Τα πρώτα βήματα του μικρού Φρέντυ στον κόσμο
10/08/2024Στο πρώτο κάλεσμα της μάνας του ο νεογέννητος Φρέντυ δεν αντέδρασε στην αρχή. Ύστερα, μ’ ένα ελαφρύ σπρώξιμο απ’ τους άλλους, ο μικρός αρκούδος την πλησίασε αργά και απρόθυμα, δυσκολευόμενος ακόμα να την αναγνωρίσει. Μ’ ένα ανυπόμονο κούνημα του κεφαλιού της εκείνη και ένα ελαφρύ μουγκρητό, σα να τον ενθάρρυνε τρυφερά, τον κάλεσε ξανά κοντά της.
Την κοίταξε με απορία εκείνος, αλλά μόνο για λίγο· ύστερα, ακούγοντας σαν από ένστικτο τη φωνή του αίματος, ανοιγόκλεισε το στόμα του με προσπάθεια συγκινητική και ψέλλισε –επιτέλους!– την πολυπόθητη λέξη:
– Μα… μα… μαμάα;
Ήταν πια καιρός. Ο Φρέντυ έτρεξε να χωθεί στην ανοιχτή αγκαλιά της, κάνοντάς την να δακρύσει από χαρά.
– Μωρό μου… γλυκό μου μωρό! ψιθύρισε συγκινημένη η Σάλυ στο άκουσμα της φωνής του γιου της. Κι αφού τον έσφιξε με λαχτάρα επάνω της γεμίζοντάς τον χάδια και φιλιά, τον άφησε να σταθεί απέναντι στους άλλους μιλώντας του γλυκά – γλυκά:
– Έλα τώρα, παιδί μου, να σου γνωρίσω και την υπόλοιπη οικογένεια…
– Οικο… γέ… νεια; ρώτησε ο μικρός Φρέντυ απορημένα, και σηκώθηκε όλο περιέργεια στα πισινά του πόδια, ανοίγοντας με αφέλεια το στόμα του.
Η Σάλυ τον έπιασε τρυφερά απ’ το χέρι και του σύστησε τα παιδιά και τον άντρα της.
– Αυτός είναι ο μπαμπάς σου ο Βίκτωρ· δίπλα του είναι η αδερφή σου η Αντζέλικα· από δω ο μεγαλύτερος αδερφός σου Ντέμης και πίσω του οι δύο μικρότεροι, ο Στρουμπουλός κι ο Δεβαριέσαι. Αγκάλιασέ τους και δώσ’ τους ένα φιλί, αγάπη μου! του είπε συμβουλευτικά η μάνα του, κι εκείνος με μηχανικές κινήσεις έκανε ακριβώς ό,τι του ζήτησε.
– Για δες, Βίκτωρ, άδικα το παρεξηγήσαμε το παιδί…, αναθάρρησε η Σάλυ. Δείχνει φυ-σι-ο-λο-γι-κό-τα-το! Και τονίζοντας ιδιαίτερα την τελευταία λέξη, κοίταξε με νόημα τα σταχτιά θλιμμένα μάτια του άντρα της.
Οι άλλοι φίλοι, στο μεταξύ, πλησίαζαν ένας – ένας για να γνωρίσουν κι αυτοί το μικρό Φρέντυ. Πρώτοι τον χαιρέτησαν ο Μούργος με τον Αζόρ, έχοντας πιο πίσω την Νταίζη, όλα σκυλιά του ξενοδοχείου, παλιοί ένοικοι.
Λίγο πιο πέρα η Φλο – Φλο η κοκκινότριχη αλεπού, η Μαύρη η καρακάξα και η Κουτσουλίτσα, η γυναίκα του κόκορα που ’χε για παρέα έναν τσαλαπετεινό. Ακολούθησαν η Ρόζη η νυφίτσα, που κρατούσε και το ταμείο του ξενοδοχείου, ο Ρίκυ το ελάφι, ο Παρδαλός ο παπαγάλος, ο Εργατικός το μυρμήγκι που φρόντιζε για τα αποθέματα στο κελάρι, καθώς επίσης η Ζουζού, η βασίλισσα μέλισσα που ’χε αναλάβει την κουζίνα, και ο Καρβουνιάρης το χελιδόνι, που έχτισε με την παρέα του τα δωμάτια των ενοίκων.
