“The Brutalist”: Μία ταινία που θα μπορούσε να ήταν αριστούργημα
14/02/2025
Ένα εξαιρετικά φιλόδοξο εγχείρημα, το “The Brutalist”, του ηθοποιού-σκηνοθέτη Μπρέιντι Κορμπέ (Brady Corbet), παραπέμπει σε μεγάλες αφηγήσεις του παρελθόντος (τύπου Νέου Χόλιγουντ), γυρισμένο σε φιλμ και με φωτογραφία άξια μνημόνευσης. Μία βιογραφία που στοιχειώνει τον θεατή για τα φαντάσματα του παρελθόντος: Ολοκαύτωμα, προβλήματα μετανάστευσης με φτώχεια και πείνα στο Νέο Κόσμο, τη νέα γη της επαγγελίας, και την εκ νέου επιστροφή στις ρίζες, την παλιά γη της επαγγελίας.
Η ταινία, ήδη πολυβραβευμένη, είναι ένα προσωπικό οδοιπορικό στον ήρωα του μύθου Λάζλο Τοθ (Adrien Brody), έναν Ουγγρο-Εβραίο αρχιτέκτονα, που θα γλιτώσει από τα κρεματόρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης του Γ’ Ράιχ και θα καταλήξει αρχικά στις ΗΠΑ με όνειρα και εν τέλει στο νεοσύστατο Ισραήλ, ως εκ νέου κατατρεγμένος και απογοητευμένος από την σκληρότητα της αμερικανικής καπιταλιστικής ζωής.
Στο τέλος της ζωής του θα καταξιωθεί ως εκ των σημαντικότερων αρχιτεκτόνων του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, με προσωπικό του όραμα στις λιτές κατασκευές του, μια αναπαράσταση των συνθηκών των κελιών που φυλακίστηκε στο Μπούχενβαλντ. Η ζωή του έχει στόχο να ξυπνήσει μνήμες εξαθλίωσης ενός καταπονημένου λαού, του εβραϊκού, που δεν βρίσκει πουθενά τόπο να γίνει αποδεκτός.
Το τέλος της ταινίας σε βρίσκει να αναρωτιέσαι αν ο ήρωας είναι πραγματικό πρόσωπο και αν αυτό που μόλις παρακολούθησες ήταν μία ιστορία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα. Εδώ ο μύθος συναντά την ίδια την ζωή. Όχι, ο Λάζλο Τοθ δεν υπήρξε στα αλήθεια, αν και εμπνεύστηκε ο σκηνοθέτης, που υπογράφει το σενάριο μαζί με τη Μόνα Φάστβολτ, από υπαρκτά σχετικά πρόσωπα – έτσι δε συμβαίνει πάντα στις σημαντικές δημιουργίες της τέχνης;
Παραμένει μία μυθοπλαστική επιτυχία των δύο δημιουργών, ένας κινηματογραφικός χαρακτήρας τόσο αληθινός, που αποτελεί και το πλέον συντριπτικό ατού του όλο εγχειρήματος: η κινηματογραφική περσόνα του Τοθ και η εκπληκτική ερμηνεία του Έντριεν Μπρόντι. Σε συνεπαίρνει στο πρώτο μισό της ταινίας, μαγεύει με τον τρόπο που παρακολουθεί ο φακός τον πρωταγωνιστή του, ο οποίος δεν σταματά να περνά από τη μία δοκιμασία στην άλλη, από τον έναν ξεριζωμό στον άλλον. Κάθε φορά ξεκινά εκ νέου, κάθε επιτυχία του ανατρέπεται, ένα ταξίδι ζωής με συνεχείς ανατροπές, εξευτελισμούς και συνεχείς επανακάμψεις.
“Τhe Brutalist”
Η ταινία έχει έναν εξαιρετικό ήχο, μουσική που συνεπαίρνει ώρες-ώρες και κάποιες στιγμές ακατανόητη στην ελαφρότητά της (στη σκηνή που ο πρωταγωνιστής ξυρίζεται, η μουσική υπόκρουση έρχεται από το παρελθόν, είναι μουσική υπόκρουση αρκετών ταινιών του δικού μας Θανάση Βέγγου ως πράκτωρ ΘΒ). Ο Λάζλο Τοθ εμφανίζεται με τα πρώτα πλάνα και με την κάμερα στον ώμο του, με έναν παρόμοιο ύφους κινηματογράφησης που εισάγει στο “Ο Γιος του Σαούλ” (2015) ο Λάζλο Νέμες (Ούγγρος δημιουργός, ενώ ο Σαούλ είναι επίσης Εβραίος επιζών στο Άουσβιτς), δημιουργώντας όλη αυτή τη ζωντάνια και την αγωνία ενός μετανάστη σε μία ξένη και άγνωστη χώρα. Μία πολύ επιτυχημένη εκκίνηση του μύθου.
