“Τα Κύματα της Άνοιξης”: Μία ταινία για την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία
07/05/2025
Μια δραματοποιημένη ιστορική “Άνοιξη της Πράγας”, “Τα Κύματα της Άνοιξης” (Vlny / Waves) του Γίρι Μαντλ (Jirí Mádl), μας μεταφέρουν στο παρελθόν στην Τσεχοσλοβακία, την ταραχώδη περίοδο 1967-1968 της εποχής του Ψυχρού Πολέμου.
Η ταινία “Τα Κύματα της Άνοιξης” αφηγείται αληθινά γεγονότα περίπου εξήντα ετών πίσω, της μίας περίπτωσης όπου μία χώρα του Ανατολικού Μπλοκ προσπάθησε να αλλάξει κάπως την πολιτική της ατζέντα και να ξεφύγει από τον αυστηρό εναγκαλισμό της με, τη μία (εκ των δύο) σημαντική υπερδύναμη της εποχής, τη Σοβιετική Ένωση.
Η περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας και η εισβολή των τανκ στην Πράγα στις 21 Αυγούστου του 1968 για να διατηρηθεί το Σύμφωνο της Βαρσοβίας έσβησε κάθε ελπίδα για μία χώρα που δεν θα λειτουργούσε κάτω από τον αυστηρό λογοκριτικό έλεγχο των αρχών ή θα κέρδιζε μία φιλελευθεροποίηση και εκδημοκρατισμό των θεσμών και της κοινής γνώμης, μία μορφή πολιτικής εκδυτικοποίησης και στροφής προς τον ‘ελεύθερο κόσμο’ της Δύσης, ή έναν ‘τρίτο δρόμο’ στο πλαίσιο του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Παραμένει ως τις μέρες μας εξαιρετικά γοητευτικός ο κόσμος αυτών των καθεστώτων, έχοντας μεγάλο πεδίο μυθοπλαστικής φαντασίας: ένας κόσμος γεμάτο ίντριγκες, παραβατικότητα, και ευρηματικότητα για να ξεφύγουν οι ήρωες από τον κρατικό έλεγχο, με προδοσίες, καχυποψία, ακραίες συμπεριφορές, ηρωισμούς Από όλα έχει ο κόσμος αυτός, ώστε να παραμένει αγαπημένο θέμα ως τις μέρες μας και ταυτόχρονα μία περίοδος γεμάτη πληγές και ψυχολογική αναστάτωση για όσους την έζησαν και τη θυμούνται. Για άλλους, η εποχή διατρέχει κι ένα νοσταλγικό καμβά συναισθημάτων, αφού είναι μία εποχή που ο κόσμος γενικότερα αλλάζει, ο μοντερνισμός δίνει τη σκυτάλη του στον μεταμοντερνισμό.
“Τα Κύματα της Άνοιξης”
Ο Μαντλ επιλέγει να ξεκινήσει την αφήγησή του με δύο νεαρά αδέλφια, έναν ενήλικο και έναν ανήλικο. Ο πρώτος, ο Τόμας Χάβλικ (Vojtech Vodochodský), στηρίζει και διατηρεί την κηδεμονία του ανήλικου δεύτερου, του Πάγια Χάβλικ (Ondrej Stupka), κάτω φυσικά από το συχνό έλεγχο του καθεστώτος.
Μέσω κυρίως του μεγαλύτερου αδελφού, ο σκηνοθέτης θα στρέψει το ενδιαφέρον μας σε ένα σημαντικό θεσμό εκείνης της εποχής, το ραδιόφωνο της Τσεχοσλοβακίας, με έδρα την Πράγα, που θα παίξει ενεργό ρόλο σε μία τάση φιλελευθεροποίησης και αντίστασης στο στεγνό Οργουελικό κόσμο που έχει στήσει το σοβιετικό καθεστώς και γενικότερα το παραπέτασμα του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Ο Τόμας, χωρίς να πολυθέλει, θα βρεθεί ως τεχνικός στο ραδιόφωνο και μέσω αυτού θα παρακολουθήσουμε μία πολύ ενδιαφέρουσα εποχή σε αυτή τη χώρα, που αποτέλεσε και το αρχικό πρώτο θύμα και ‘μήλον της έριδος’ για τη ναζιστική Γερμανία. Από πολύ νωρίς η αφήγηση στέκεται στον τρόπο που λειτουργεί και ελέγχει το καθεστώς τις διάφορες καθημερινές πτυχές της ζωής των πολιτών.
