Τα μνημεία, η Αρχαιολογική Υπηρεσία και η “εισβολή” των ιδιωτών
17/01/2019Τα τελευταία χρόνια έχουν εκδηλωθεί αντιδράσεις από ορισμένους κατοίκους της Αθήνας στον τρόπο προστασίας και ανάδειξης αρχαιοτήτων στην περιοχή του Φιλοπάππου και του Μετς, όπως αυτός προτείνεται από το υπουργείο Πολιτισμού (Αρχαιολογική Υπηρεσία) δια της Εφορείας Αρχαιοτήτων Αθηνών. Οι αντιδράσεις αφορούν στην περίφραξη του αρχαιολογικού χώρου της Πνύκας και στην απαλλοτρίωση ή μη του οικοπέδου κοντά στον κατεστραμμένο ναό της Αγροτέρας Αρτέμιδος.
Δεν θα εκθέσω λεπτομέρειες αυτής της αντιπαλότητας ανάμεσα στις επιτροπές κατοίκων και την Εφορεία Αθηνών. Θα ήθελα, ωστόσο, να σχολιάσω προσεγγίσεις στην αρχαιολογική πραγματικότητα, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια, με τις συχνές παρεμβάσεις ιδιωτών σε ζητήματα που, εξ αρμοδιότητος, χειρίζεται η Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Θα ξεκινήσω αυτήν την εξέταση αναφερόμενος σε ένα παράδειγμα παρέμβασης ιδιωτών σε αρχαιολογική υπόθεση στην Αρχαία Μέσσήνη. Το περιστατικό σχολιάστηκε τον περασμένο Ιούλιο στην ηλεκτρονική εφημερίδα eleftheriaonline.gr από τον Πέτρο Θέμελη, ανασκαφέα της Αρχαίας Μεσσήνης. Το σχόλιο του Θέμελη αφορούσε σε μία παλαιότερη παρέμβαση κατοίκων του Μαυροματίου στη συζήτηση για τη χωροθέτηση ενός νέου μουσείου Αρχαίας Μεσσήνης με την αξίωση της ανέγερσής του σε σημείο πλησιέστερο στο χωριό τους.
Εν προκειμένω, η παρέμβαση των κατοίκων στηριζόταν στο επιχείρημα ότι οι αρχαιότητες της περιοχής τούς ανήκουν και ως εκ τούτου δικαιούνται να διεκδικούν και οι ίδιοι ρόλο στη χάραξη της αρχαιολογικής πολιτικής. Ευτυχώς, όπως σωστά τονίστηκε από τον Θέμελη, η ιδέα της ίδρυσης νέου μουσείου δεν υλοποιήθηκε. Παρά ταύτα, θα διαφωνήσω σε μία ανάγνωση αυτού του περιστατικού και συγκεκριμένα στη δήλωση του ανασκαφέα ότι «οι αρχαιότητες δεν αναγνωρίζουν ιδιοκτήτες, παρά μόνον υπεύθυνους πολίτες».
Στην προκειμένη περίπτωση κάτοικοι του Μαυροματίου αμφισβητούσαν το ιδιοκτησιακό καθεστώς των αρχαιοτήτων και τα εμπράγματα δικαιώματα του Δημοσίου που θεμελιώνουν την εξουσία που αυτό ασκεί επί των αρχαιοτήτων. Θα συμπλήρωνα, λοιπόν, στο σχόλιο του Θέμελη ότι οι υπεύθυνοι πολίτες οφείλουν να αναγνωρίζουν το ιδιοκτησιακό καθεστώς που διέπει τις αρχαιότητες, όπως αυτό ορίζεται στον αρχαιολογικό νόμο (Ν.3028/2002).
Το δικαίωμα πρόσβασης στα πολιτιστικά αγαθά
Η κυριότητα των αρχαιοτήτων δεν είναι έννοια κενή περιεχομένου στα αρχαιολογικά ζητήματα. Μαζί με την κατοχή μνημείων αποτελούν δικαιικές έννοιες, με τις οποίες ρυθμίζονται ζητήματα που εγείρονται από την ύπαρξη υλικών καταλοίπων του παρελθόντος ανά την ελληνική επικράτεια. Τα έως το 1453 μνημεία ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, ενώ για τα μεταγενέστερα το δικαίωμα της κυριότητας ασκείται με όρους του αρχαιολογικού νόμου. Η γνώση αυτών των εννοιών συνιστά βασική προϋπόθεση για τον σεβασμό του θεσμικού πλαισίου για τις αρχαιότητες και τα μνημεία εν γένει.