Ο Μακροβούτης, ο μεγάλος βάτραχος στο γειτονικό ποτάμι, έδωσε το δροσερό χέρι του στο Φρέντυ, κάνοντας ταυτόχρονα μια ελαφριά υπόκλιση. Πίσω του φάνηκαν οι τρεις φιλενάδες: η λυγερόκορμη Αγαθή, μια ζαρκαδίτσα με χρυσόξανθο τρίχωμα και στεφανωμένο κεφάλι, η Χάιδω η ξερακιανή αγελάδα και στην πλάτη της επάνω η Σμαρώ η χήνα, που ξεκουραζόταν απ’ την πολύωρη αναμονή.
Μισό μέτρο απ’ αυτήν, η Ζαχαρένια κι η Μελισσάνθη, οι εργάτριες μέλισσες, ήρθαν παρέα για να χαιρετίσουν τον μικρό Φρέντυ. Το ίδιο έκαναν κι η Λυγερή η πέρδικα με την Τριανταφυλλένια, την πασχαλίτσα που καθόταν νωχελικά επάνω στην πλάτη του Τραγουδιστή, ενός γλυκόλαλου αηδονιού το οποίο ήρθε επί τούτου από το κοντινό δάσος.
Προς το τέλος περίμεναν να χαιρετίσουν το νεογέννητο η Κλάρα η χρυσοπράσινη πεταλούδα, ο Ντορής το κουτσό αλογάκι, ο Γοργοπόδαρος ο λαγός, καθώς και ο Χάρης, το μονόφθαλμο γαϊδούρι, με τη ζουζουνοοικογένεια του Πελεγκρίνου που κουβαλούσε στη ράχη του.
Τον κύκλο των φίλων έκλεισαν τελικά ο Λεωνίδας το λελέκι – που ήταν και γυμναστής των παιδιών – μαζί με την κουκουβάγια την Αθηνά, τη σοφή δασκάλα του σχολείου που στεγαζόταν στον τελευταίο όροφο του ξενοδοχείου με θέα τη γύρω φύση.
Κάποια στιγμή οι χαιρετισμοί πήραν τέλος.
– Επιτέλους! αναστέναξε ανακουφισμένος ο Φρέντυ ζαρώνοντας το αστείο μουτράκι του απ’ τη μεγάλη κούραση. Λίγο έλειψε, πράγματι, να λιποθυμήσει απ’ την ορθοστασία και τα πολλά πασπατέματα. Άπαπα! Πόσο τον κούρασαν όλα αυτά…
Πεινούσε, διψούσε και νύσταζε φοβερά. Ήθελε τόσο μα τόσο να κοιμηθεί στην αγκαλιά της μαμάς του βυζαίνοντας το γαλατάκι της… Γιατί δεν τον άφηναν ήσυχο επιτέλους; Η μαμά αρκούδα, σα να μάντευε τις σκέψεις του, τον έσυρε απαλά στο δωμάτιο τους, κι αφού τον τάισε τον άφησε να αναπαυτεί στο κρεβατάκι του, σβήνοντας πίσω της το φως. Ήταν πια καιρός…
Με το που έπεσε να κοιμηθεί ο μικρός, σηκώθηκε το μεσημέρι της άλλης μέρας. Τα παιδιά του ξενοδοχείου είχαν μόλις γυρίσει από το σχολείο κι ετοιμάζονταν για φαγητό. Η Σάλυ τα είδε και σκέφτηκε να στείλει και το Φρέντυ μαζί τους απ’ το επόμενο κιόλας πρωί.
