“Στο Νησί του Άμρουμ”: Μία ταινία για τη Γερμανία μετά τον πόλεμο
01/11/2025
Μία εξαιρετικά ευχάριστη έκπληξη από έναν σκηνοθέτη που ξέρει να κάνει σινεμά, “Το Νησί του Αμρούμ” (Amrum) του Φατίχ Ακίμ (Fatih Akin) αναφέρεται στο τέλος του ναζισμού και του Β’ παγκοσμίου πολέμου στη Γερμανία, μέσα από το χαρακτήρα ενός 12-χρονου παιδιού, που σε όλη την ταινία πασχίζει να ευχαριστήσει και να βρει το φαγητό που θέλει η λεχώνα μητέρα του. Μία πανέξυπνη ιδέα για να μας σχηματίσει τον κοινωνικό και ιδεολογικό φορτίο της εποχής σε μία γερμανική επαρχία και να μας συγκινήσει μέσα από τον αγώνα και την αθωότητα ενός παιδιού που ωριμάζει απότομα.
Στην περίπτωση της ταινίας “Στο Νησί του Άμρουμ” έχουμε μία σχετικά παράδοξη συνθήκη. Το σενάριο και η όλη ιδέα ανήκει στον Χαρκ Μπομ (Hark Bohm), ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεωρητικός του σινεμά, καθηγητής του Φατίχ Ακίν, που ήθελε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τις παιδικές του αναμνήσεις από το μικρό νησάκι Αμρούμ που βρίσκεται στα σύνορα με τη Δανία. Ο Μπομ αρκετά μεγάλος πια για να υλοποιήσει το όραμά του, εμπιστεύτηκε εν τέλει την ιδέα και το σενάριο στον Ακίν, ο οποίος συνδιαμορφώνει το τελικό σενάριο και υλοποιεί αυτό το όραμα του καθηγητή του. Το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά γόνιμο και συγκινητικό.
Ο Ακίν καταφέρνει να αποσπάσει την εξαιρετική ερμηνεία του μικρού Νάνινγκ (Jasper Billerbeck), ο οποίος βρίσκεται και στο επίκεντρο της αφήγησης. Σε όλη την ταινία κοπιάζει και για να φέρει λίγο φαγητό για την οικογένειά του, αλλά και να ευχαριστήσει τη μητέρα του, αναζητώντας στο μικρό νησί μερικά βασικά υλικά για να της προσφέρει μία φέτα λευκό ψωμί με βούτυρο και μέλι, η οποία μόλις γέννησε την μικρότερη αδελφή του, τη μέρα που αυτοκτόνησε ο Χίτλερ. Αυτή η είδηση του θανάτου του Χίτλερ και η πτώση του μετώπου και της ναζιστικής Γερμανίας θα οδηγήσει σε απόγνωση τη μητέρα του μικρού Νάνινγκ, ενώ ο πατέρας του είναι υψηλόβαθμο στέλεχος των Ναζί και βρίσκεται στο μέτωπο. Ο Νάνινγκ έως τότε ακολουθεί τη ναζιστική νεολαία, όπου αρχικά είναι περήφανος γι’ αυτήν.
Οι περιπέτειες και οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει για να καταφέρει να βρει τα υλικά που χρειάζεται είναι εξαιρετικά ευρηματικές, σε μία παραπαίουσα Γερμανία και σε πλήρη έλλειψη βασικών αγαθών. Οι κάτοικοι του μικρού νησιού, ένας μέρος τους, μοιάζει δυσαρεστημένο με τη ναζιστική εκδοχή της χώρας τους, και μία μερίδα, μέρος της οποίας οι γονείς του Νάνινγκ, ευνοημένοι και συγκείμενοι με το καθεστώς, ενίοτε φοβίζουν τους γύρω τους. Μέσα από τις περιπέτειες του μικρού Νανινγκ διακρίνουμε όλες αυτές τις σκιάσεις και μικρές αποχρώσεις του κοινωνικού ιστού της μικρής απομονωμένης γερμανικής επαρχίας, το ηθικό των κατοίκων, τα όνειρά τους, την απόγνωσή τους, τη δυσκολία τους να επιβιώσουν με βασικά αγαθά.
“Στο Νησί του Άμρουμ”
Είναι αρκετά δύσκολο για έναν σκηνοθέτη να δουλέψει με μικρά παιδιά και εδώ ο Φατίχ Ακίν, συχνά άνισος ως σκηνοθέτης, καταφέρνει να καθοδηγήσει τον μικρό Γιάσπερ με μεγάλη ελευθερία και εξαιρετική απόδοση, ενώ η φιγούρα του μικρού, το βλέμμα και η αθωότητα που προσεγγίζει ενίοτε τα πράγματα, ή το πείσμα να υπερασπιστεί τους γονείς του, ακόμα κι αν καταλαβαίνει ότι κάτι δεν πάει καλά με την ιδεολογία και το καθεστώς που στήριξαν, σε αφοπλίζει.
Ο μικρός Νάνινγκ καταφέρνει στην ταινία να πιάσει λαγό, να τον γδάρει, να προσποιηθεί για έναν κυνηγό φώκιας τη φώκια, να κλέψει βούτυρο από τον ναζιστή θείο του που κείτεται στο διπλανό δωμάτιο έχοντας αυτοκτονήσει, να ανταλλάξει καπνιστό ψάρι με βούτυρο (που του το κλέβουν μεγαλύτερα παιδιά της περιοχής), να ανταλλάξει ζάχαρη με μέλι, να πείσει ένα γιατρό να του δώσει λίγο αλεύρι αντί φαρμάκου για τη μητέρα του, να κλέψει αυγά χήνας και πολλά ακόμα, που σε κρατούν σε μία συγκινητική αγωνία για την προσπάθεια και την αθωότητα ενός παιδιού.