Στο πλαίσιο αυτό και μέσω ενός χαρακτηριστικού τρόπου εκβιασμού των πολιτών (που περιγράφεται σχηματικά), ο Τόμας αναγκάζεται να συνεργάζεται με το καθεστώς και να δίνει (παραπλανητικές ενίοτε) πληροφορίες για τη λειτουργία και τις δραστηριότητες του ραδιοφώνου που εργάζεται. Στο τέλος, θα παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στον τρόπο που το ραδιόφωνο θα ξεφύγει του κεντρικού ελέγχου του καθεστώτος και θα μεταδώσει τις εξελίξεις από την εισβολή των χωρών του Συμφώνου της Βαρσοβίας στην Πράγα. Παράλληλα, ο μικρός αδελφός θα λειτουργήσει ως ένας ακόμα επαναστατημένος νεαρός, που μοιράζει κρυφά φυλλάδια και συμμετέχει σε κάθε έξαρση του νεανικού κύματος αυτής της άνοιξης.
Ο Τόμας δεν μπορεί να ξεφύγει από τις στυγνές μεθόδους του καθεστώτος, όπως και οι υπόλοιποι πρωταγωνιστές. Παρόλα αυτά αναδεικνύεται στην αφήγηση όλη η προσπάθεια που γίνεται από την πλευρά των ενεργών δημοσιογράφων, και κυρίως των επικεφαλής, για μία ελεύθερη κριτική σκέψη απέναντι στο δημόσιο βίο και τους δημόσιους λειτουργούς, την ανάπτυξη ελευθερίας γνώμης από τους πολίτες και τα κακώς κείμενα της κρατικής συστηματικής φίμωσης όλων, των συχνών ψευδών ειδήσεων και τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης. Το καθεστώς μέσω εκβιασμών και συμβιβασμών συνέχιζε να φαντάζει τρομερά δυνατό.
Η μάχη του ραδιοφώνου
Η Τσεχοσλοβακία αναπτύσσει έντονα αντι-σοβιετικά συναισθήματα. Η ταινία στέκεται μόνο στη μάχη που δίνουν οι άνθρωποι του ραδιοφώνου και ελάχιστα στο γενικότερο κλίμα της διανόησης της χώρας, όπως οι λογοτέχνες, που επίσης έπαιξαν σημαντικό ρόλο για αυτή την Άνοιξη. Παρόλα αυτά, καταφέρνει να περάσει εύκολα το ασφυκτικό κλίμα ελέγχου και τρομοκρατίας που επικρατεί σε όλες τις χώρες του ανατολικού μπλοκ την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου.
Χωρίς να καταφέρνει μία σημαντική κορύφωση στην αφήγηση, συνδυάζει με εξαιρετικό τρόπο τη μουσική επένδυση της ταινίας με εξαιρετικά pop τραγούδια της εποχής, είτε από τη Δύση (‘Be My Baby’, Ronettes, κ.ά.) ή από την τοπική τους pop παράδοση. Ακούγονται εξαιρετικά τραγούδια, που χρωματίζουν το γενικότερο ύφος της ταινίας και κυρίως, μεταφέρουν νοσταλγικά στην εποχή, η οποία δοκιμάζεται από νέα οράματα και μία γενικότερη απελευθέρωση.
