Στέλιος Καζαντζίδης: Μία ζόρικη υπόθεση…
01/01/2025Θα σου δώσω μια να σπάσεις
Αχ βρε κόσμε γυάλινε
Και θα φτιάξω μια καινούργια
Κοινωνία άλληνε…*
Ο Στέλιος Καζαντζίδης δεν ήταν ποτέ και δεν είναι ούτε σήμερα εύκολη περίπτωση. Απεναντίας. Επειδή δεν είναι μόνο ένας τραγουδιστής. Ούτε καν κάποιες δεκάδες εκατοντάδες τραγούδια. Είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο και είναι αφέλεια να τον προσεγγίζει κανείς μονοδιάστατα. Επειδή είτε τον λατρεύεις φανατικά, χωρίς όρια, είτε τον σιχαίνεσαι έως θανάτου.
Και είναι βέβαια ψέμα να υποστηρίζεται ότι η πρόσφατη υστερία είναι αποτέλεσμα απλώς της ταινίας του Τσεμπερόπουλου, που δεν είδα, γιατί ο Καζαντζίδης, τρεις δεκαετίες μετά το θάνατό του, εξακολουθεί να προκαλεί υστερία και να παραμένει μύθος, λαϊκό είδωλο, σύμβολο μιας άλλης Ελλάδας και συνεχιστής εκείνου του πολιτικού-κοινωνικού διχασμού που δεν μας εγκατέλειψε ποτέ ως έθνος.
Και ας μην έχει ο ίδιος καμία σχέση ούτε με τα κόμματα, ούτε με τις ηγεσίες τους. Παρότι προέρχεται από κυνηγημένη, αριστερή οικογένεια, υπηρέτησε ως μουλαράς σε τάγμα ανεπιθυμήτων και υπήρξε έμπρακτα εχθρός των μπουρζουάδων και των κάθε μορφής μεγαλεμπόρων. Και παρότι κατέστησε τη “Συννεφιασμένη Κυριακή” του Τσιτσάνη ή “Το πέλαγο είναι βαθύ” του Χατζιδάκι εναλλακτικές προτάσεις εθνικού ύμνου.
Αυτά ως εισαγωγή…
Ο αυθεντικός Στέλιος Καζαντζίδης
Κάτι πιο προσωπικό τώρα: Ως τα είκοσι μου χρόνια δεν άντεχα τα τραγούδια του Στέλιου επειδή ακριβώς αυτά συμβόλιζαν ό,τι ήθελα να ξεπεράσω και επειδή εκπροσωπούσαν αυτό από το οποίο ήθελα με όλη μου την ψυχή να ξεφύγω. Δηλαδή τη φτώχεια του Περάματος, τη μιζέρια των Ταμπουρίων, τη μουτζούρα των μηχανουργείων στη Δραπετσώνα και στον Ρέντη. Με κατέθλιβαν το παράπονο, ο πόνος, ο αδιέξοδος ορίζοντας και η αισθητική της μοιρολατρίας που αποδέχονταν:
Μα τί να κάνω ο φτωχός
Μπροστά μου βρίσκεται γκρεμός
Και πίσω μαύρο ρέμα…
Πικρό σαν δηλητήριο
Είναι το διαβατήριο
Που πήρα για τα ξένα…
Από την οικογένεια του πατέρα μου είχαμε ήδη τρεις μετανάστες στον Καναδά και από την πλευρά της μάνας μου περισσότερους νεκρούς στον Εμφύλιο. Δηλαδή πράγματα και καταστάσεις που θέλεις να ξεχάσεις να ξεπεράσεις ακριβώς για να προχωρήσεις μπροστά. Όταν ήμουν μαθητής Γυμνασίου και στα πρώτα έτη του πανεπιστήμιου, υπήρξα ερωτευμένος με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, την ξύλινη φωνή και την δωρική, απέριττη ερμηνεία του. Μία φωνή που ήξερε να τραγουδάει με ιερατικό τρόπο τα ρεμπέτικα και με ριζοσπαστική άποψη τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι, τον Ξαρχάκο και τον Μούτση, που ήξερε να είναι συγχρόνως λαϊκός και αριστοκράτης, δίνοντας αισθητική συγκίνηση, χωρίς ίχνος κατάθλιψης ή αυτολύπησης.