Σε όλη αυτή την διαδρομή ο μικρός ενηλικιώνεται, μαθαίνει ιστορίες για τους γονείς του δυσάρεστες, παρακολουθεί την απόγνωση και τη φτώχεια όλων, αγωνίζεται όχι μόνο να επιβιώσει, αλλά και να υπερασπισθεί αυτό που έως τότε νόμιζε σημαντικό. Στο τέλος όλα καταρρέουν, αυτή η μετάβαση από το πανίσχυρο καθεστώς και τους ανθρώπους του στο ανίσχυρο και την πτώση οδηγεί στη φυγή της οικογενείας του και του ίδιου. Όμως, ο μικρός Νάνινγκ έχει ωριμάσει, ενώ ξεσπάει σε λυγμούς στα πόδια της μητέρας του, μία εξαιρετική σκηνή, ξεσπάει για όσα συγκρατεί μέσα του, μία πίεση για όσα γκρεμίστηκαν, ένα κόσμο που έως τότε τον πίστευε ακράδαντα κραταιό και σπουδαίο.
Η Γερμανία αντιμέτωπη με τις ευθύνες της
Μαζί με τον Νάνινγκ η Γερμανία βρίσκεται αντιμέτωπη με τις ευθύνες της, ως λαός που συμμετείχε σε ένα καθεστώς που διέπραξε ακρότητες και εσωτερικά και στους ίδιους. Αυτή η μετάβαση έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον, αφού εδώ η οπτική αλλάζει γωνία, στρέφεται στους ίδιους τους γερμανούς, πως οι ίδιοι αντιμετώπισαν εσωτερικά τον πόλεμο. Ίσως η ταινία συνολικά να απενοχοποιεί κάπως μία μερίδα ανθρώπων, που φαίνεται να αδιαφορούν για το καθεστώς ή να λειτουργούν υπό το καθεστώς φόβου, κάπως να αμύνονται, ταυτόχρονα, όμως, μία άλλη μερίδα ανθρώπων στηρίζει εμμονικά τον Χίτλερ και τις επιλογές του. Οι δύο πλευρές διακρίνονται με το τέλος του πολέμου και την οριστική συνθηκολόγηση της Γερμανίας. Οι ναζιστικές σημαίες κατεβαίνουν σε κάθε σπίτι και κάμποσοι γιορτάζουν, χορεύουν.
Ο μικρός Νάνινγκ στέκεται απέναντι, παρατηρεί, αλλά δεν πλησιάζει όταν τον καλεί ο μικρός του συμμαθητής. Το βλέμμα του μικρού Γιάσπερ είναι εκπληκτικό καθώς διαβάζει αυτή ακριβώς την αλλαγή συναισθημάτων και εποχής. Η εποχή άλλαξε. Όλα αλλάζουν. Η αδερφή της μητέρας του Νάνινγκ ρίχνει στη φωτιά τη φωτογραφία του Χίτλερ, που έως τότε δέσποζε στο σπίτι τους, μία σκηνή σημαδιακή για ό,τι επακολουθεί. Αυτό που έμοιαζε κραταιό, πανίσχυρο, σπουδαίο, κατέρρευσε. Μαζί του όσοι υποστήριζαν αυτή την κατάσταση, μπαίνουν στο περιθώριο.
Το κλίμα, μάλλον δε σηκώνει την οικογένεια του Νάνινγκ και η φυγή τους μοιάζει αναπόφευκτη. Εκεί, στο τελευταίο πλάνο, συμβαίνει η πιο συγκινητική στιγμή της ταινίας. Ο μικρός ευαίσθητος Νάνινγκ, κι ενώ έσωσε τη ζωή εκείνου που τον έκλεψε, δέχεται το μικρό μενταγιόν της αδελφής του νεαρού που έσωσε, μία κίνηση ευγνωμοσύνης κι ένα ενθύμιο τέλους εποχής. Το βλέμμα του, το μικρό του χαμόγελο, το βούρκωμα της νεαρής κοπέλας, η ανθρωπιά που διαχέεται εν τέλει πίσω από όλες αυτές τις μικρές λεπτομέρειες, η διάχυση ευθυνών σε μικροκλίμακα, είναι στοιχεία που η ταινία καταφέρνει να αναδείξει με εξαιρετική λεπτότητα και να αποτυπώσει εύστοχα.
Ο μικρός Γιάσπερ (Νάνινγκ) κλέβει την παράσταση, όπως και η εξαιρετική φωτογραφία, οι κατά στιγμές σιωπές με κοντινά πλάνα στα έντομα ή τα στοιχεία της φύσης, τα μακρινά πλάνα στην παραλία με τον μικρό Νάνινγκ ξυπόλητο με ποδήλατο, συνθέτουν αρμονικά ένα σύνολο που σου αφήνει μία γλυκόπικρή γεύση και ανάμεικτα συναισθήματα για έναν λαό και μία σκοτεινή εποχή.
Και η ενοχή διαχέεται στο γερμανικό λαό με μία φωνή απόγνωσης από τα χείλη του μικρού Νάνινγκ ή του σύγχρονου γερμανικού λαού: “Δε φταίω εγώ για ό,τι έκαναν οι γονείς μου”. Και η απάντηση του πικραμένου θείου του μικρού Νάνινγκ απαντά σε όλους: “Δε φταις, αλλά συνδέεσαι με τις πράξεις τους. Και να μην θέλω, όταν σε βλέπω, θυμάμαι τους γονείς σου”.