Η περίοδος, μην ξεχνάμε, είναι περίοδος γενικότερων αμφισβητήσεων: ο Μάης του 1968 στη Γαλλία και οι κινητοποιήσεις κατά του πολέμου στο Βιετνάμ εντάσσονται στην ίδια περίοδο, που ο δυτικός κόσμος συγκλονίζεται και παράλληλα, η σεξουαλική απελευθέρωση αναταράσσει τις κοινωνικές και προσωπικές σχέσεις, που η ταινία θίγει ακροθιγώς. Την ίδια περίοδο, τον Απρίλιο του 1967, η Ελλάδα βιώνει τη δικτατορία των Συνταγματαρχών.
Πώς αντιμετωπίζεται η “Άνοιξη της Πράγας”
Ο Μαντλ αντιμετωπίζει το θέμα του με συνέπεια και έναν αμερικανικό, χολιγουντιανό τρόπο παρουσίασης, κινηματογράφησης, ρυθμού και δραματοποίησης. Αυτό δεν είναι απαραίτητα αρνητικό, κυρίως τοποθετείται αρκετά μιμητικά προς αυτό το είδος μιας δραματοποιημένης ιστορικά εποχής.
Ταυτόχρονα, όπως ακριβώς και οι αντίστοιχες περιπτώσεις χολιγουντιανών ταινιών, στη μυθοπλασία και στην αφήγηση εντάσσονται (αρμονικά) εικόνες από αρχειακό οπτικό υλικό της εποχής, που δεν είναι αχρείαστες, τουναντίον, δένουν σημαντικά με τη ροή της αφήγησης και αποκτούν κι ένα ντοκιμενταρίστικο ύφος αναπαράστασης και αποτύπωσης της εποχής, σημαντικό για τον θεατή, που ενδεχομένως αγνοεί πολλά από τότε.
Παρόμοια, πολλές εξωτερικές σκηνές διαδηλώσεων αλλάζουν ύφος φωτογραφικής αποτύπωσης, κάτι σαν πεπαλαιωμένη κόπια ενός φιλμ, κόντρα της σύγχρονης ψηφιακής αποτύπωσης. Γενικότερα, η φωτογραφία υπηρετεί άψογα το ρόλο της, όπως και οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών, που ταιριάζουν με αυτό που ο σκηνοθέτης θέλει να υπηρετήσει. Ο Τόμας κερδίζει τα περισσότερα εύσημα στη μινιμαλιστική ερμηνεία του, εκφράζοντας την ψυχραιμία, τον φόβο και την ελπίδα ενός λαού που δοκιμάζεται ποικιλοτρόπως. Στο τέλος, ο Τόμας εξελίσσεται ιδεολογικά επαναστατικός, όπως και πολλοί άλλοι, καθώς δε θα συμβιβαστεί με τις επιταγές και ‘φιλικές’ προτροπές του καθεστώτος.
Η αποτυχία της “Άνοιξης της Πράγας” θα βρει πολύ κόσμο να εγκαταλείπει τη χώρα προς τη Δύση. Ο σκηνοθέτης κλείνει το μάτι στην αντίθετη επιλογή: ο μικρός αδελφός παίρνει πολιτικό άσυλο στην Αυστρία, αλλά επιστρέφει στην Πράγα, δίπλα στον μεγάλο του αδελφό, ο οποίος σχολιάζει (δήθεν) αδιάφορα: ‘κάποιοι πρέπει να μείνουν πίσω. Δεν μπορεί να φύγουν όλοι’. Αυτοί που μένουν φυσικά αντιμετωπίζουν και όλη την αδικία του καθεστώτος. Μοιάζουν σαν σύγχρονοι ήρωες που ποτέ δεν κερδίζουν τα ανάλογα εύσημα. Όλοι οι προβληματισμοί μοιάζουν εξαιρετικά επίκαιροι.
Η ταινία θα κερδίσει το βραβείο κοινού στο Φεστιβάλ Κάρλο Βάρυ και θα είναι και η επίσημη πρόταση της Τσεχίας για τα τελευταία Όσκαρ.