Αντίθετα, ο Στέλιος ήταν και παρέμεινε σε όλο του τον βίο λούμπεν και πληβειακός, αδιαφορώντας για αισθητικές ισορροπίες ή υψυπετείς προσεγγίσεις της μουσικής έκφρασης. Ήταν αυτός μόνος, με τον αγιάτρευτο καημό του απέναντι στην αδικία του κόσμου, ήταν αυτός και το ένστικτό του που ερχόταν από πολύ μακριά, από τα μοιρολόγια του Πόντου και από τους θρήνους του δημοτικού τραγουδιού, ανακατεμένους με τη μοιρολατρία της Ανατολής. Αφού ο Στελάρας θρηνεί ακόμα τον ξεριζωμό της Μικράς Ασίας, την εσωτερική προσφυγιά, το δράμα ενός Εμφύλιου που δεν τελείωσε ποτέ. Απαντήστε μου, λοιπόν, σας παρακαλώ και με το χέρι την καρδιά έχουν επουλωθεί, ακόμη και σήμερα, αυτές οι πληγές;
Μία λατρεία που δεν απόλαυσε κανείς…
Να που οφείλεται η αταβιστική, σχεδόν μεταφυσική λατρεία προς το πρόσωπο του, ανάλογη με εκείνη της Μαρίας Κάλλας ή του Έλβις Πρίσλεϊ. Μία λατρεία που ποτέ κανείς πολιτικός δεν αξιώθηκε να απολαύσει, αλλά την ένιωσε κάποιος από το πουθενά που ελάχιστα ενδιαφερόταν γι’ αυτή. Τη δεκαετία του ’80 όταν ήμουν στη Γερμανία, έβλεπα με τεράστια έκπληξη στα σπίτια δεκάδων μεταναστών ένα είδος ρωμαϊκού lararium με τις φωτογραφίες, τους δίσκους, τα κεριά και τα αναμμένα καντήλια για τον Καζαντζίδη. Δίπλα στην ελληνική σημαία!
Αλλά και στη Λευκωσία πρόσφατα στο πιο παλιό μαγέρικο της διχοτομημένης πόλης, δίπλα στους ουρανοξύστες των νεόπλουτων και τις μπίζνες των αεί δοσίλογων, έφαγα κολοκάσι και φασούλες κάτω από την τεράστια φωτογραφία του Καζαντζίδη. Γι’ αυτό μίλησα πιο πάνω για κοινωνικό-πολιτικό φαινόμενο και εθνικό σύμβολο.
Από την άλλη γνωρίζω πώς ένας ολόκληρος κόσμος δεν θα συμφιλιωθεί ποτέ μαζί του και… καλύτερα. Το είπαμε ήδη, ο Στελάρας είναι πολύ ζόρικη υπόθεση.
Η ζωή μου όλη
Είναι ένα τσιγάρο
Που δεν το γουστάρω
Κι όμως το φουμάρω…
* Σε χρόνο ανύποπτο, το τόσο δημοφιλές αυτό τραγούδι το άκουσα σε μία συναυλία της ΚΝΕ λογοκριμένο. Εκεί που ο στίχος λέει “και στης γυναίκας την καρδιά θα βάλω λίγη μπέσα” επειδή προφανώς ακουγόταν μισογυνικό, η κομματική, ορθή γραμμή επέβαλε την εξής αλλαγή: “και στου ανθρώπου την καρδιά θα βάλω λίγη μπέσα”. Άφεριμ σύντροφοι!
ΥΓ. Τώρα γιατί βάζω πάντα την φωτογραφία του δίπλα στην κυρά Μαρία, βρείτε το εσείς! Ίσως για τις μοναδικές οκτάβες που μόνο αυτοί έφταναν. Ίσως γιατί θα ήθελα να συνυπάρξουν στη σκηνή μαζί ίσως με τον Παβαρότι. Ίσως γιατί και η όπερα λαϊκή μουσική είναι…