Να σημειωθεί ότι έως σήμερα η συζήτηση γύρω από αυτές τις έννοιες ξεκινούσε κυρίως όταν η Εκκλησία ήγειρε αξιώσεις πάνω σε μνημεία στο πλαίσιο της χρήσης τους ως χώρων δημόσιας λατρείας. Μάλιστα, με παραδείγματα, όπως αυτό της Ροτόντας τη δεκαετία του 1990, αποδείχτηκε πως η Εκκλησία (εν προκειμένω η Μητρόπολη Θεσσαλονίκης) αμφισβητούσε το ιδιοκτησιακό καθεστώς ενός μνημείου (τα εμπράγματα δικαιώματα του Δημόσιου) και αδυνατούσε να αναγνωρίσει ότι η Πολιτεία αποφασίζει κυριαρχικά για τη χρήση του. Αυτή τη θεσμική διάσταση παρέβλεψε η ίδια την κυβέρνηση στην πρόσφατη απόφασή της για τη μεταβίβαση μνημείων στην Εταιρεία Ακινήτων του Δημοσίου, την ακύρωση της οποίας αιτείται ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων με προσφυγή του στο Συμβούλιο της Επικρατείας.
Στις μέρες μας η συχνή εμπλοκή πολιτών σε ζητήματα αρχαιολογικής πολιτικής εκδηλώνεται με επίκληση σχετικών διατάξεων της UNSECO και του άρθρου 24 του Συντάγματος για την πρόσβαση στα πολιτιστικά αγαθά. Κατ’ εξουσιοδότηση της συγκεκριμένης συνταγματικής διάταξης εκδόθηκε ο ισχύων αρχαιολογικός νόμος, το εργαλείο των υπαλλήλων της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας. Όλοι γνωρίζουμε ότι στην Ελλάδα η Αρχαιολογική Υπηρεσία είναι το αρμόδιο κρατικό όργανο που έχει την υποχρέωση της προστασίας του αρχαιολογικού περιβάλλοντος και της εγγύησης για την άσκηση των σχετικών δικαιωμάτων των πολιτών. Τον τελευταίο καιρό, όμως, η συζήτηση έχει στραφεί αλλού.
Στο πλαίσιο της προώθησης της Δημόσιας Αρχαιολογίας έχει υποστηριχθεί εντός αρχαιολογικών κύκλων ότι οι τοπικές κοινωνίες θα πρέπει να έχουν ενεργό συμμετοχή τόσο στην παραγωγή της αρχαιολογικής γνώσης όσο και στην προστασία της αρχαίας κληρονομιάς. Με άλλα λόγια, προτείνεται ένα μοντέλο συνδιαχείρισης των αρχαιοτήτων και των μνημείων από την Αρχαιολογική Υπηρεσία και τις τοπικές κοινωνίες, το οποίο όμως συνεπάγεται την αφαίρεση της συνταγματικά προβλεπόμενης αποκλειστικότητας που το Κράτος έχει όσον αφορά στην αρμοδιότητα επί της προστασίας της αρχαιολογικής κληρονομιάς της χώρας.
Το μοντέλο της δημόσιας διοίκησης
Οι παραπάνω αντιλήψεις για αλλαγές στην προστασία και διαχείριση των μνημείων ενισχύονται από σκέψεις για τη μεταβολή του ισχύοντος μοντέλου Δημόσιας Διοίκησης στην Ελλάδα. Η Δημόσια Διοίκηση εδώ και χρόνια κινείται στον δρόμο της μεταρρύθμισης μέσω της αποκέντρωσης. Στην Αρχαιολογική Υπηρεσία ήδη είδαμε αλλαγές στον τρόπο οργάνωσης των Εφορειών Αρχαιοτήτων προς αυτήν την κατεύθυνση.
Το 2014 οι Εφορείες Αρχαιοτήτων οργανώθηκαν ανά νομό, εγκαταλείποντας την παγιωμένη επιστημολογική κατάταξη που ίσχυε έως τότε (Προϊστορικών-Κλασικών ή Βυζαντινών Μεταβυζαντινών Αρχαιοτήτων). Επιπλέον, ένα μεγάλο τμήμα του αρχαιολογικού έργου πραγματοποιείται εδώ και καιρό μέσω των Προγραμματικών Συμβάσεων με τους φορείς της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Παράλληλα, στη δημόσια συζήτηση για τη διακυβέρνηση οι καθιερωμένοι θεσμοί (το ιεραρχικό διοικητικό μοντέλο) αμφισβητούνται και επιδιώκεται η αντικατάστασή τους από έναν νέο τύπο δημόσιας διοίκησης με όρους συμμετοχικότητας. Στο πλαίσιο των προσπαθειών απομείωσης τού έως τώρα κυρίαρχου ρόλου του Κράτους, γίνεται λόγος για τη θέσπιση θεσμών διαβούλευσης, όπου οι πολίτες θα συμμετέχουν στις διαδικασίες λήψης των αποφάσεων και χάραξης δημόσιων πολιτικών. Αυτές οι σκέψεις για τη συμμετοχή πολιτών στη λήψη αποφάσεων διατυπώθηκαν πρόσφατα και με αφορμή τη συζήτηση για την αναθεώρηση του Συντάγματος.
