Τα βραβεία αγαπάνε τον Λάνθιμο
10/09/2023Ο κινηματογράφος, όπως άλλωστε έχει ήδη συμβεί στη λογοτεχνία, εξ αιτίας της τεράστιας ποσότητας των παραγόμενων ταινιών, έχει σε μεγάλο βαθμό απολέσει τα περισσότερα ποιοτικά του κριτήρια, έχει διολισθήσει στον περφεξιονισμό της παραγωγής και έχει υποταχθεί στη νομοτέλεια του box office. Επιπλέον, η εμπειρία του Covid δημιούργησε τον εφιάλτη των άδειων αιθουσών, ο οποίος φαίνεται σταδιακά να ξεπερνιέται, χάρη και σε blockbuster νέου τύπου, όπως η “Barbie”, αλλά και με τον εισπρακτικό θρίαμβο του “Oppenheimer”.
Πάντως, με εξαιρέσεις περιπτώσεις σαν το σινεμά του Κρίστοφερ Νόλαν, είναι σαφές πως το αμερικανικό σινεμά που επικυριάρχησε για πολλές δεκαετίες, βρίσκεται σε θεματική και αισθητική αμηχανία, για αυτό και παρατηρούμε την στροφή του παγκόσμιου κοινού στις εθνικές κινηματογραφικές σχολές, ιδιαίτερα στην Ευρώπη.
Κάπως ανάλογα έγινε και μεταπολεμικά, με τους auteurs της nouvelle vague, όταν οι δημιουργοί αποφάσισαν να αφαιρέσουν από τους παραγωγούς τον αποφασιστικό τους ρόλο και να τον κρατήσουν για τον εαυτό τους. Στην εποχή μας αυτό είναι πολύ πιο δύσκολο, γιατί τα budget είναι πολύ μεγάλα για τις εμπορικές απαιτήσεις του industry, γεγονός που σημαίνει ότι απαιτείται πρώτα επαγγελματισμός και μετά έμπνευση, ενώ πλέον υπάρχει και ο ανταγωνισμός από τις ψηφιακές πλατφόρμες.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο της παγκόσμιας αγοράς έχουν διαμορφωθεί δύο τακτικές από τους δημιουργούς. Η μία ακολουθεί την πεπατημένη του εμπορίου, έτσι ώστε ο σκηνοθέτης αφού αποκτήσει μια εμπορική επάρκεια και αναγνώριση από το σύστημα, αποτολμά μια ταινία δικιά του, προσωπική, καλλιτεχνική, με παράδειγμα τον Αλφόνσο Κουαρόν, με το οσκαρικό Roma (προηγούμενες ταινίες του “Gravity”, “Τα Παιδιά των ανθρώπων” κτλ). Η άλλη τακτική ξεκινάει χωρίς συμβιβασμούς, πειραματικά, δραματικά κι αν σταδιακά καταφέρει να σπάσει τη βιτρίνα του συστήματος, αναγνωρίζεται και επιβάλλεται.
Είναι η περίπτωση του Γιώργου Λάνθιμου, o οποίος βραβεύτηκε με τον Χρυσό Λέοντα για την νέα του ταινία “Poor Things”, που αφορά τη γυναικεία χειραφέτηση, με πρωταγωνιστές την Έμα Στόουν, τον Γουίλεμ Νταφόε και τον Μαρκ Ράφαλο. Βασισμένος στο ομότιτλο βιβλίο του ‘Αλισντερ Γκρέι και σε σενάριο του Τόνι ΜακΝαμάρα, διαβάζουμε πως ο Έλληνας σκηνοθέτης αντιστρέφει το μύθο του Φρανκενστάιν και καταθέτει τη δική του άποψη για την ελευθερία και τη χαρά του σεξ, τις ταξικές ανισότητες, την ατομική και κοινωνική αυτοδιάθεση, την επιθυμία και την αγάπη.
Πίσω από την αλλόκοτη γραφή
Μέχρι να δούμε και εμείς το “Poor Things”, ας θυμηθούμε την κινηματογραφική πορεία του Γιώργου Λάνθιμου που βρίσκεται στον αντίποδα της πεπατημένης που προαναφέραμε: Από την Κινέττα (2005), τον Κυνόδοντα (2009), τις Άλπεις (2011), τον Αστακό (2015), έως και τον Θάνατο του ιερού ελαφιού (2017) και την Ευνοούμενη (2018) ο Λάνθιμος χτίζει αργά και σταθερά μια θεματική γύρω από την σκοτεινή πλευρά της ανθρώπινης κατάστασης με βλέμμα εικονοκλαστικό και μια ανατρεπτική weird κινηματογραφική γραφή με ισχυρή εσωτερική συνάφεια.