Τα αδέρφια του την άκουσαν χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό. Σκέφτονταν την καζούρα που θα γινόταν με τ’ άλλα παιδιά στη τάξη. Και δεν έπεσαν έξω. Ο μικρός τους αδελφός γύρισε κλαμένος με χαμένα τα μισά του βιβλία και τετράδια. Μάλιστα η κουκουβάγια, η δασκάλα, έστειλε στους γονείς του αυστηρό σημείωμα, ειδοποιώντας πως θέλει να τους δει επειγόντως. Ο Βίκτορας και η Σάλυ πήγαν να τη βρουν την ίδια κιόλας στιγμή με άσχημα προαισθήματα, τα οποία δυστυχώς επαληθεύτηκαν.
Η δασκάλα τους το ’φερε από δω, το ’φερε από κει, ώσπου στο τέλος τους συμβούλεψε μ’ ευγενικό τρόπο να πάνε το παιδί στο γερο-βούβαλο το γιατρό. Αυτός έμενε στο ακριανό σπίτι του διπλανού χωριού, σ’ ένα μεγάλο στάβλο που ήταν και γιατρείο κι αχυρώνας μαζί, παρέα με τη γυναίκα του κι ένα ζευγάρι βοδιών με τις συμβίες και τα παιδιά τους.
– Αυτός, ίσως, μπορεί να τον κάνει καλά, είπε μυστηριωδώς η δασκάλα και τους ξεπροβόδισε.
Μέσα στη στεναχώρια, οι δόλιοι γονείς πήραν άρον – άρον το παιδί τους απ’ το χέρι και το πήγαν στο γερο-βούβαλο το γιατρό. Πήρε εκείνος το Φρέντυ στο δωμάτιο των ασθενών και τον εξέτασε προσεχτικά με τα ακουστικά του. Ύστερα του έδωσε να συμπληρώσει κάτι τεστ με ζωγραφιές σε κουτάκια κι άλλα περίεργα σχήματα, ζητώντας του συγχρόνως να απαντήσει σε πολύ απλές ερωτήσεις. Σήκωσε στο τέλος το παραβάν και κάλεσε τους γονείς του να τους μιλήσει με ύφος πολύ σοβαρό. Η Σάλυ πετάχτηκε απ’ τη θέση της γεμάτη αγωνία.
– Τι έχει το παιδί μου, γιατρέ; ρώτησε ανυπόμονα το γερο-βούβαλο.
– Λυπάμαι πολύ, κυρία μου, μα το παιδί σας έχει… είναι… να ξέρετε… είναι –πώς το λένε;– ”άγουρο” στο μυαλό.
– Μα είναι μωρό ακόμη· δεν είναι φυσικό; διαμαρτυρήθηκε η μητέρα του.
– Δεν έχει καμία σημασία αυτό κυρία μου, της εξήγησε υπομονετικά εκείνος. Το μυαλό του παιδιού σας, όσο χρονών και να γίνει, θα μένει πάντα το ίδιο… Δυστυχώς…
Αχ! Τι σκληροί που είναι οι γιατροί καμιά φορά…
– Δηλαδή; Επέμενε βασανιστικά ο μπαμπάς αρκούδος τεντώνοντας τ’ αυτιά του για ν’ ακούσει καλύτερα. Μήπως έφταιξε κάτι στη γέννα, γιατρέ; Τ’ άλλα μας τα παιδιά, δόξα τω Θεώ, δεν έχουν τίποτα…
– Αυτό το τελευταίο δεν έχει καμία σχέση. Κι αν θέλετε να ξέρετε, αυτό που έχει ο μικρός σας γιος η επιστήμη μας το λέει… να δείτε πώς το λέει… Ένα λεπτό, παρακαλώ…
Έβαλε τα χοντρά μυωπικά γυαλιά του κι άνοιξε ένα μεγάλο βιβλίο με ιατρικά θέματα που φύλαγε πάντα κάτω από μια μπάλα σανού. Στο εξώφυλλό του έγραφε με μαύρα κεφαλαία γράμματα: “Ο ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ ΤΩΝ ΖΩΩΝ”.