Οι δηλώσεις Παγκάλου και το Ναύπλιο
Σχετικά με την προώθηση του μοντέλου της αποκεντρωμένης διοίκησης και τα πολιτιστικά αγαθά θα περιορισθώ σε ένα σχόλιο του Θεόδωρου Πάγκαλου. Σε συνέντευξή του στο ραδιόφωνο ΒΗΜΑ FM την 25.07.2017 ο πρώην υπουργός άσκησε δριμεία κριτική στο υπουργείο Πολιτισμού με αφορμή την πρόθεση της τότε υπουργού Λυδίας Κονιόρδου να κινήσει διαδικασία χαρακτηρισμού ως μνημείου γνωστής ταβέρνας στο Λυγουριό.
Το σχόλιο του Θεόδωρου Πάγκαλου είναι αξιόλογο καθώς, ενώ ο ίδιος υπήρξε λάβρος κατά του υπουργείου Πολιτισμού στη συγκεκριμένη συνέντευξη, απέρριψε αμέσως τη σκέψη της αποκέντρωσής του (υπαγωγή στους Ο.Τ.Α.), την οποία προς στιγμήν υποστήριξε, αναγνωρίζοντας ότι «τότε θα επικρατήσει ο τοπικισμός και θα γίνει το μάλε-βράσε».
Το εάν έχει κάποιος σήμερα επιφυλάξεις απέναντι στις θέσεις του Πάγκαλου, καθιστά τις επιφυλάξεις του Πάγκαλου ακόμη πιο ανησυχητικές στους κινδύνους που αυτές περιγράφουν. Πράγματι, η παραπάνω δήλωση περιέχει μία αλήθεια για μία χώρα, όπου η αστική παράδοση είναι περιορισμένη και επ’ ουδενί μπορεί να θεωρηθεί συγκρίσιμη με αυτήν άλλων χωρών, όπως η Ιταλία, όπου τα δημοτικά μουσεία (όχι απαραίτητα περιουσία του κάθε δήμου) περιγράφουν μία διαφορετική ποιότητα στην αντίληψη της προστασίας της κατά τόπο πολιτιστικής κληρονομιάς.
Σε ό,τι αφορά τα τοπικά συμφέροντα και τη σχέση τους με την ελληνική Αρχαιολογία αρκεί να θυμηθούμε τον αγώνα της Ευαγγελίας Πρωτονοταρίου-Δεϊλάκη, Εφόρου Αρχαιοτήτων Αργολίδος-Κορινθίας, η οποία εφαρμόζοντας αυστηρά την νομοθεσία τις δεκαετίες του 1960 και 1970 έσωσε την πόλη του Ναυπλίου συγκρουόμενη με τον επιχειρηματικό και πολιτικό κόσμο της πόλης.
Το ζήτημα με το “Διάζωμα”
Η περίεργη συνάντηση της Αρχαιολογίας με την αποκέντρωση έχει ήδη συντελεστεί με τη δράση του «Διαζώματος», του σωματείου που από το 2008 στοχεύει στην προστασία και ανάδειξη των αρχαίων θεάτρων τη χώρας. Η επιδίωξη του «Διαζώματος» να εμπλακεί στο Διονυσιακό Θέατρο με χρηματοδότηση από την Νομαρχία Αθηνών είχε συναντήσει την αντίδραση ακαδημαϊκών που το 2010 υπέγραψαν ένα κείμενο το οποίο κατέληγε στη σύσταση: «το ενδιαφέρον της κίνησης πολιτών και ο οίστρος που έχει καταλάβει τελευταία αρχαιολόγους και αναστηλωτές για ανακατασκευές αρχαίων μνημείων, καλό θα ήταν να τραπούν σε πιο χρήσιμα πεδία δράσης».
