, και διάφορα που σκαρφίζεται, να επιβιώνει και να κοροϊδεύει την ίδια τη ζωή; Όλα τα ερωτήματα μπορεί να ευσταθούν προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, αν και η πλάστιγγα γέρνει προς τον άνθρωπο που το ψέμα και η κοροϊδία έχουν γίνει η δεύτερη φύση του.
Κριτική της ταινίας “Σπασμένη Φλέβα”
Στην ταινία δεν υπάρχουν φιλίες, δεν υπάρχουν συμμαχίες, ο γιος απειλεί τον πατέρα, ο πατέρας κλέβει το γιο, κοροϊδεύει τη σύζυγο, την κόρη, την ερωμένη με άλλη ερωμένη, ένας χαμός δολοπλοκιών και θράσους, μία αξιακή κατάπτωση, ένα τέλμα κοινωνικό, που παραμένει αδιέξοδο, αφού δε δίνεται καμία λύση. Η λύση είναι μία χειρότερη κατάπτωση: το έγκλημα. Ο κόσμος που στήνει ο Οικονομίδης είναι ζοφερός και αδίστακτος, κυνικός, υλιστικός, μαρξιστικός: όλα κινούνται γύρω από το χρήμα και το σεξ και γι’ αυτό οτιδήποτε (σχεδόν) δικαιολογείται.
Στην ταινία βοηθός στο σενάριο είναι ο εξαίρετος και συχνός συνεργάτης του Οικονομίδη ως ηθοποιός, ο Βαγγέλης Μουρίκης. Η αφήγηση παρουσιάζει κάποιες αοριστίες, δε μας λέει και πολλά για το παρελθόν του πρωταγωνιστή, μας υποψιάζει, δε μας λέει πολλά για το γιο, που δεν εξηγεί ακριβώς γιατί είναι τόσο θυμωμένος με τον πατέρα, ενώ του είχε δανείσει ένα μεγάλο ποσό στο πρόσφατο παρελθόν. Ταυτόχρονα, μοιάζει κάπως εύκολο εύρημα η πλούσια ηλικιωμένη ερωμένη του πρωταγωνιστή, με την, επίσης, εξαιρετική στην ερμηνεία της Μπέτυ Αρβανίτη (είναι μία ηθοποιός θησαυρός – ανεξάντλητη), η οποία και μπορεί να τον βοηθήσει με ένα εξαιρετικά μεγάλο ποσό (200 χιλ. ευρώ) και δεν μπορεί να του βρει όλο το ποσό (300 χιλ), που θα του έλυνε εντελώς το πρόβλημα. Αυτά, όμως, οδηγούν στις ανατροπές που αποτελούν ένα μεγάλο πλεονέκτημα του σκηνοθέτη στις αφηγήσεις του.
Αν μπορούσαμε να συνοψίσουμε μερικά θετικά στοιχεία της ταινίας, θα επισημαίναμε τις εξαιρετικές ερμηνείες, σχεδόν από όλους τους εμπλεκόμενους, τους στέρεους και ρεαλιστικούς χαρακτήρες, που πάντα στήνει ο Οικονομίδης και τη γενικότερη σφιχτή δομή όλης της σκηνοθεσίας του, το ρυθμό και ύφος της ταινίας. Ο Οικονομίδης ξέρει πάντα να κάνει σινεμά και αυτό είναι πάντοτε ελκυστικό σε κάθε θεατή. Το μαρτυρά άλλωστε και η εμπορική επιτυχία (όχι άδικα) της ταινίας.
Στα πιθανά μειονεκτήματα θα τοποθετούσαμε αυτήν τη μονομέρεια της οπτικής του κόσμου που κατασκευάζει την μία, μάλλον, παλαιότερης μορφής νεοπλουτίστικη κουλτούρα που διαφαίνεται, ίσως ξεχασμένη στο (πρόσφατο) παρελθόν, και τις μερικές εύκολες σεναριακές λύσεις στο αδιέξοδο των καταστάσεων και χαρακτήρων. Παρόλα αυτά, η ταινία παραμένει μία ενδιαφέρουσα (και έντονη) ελληνική ταινία για να δει κανείς, όπου σίγουρα θα τον καθηλώσει η ερμηνεία του πληθωρικού στο ύφος και παίξιμο Μπισμπίκη, και ο απολαυστικός ρεαλισμός της κάμερας του σκηνοθέτη.