Εκκινεί πάντα από μια πνευματική αναφορά, είτε αυτή είναι η Παλαιά Διαθήκη, είτε ο Ευριπίδης ή ο Σαίξπηρ για να υπογραμμίσει ότι αποτελεί την ανατρεπτική συνέχεια και καταβυθίζεται στα βαθιά της ανθρώπινης κατάστασης, άλλοτε αναζητώντας απεγνωσμένα την ανθρώπινη επαφή, άλλοτε τις συνέπειες της ευνουχισμένης σεξουαλικότητας ή των απαγορευμένων καρπών της εμπειρίας-γνώσης, είτε αποκαλύπτοντας την συναισθηματική αβεβαιότητα, την τυφλότητα του σύγχρονου κονφορμισμού, την προσωπική και την κοινωνική ευθύνη του καθενός, την ύβρη απέναντι στο δώρο της ζωής, την διαπλοκή της εξουσίας ή την γυναικεία ιδιαιτερότητα στον ανδροκρατούμενο κόσμο μας.
Ο Λάνθιμος δεν έχει απλώς κατακτήσει μια προσωπική γραφή. Είναι καινοτόμος σε πολλά επίπεδα διεθνώς, για αυτό και συσσωρεύει βραβεία. Δεν είναι απλώς weird. Έχει διαμορφώσει ένα καινούργιο κινηματογραφικό langage, δύσκολο, δύσπεπτο πολλές φορές, αλλά νέο, αντισυμβατικό, αλληγορικό, σουρεαλιστικό. Βαθύτατα φροϋδικός, πολιτικός και συμβολικός, ο Λάνθιμος εξισορροπεί την δύναμη της αισθητικής του γροθιάς με το μαύρο χιούμορ και τον σαρκασμό.
Με την “Ευνοούμενη” ο Λάνθιμος δεν έκανε καμία έκπτωση στο σύστημα και στους παραγωγούς. Δεν έκανε κανένα βήμα πίσω για να προσεγγίσει το μεγάλο κοινό. Αυτοί πήγαν σε αυτόν, αφού κατάφερε να χτίσει τον δικό του κόσμο και να τον επιβάλλει. Η μέθοδος Λάνθιμου είναι υπό αυτό το πρίσμα ηρωική για την εποχή μας. Είναι ο αντίποδας της συμβατικής μεθόδου.
Nέα μονοπάτια
Ας εστιάσουμε στην προτελευταία του ταινία, την “Ευνοούμενη”, με την οποία συνέχισε την πορεία του, ανοίγοντας νέα μονοπάτια. Ας θυμηθούμε πως τόλμησε μέσα στον κλονισμό του Brexit να “παίξει” με το πρόσωπο της συμβολικής βασίλισσας Άννας (1666-1714) κατά την διάρκεια της βασιλείας της οποίας, η Αγγλία και η Σκωτία ενώθηκαν σε ένα ενιαίο κυρίαρχο κράτος, το Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας (Acts of Union – 1707). Έτσι, η Άννα έγινε η τελευταία βασίλισσα της Αγγλίας, η τελευταία βασίλισσα της Σκωτίας, η τελευταία του Οίκου των Στούαρτ, η πρώτη ηγεμόνας της Μεγάλης Βρετανίας, ενώ συνέχισε να φέρει το ξεχωριστό στέμμα της βασίλισσας της Ιρλανδίας και τον τίτλο της βασίλισσας της Γαλλίας.
Ο Λάνθιμος, αφού με τις προηγούμενες ταινίες του κατέλυσε κάθε έννοια ηθοποιίας, αναδεικνύοντας τον απρόσωπο και χειραγωγημένο άνθρωπο της εποχής μας, στην “Ευνοούμενη” με την Ολίβια Κόλμαν, την Έμμα Στόουν και την Ρέιτσελ Βάις έφερε την υποκριτική τέχνη σε πολύ ψηλά επίπεδα, αποκαλύπτοντας μια μεγάλη γκάμα ψυχικών καταστάσεων. Δεν υπάρχει αμφιβολία πως οι τρεις ηθοποιοί έπαιξαν όπως έπαιξαν, επειδή τις οδήγησε αυτός εκεί. Οι παραμορφώσεις του χώρου, τα gros plan, τα κουστούμια, ο εξαιρετικός συνδυασμός του sound design και της μουσικής και το μοντάζ ήταν όλα άψογα και λανθιμικά.
Τώρα, σε ό,τι αφορά τα Όσκαρ, η “Ευνοούμενη” ήταν υποψήφια για δέκα και πήρε μόλις ένα, A’ Γυναικείου Ρόλου για την Ολίβια Κόλμαν στον ρόλο της Βασίλισσας Άννας. Για τα Oscar φτάνει μόνο να επισημάνουμε ότι αυτό των κουστουμιών το είχε πάρει το “Black Panther”, η αποθέωση του αμερικάνικου κιτς… Πάντως, όλες οι εκτιμήσεις φέρουν το “Poor Things” να μπαίνει και αυτό στην τροχιά των Όσκαρ, με τους κριτικούς και τον παγκόσμιο Τύπο να αποθεώνουν για άλλη μία φορά το σινεμά του Λάνθιμου…