Ο Γρηγόρης Σηφάκης, ένας από τους υπογράφοντες, σε μία από τις πρώτες δημόσιες τοποθετήσεις ενάντια στις φιλοδοξίες του «Διαζώματος» («Ενθέματα», 10.01.2010), σχολίαζε ότι ο πραγματικός λόγος πίσω από τον ενθουσιασμό για τα αρχαία θέατρα «είναι τα οικονομικά οφέλη που οι φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης προσδοκούν από την “αξιοποίηση” των μνημείων αυτών». Έκτοτε ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων έχει επανειλημμένα καταγγείλει τους σκοπούς του εν λόγω σωματείου.
Το «Διάζωμα» παρουσιάστηκε με τη μορφή κίνησης πολιτών. Στον δημόσιο λόγο για την κοινωνία των πολιτών και τον πολιτισμό το συγκεκριμένο σωματείο έχει στοχοποιηθεί ως προϊόν νεοφιλελεύθερων πολιτικών και εισβολής ιδιωτών στα αρχαιολογικά έργα. Την ίδια στιγμή οι επιτροπές κατοίκων και ο κινηματισμός γύρω από τα αρχαιολογικά-πολιτιστικά πράγματα θεωρούνται από ορισμένους ευπρόσδεκτες δράσεις. Ωστόσο, αυτή η προσέγγιση εξυπηρετεί άλλους σκοπούς από τους διακηρυσσόμενους ή έστω τους επιδιωκόμενους.
Άμεσοι κίνδυνοι
Ο λόγος είναι ότι εν τέλει έχει υιοθετηθεί τόσο από την αναθεωρητική πτέρυγα της Αριστεράς όσο και από την αναθεωρητική Δεξιά η ίδια επιχειρηματολογία για την αρχαιοδιαχείριση (εξωστρέφεια, κοινωνία των πολιτών, ένταξη των μνημείων στην καθημερινότητα του πολίτη κ.λπ.), μέσω της οποίας βάλλεται η αρχαιογνωσία, δηλαδή η θεμελιώδης επιστημονική αρχή για την επαφή μας με τα μνημεία.
Αναμφίβολα, η ανάμειξη των τοπικών κοινωνιών (φορέων αυτοδιοίκησης ή και κινήσεων πολιτών) σε ζητήματα αμιγώς επιστημονικού χαρακτήρα ανοίγει το παράθυρο σε άμεσους κινδύνους για τη διαχείριση (χρήση και προστασία) των μνημείων, όταν το ενδιαφέρον ξεπερνά κατά πολύ τον πήχη της ευαισθησίας επί των αρχαιολογικών πραγμάτων. Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα από το οποίο διαφαίνονται οι κίνδυνοι αυτών των τάσεων αναφέρω την επιδιωκόμενη αναστήλωση του γεφυριού της Πλάκας στα Τζουμέρκα.
Το εν λόγω γεφύρι, νεότερο μνημείο, χρονολογημένο μετά το 1830, γκρεμίστηκε το 2015 έπειτα από βροχόπτωση. Το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, που ανέλαβε την πρωτοβουλία αποκατάστασης του γεφυριού, παρουσίασε δύο πανελλαδικές έρευνες οι οποίες έδειχναν ότι «το 80% της κοινής γνώμης ζητούσε να ξαναστηθεί το γεφύρι».
Εν τοιαύτη περιπτώσει, το Μετσόβιο έσπευσε να αξιοποιήσει τις απόψεις του κοινού για την αναγκαιότητα της επιδιωκόμενης αναστήλωσης, με σκοπό να προεξοφλήσει την εξέλιξη μίας υπόθεσης, η έκβαση της οποίας κρινόταν έως σήμερα από την επιστημονική κοινότητα. Χωρίς να περάσω σε λεπτομέρειες για το συγκεκριμένο αναστηλωτικό πρόγραμμα, θα διερωτηθώ για το τι θα γινόταν τελικά και πώς θα αντιδρούσε το Μετσόβιο, εάν η κοινή γνώμη απέρριπτε την ανακατασκευή του γεφυριού.
Η αξία και η χρήση των μνημείων
Με την προοπτική της κατ’ αυτόν τον τρόπο συμμετοχής της κοινωνίας σε ζητήματα χρήσης και προστασίας μνημείων οι σκοποί της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας θα αποτελούν συνάρτηση ενός αξιακού κώδικα που θα ορίζει η κοινωνία και όχι η επιστημονική κοινότητα μέσω των αρμόδιων κρατικών οργάνων. Έτσι, η αξία των μνημείων μπορεί να κρίνεται με όρους μάρκετινγκ, συγκεκριμένα μετρησιμότητας, σύμφωνα π.χ. με τον αριθμό των επισκεπτών ή και των like στο TripAdvisor.