Ο γέρο βούβαλος, ακουμπώντας άβολα με τα πίσω του πόδια σ’ ένα παχνί γεμάτο χόρτα, ξεφύλλιζε πυρετικά με το δεξί μπροστινό πόδι –που το χρησιμοποιούσε κάποιες φορές και σαν χέρι– τις σελίδες που μιλούσαν για την περίπτωση του Φρέντυ. Ξάφνου, στάθηκε σε μια απ’ αυτές, και βλέποντάς την ψιθύρισε πραγματικά εντυπωσιασμένος:
– Το λέει, λοιπόν, “ανωριμότητα και νοητική υστέρηση”. Αυτό είναι! φώναξε θριαμβευτικά ο γιατρός για τη σπάνια αυτή περίπτωση που διέγνωσε.
– Ααα! φώναξε τραγικά η Σάλυ, σκύβοντας το κεφάλι απελπισμένη. Εκείνη την ώρα βγήκε από το εξεταστήριο ο Φρέντυ με τα τεστ που του έδωσαν να συμπληρώσει.
– Τα συμπλήρωσες, παιδί μου; τον ρώτησε ευγενικά ο γερο-βούβαλος.
Ο μικρός γέλασε αμήχανα, παράξενα, σα να μην κατάλαβε την ερώτηση. Ο γιατρός του πήρε απ’ τα χέρια τα χαρτιά και με μια ματιά δεν έκρυψε την απογοήτευσή του.
– Κοιτάξτε εδώ… Παντού μουντζούρες· δε φαίνεται να συμπλήρωσε τίποτα· είναι ακριβώς η περίπτωση που σας έλεγα! Όμως, για ένα λεπτό· τι πάθατε κυρία μου; Ααα… όχι, μην κλαίτε, μην κλαίτε σας παρακαλώ…
Μα η μαμά αρκούδα, μην αντέχοντας πια ν’ ακούσει άλλα, ξέσπασε σε αναφιλητά μπροστά στα έκπληκτα μάτια του παιδιού και του άντρα της. Λίγο μετά, κάνοντας πέτρα την καρδιά της, πήρε απ’ το χέρι το Φρέντυ κι ακουμπώντας στο μπράτσο του συζύγου της άφησε το γιατρείο, έχοντας ακόμη στ’ αυτιά της τα τελευταία λόγια του γιατρού.
– Υπομονή… υπομονή, κυρία μου. Ο Θεός είναι μεγάλος· μην απελπίζεστε…
«Ναι, ο Θεός ήταν μεγάλος και δε θα άφηνε το παιδί της απροστάτευτο…» έλεγε και ξανάλεγε μέσα της η Σάλυ, κι έσφιξε τόσο δυνατά το χέρι του γιου της, που φώναξε εκείνος από πόνο.
– Ε!… Με πονάς, μαμά… κλαψούρισε ο Φρέντυ.
Εκείνη συνήλθε απότομα σαν από όνειρο, και για να ελαφρύνει τη βαριά ατμόσφαιρα ανάμεσά τους πήρε να του λέει ένα παραμύθι ώσπου να φτάσουν στο ξενοδοχείο τους, όπου τους περίμεναν με αγωνία τα άλλα τους παιδιά.
Ο Φρέντυ γνώριζε κιόλας την αρχή του παραμυθιού, ίδια και απαράλλαχτη μ’ όλα τ’ άλλα, κι αυτή ακριβώς ήταν που του άρεσε περισσότερο. Με το που άκουσε, λοιπόν, την πρώτη νότα του εισαγωγικού τραγουδιού, ο μικρός ενθουσιάστηκε ιδιαίτερα και –προς μεγάλη έκπληξη των γονιών του – άρχισε να τραγουδά δυνατά συνοδεύοντας με παραφωνίες τη γλυκόλαλη φωνή της μάνας του:
«Πράσινη κλωστή κλωσμένη
στην ανέμη τυλιγμένη·
δώσ’ της κλότσο να γυρίσει,
παραμύθι να αρχίσει…»
Το παραμύθι συνεχίζεται σε επόμενα μέρη… Το πρώτο μέρος μπορείτε να το διαβάσετε εδώ.