Σε αυτήν τη γραμμή της επαναξιολόγησης της θέσης των μνημείων είδα τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων το 2013, στην προσπάθειά του να στηλιτεύσει την υποχρηματοδότηση του υπουργείου Πολιτισμού εν μέσω της κρίσης, να διατυπώνει το σύνθημα σε μία διεθνή εκστρατεία: «Τα μνημεία δεν έχουν φωνή, εσύ έχεις!». Δεν θα αμφισβητήσω τις αγαθές προθέσεις του Συλλόγου σε αυτήν την εκστρατεία, αλλά η συμπαράταξη μνημείων και κοινού με την παρουσίαση των πρώτων σε αρνητικό πλαίσιο (ανεπάρκειας λόγου) και των δεύτερων ως μονάδων με περισσότερες δυνατότητες από τα πρώτα, δηλώνει μία περίεργη σημασιολογική σχέση ανάμεσα στις αρχαιότητες και τους πολίτες, που δεν την είχα φανταστεί ποτέ ως αρχαιολόγος.
Πρόσφατα δε, με πρωτοβουλία της νυν υπουργού Πολιτισμού, διοργανώθηκε ημερίδα με θέμα «Τι ρωτάμε την αρχαία πολιτιστική κληρονομιά;». Και σε αυτήν την περίπτωση φάνηκε πως τα μνημεία θα πρέπει να μιλήσουν (ακόμη απορώ πώς), ώστε να αποκτήσουν θέση στην κοινωνία μας ή να δικαιολογήσουν τη θέση που καταλαμβάνουν στη ζωή μας. Αυτές οι προσεγγίσεις είναι ανησυχητικές για μία χώρα με μακρά αρχαιολογική εμπειρία, όπου η συνύπαρξη με τις αρχαιότητες αποτελεί εν πολλοίς οικεία κατάσταση και η προστασία της αρχαιολογικής κληρονομιάς συνταγματικό σκοπό του κράτους, τον οποίο εκπληρώνει η Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Οι αρχαιότητες στην Ελλάδα προβλήθηκαν από την ίδρυση του κράτους στο αξιακό περίγραμμα του έθνους και προστατεύθηκαν ως κτήμα όλων των Ελλήνων. Σε τι, όμως, εξυπηρετεί η αμφισβήτηση της θέσης, που συνέχει το κράτος από τη σύστασή του, ότι οι αρχαιότητες και τα μνημεία έχουν αυταξία, αρχή την οποία είχε ως γνώμονα ο νομοθέτης, προκειμένου να θέσει τις αρχαιότητες στο καθεστώς των εκτός συναλλαγής δημοσίων πραγμάτων;
Στοχεύει στις χρήσεις
Είναι προφανές ότι η συζήτηση για την αξία των μνημείων στοχεύει στις χρήσεις τους. Βέβαια, οι χρήσεις των μνημείων και αρχαιολογικών χώρων δεν απαγορεύονται από τον νόμο. Προβλέπονται για πολιτιστικές δράσεις, σε συνέχεια του δικαιώματος των πολιτών για πρόσβαση στα πολιτιστικά αγαθά, σύμφωνα με επιστημονικά κριτήρια (συμβατότητα χρήσεων με τον χαρακτήρα των μνημείων) και με τη λογική της καταβολής τελών. Ωστόσο, στην εποχή μας τα μνημεία καλούνται από ορισμένους να συμβάλουν στην παροχή υπηρεσιών και να γίνουν κομμάτι της τριτογενούς παραγωγής, κυρίως στον τομέα του τουρισμού, και όχι μόνο σε αυτόν.
Έτσι, το ερώτημα της χρησιμότητας των μνημείων για την οικονομική ευημερία του τόπου διατυπώνεται και θα διατυπώνεται όλο και πιο έντονα. Έχοντας αναγνωρίσει αυτήν την αρνητική προοπτική ο Ian Hodder, πρωτοπόρος της Μεταδιαδικαστικής Αρχαιολογίας, σχολίασε το 2010, υπερασπιζόμενος τη θεώρηση των αρχαιοτήτων με επιστημονικά κριτήρια, πάνω από οποιαδήποτε άλλα: «σε βάθος χρόνου η κληρονομιά που δεν έχει κοινωνική αξία δεν θα συνεχίσει να χρηματοδοτείται και να προστατεύεται».
Αυτό το ενδεχόμενο παραβλέπεται συστηματικά από όσους αγνοούν το κρατικό ελληνικό αρχαιολογικό μοντέλο και στρέφονται συστηματικά εναντίον του στην προσπάθειά τους να επιβάλουν καινοτόμες ιδέες στην αρχαιολογική πρακτική, μεταφέροντας το κέντρο βάρους από την αρχαιογνωσία στην αρχαιοδιαχείριση.