Ο Τοθ αρχικά συνδέεται με ένα ξάδερφο της γυναίκας του (η οποία παραμένει στην Ευρώπη, αφού γλίτωσε και εκείνη από τα κρεματόρια), μια σχέση που δεν θα εξελιχθεί καλά. Και πάλι εκδιώκεται και γίνεται εργάτης σε καρβενεμπόριο και διάφορων κατασκευών. Ο Τοθ θα συνδεθεί με έναν πάμπλουτο επαρχιώτη Αμερικάνο μεγιστάνα, ο οποίος και θα του δώσει αναπάντεχα την ευκαιρία να εξασκήσει την αρχιτεκτονική του ιδιοφυία εκ νέου. Καταπιάνεται με ένα φιλόδοξο σχέδιο του Αμερικανού, την κατασκευή ενός ιδρύματος, σε έναν λόφο απέναντι από τη βίλα που μένει. Στην ίδια βίλα θα φιλοξενηθεί και ο Λάζλο, κι εκεί θα καταφέρει με κόπους και διάφορους τρόπους να φέρει τη γυναίκα και την ανιψιά του από την Ευρώπη – με τη βοήθεια των γνωριμιών του πάμπλουτου Αμερικάνου.
Ας μην μπούμε σε περισσότερες λεπτομέρειες που δεν έχουν σημασία. Η πλοκή εξελίσσεται εξαιρετικά στο πρώτο μισό της ταινίας, πελαγοδρομεί στο δεύτερο και χάνει όλη τη λάμψη της η ταινία, που θα μπορούσε οριακά να είναι ένα αριστούργημα – όχι δεν είναι, αλλά θα μπορούσε. Η αφήγηση εξελίσσεται με έναν τρόπο μονομερή, παρουσιάζει στο πρώτο μισό κάθε λεπτομέρεια, διαλόγων, χαρακτήρων, εξαρτήσεων και παθών του πρωταγωνιστή, ενώ φαίνεται να χάνει τη δύναμή του (η αφήγηση και ο πρωταγωνιστής) όταν μπαίνει στο κάδρο η (πλέον) ανάπηρη (επιζούσα του Άουσβιτς) γυναίκα του Λάζλο, η Ερζέμπετ (Felicity Jones) και η ανιψιά του Ζόφια (Raffey Cassidy). Το κέντρο βάρους της πλοκής μετατοπίζεται.
Η γυναίκα του παρουσιάζεται απότομα, με ισχυρή προσωπικότητα, επηρεάζει τα πράγματα και τις καταστάσεις, χάνεται σταδιακά το κέντρο του πρωταγωνιστή και η πλοκή αιωρείται αδύναμα, χωρίς ιδιαίτερο στόχο. Μια ασάφεια πλανάται, ενώ διαδραματίζεται μια υποβόσκουσα έχθρα του ζευγαριού με τους πλούσιους ευεργέτες(;) τους. Η εξέλιξη με τον αναπάντεχο βιασμό (πολύ αδύναμη σκηνή, με εμφανώς αστείο τρόπο – ρούχα πάνω στα ρούχα βιασμός δεν γίνεται), παραμένει αχρείαστη και εντελώς άστοχη ως εύρημα: σε κανένα σημείο της αφήγησης έως τότε δεν είχε φανεί κάτι που θα μπορούσε να δικαιολογήσει αυτή την αναπάντεχη τροπή του χαρακτήρα του Αμερικανού κροίσου.
Η σκοτεινή αποτύπωση της Αμερικής
Αυτή η σκηνή είναι σκηνή που δεν δικαιολογείται, όπως δεν δικαιολογείται επακριβώς γιατί οι πρωταγωνιστές θεωρούν ότι οι Αμερικανοί δεν τους θέλουν εκεί, δεν τους θέλουν στα πόδια τους ως φυλετική ομάδα. Παρουσιάζεται ένα σύνδρομο καταδίωξης που η πλοκή δεν φροντίζει ιδιαίτερα να το εξηγήσει, μάλλον σαν ιδεολόγημα των πρωταγωνιστών, που εκφράζουν μία γενικότερη δυσαρέσκεια απέναντι στον Δυτικό Κόσμο και τον τρόπο που φέρθηκαν απέναντι στο λαό τους μέρος αυτών (Ολοκαύτωμα).
Η Αμερική στο “The Brutalist” μοιάζει σκληρή, κυνική, εξουσιαστική, αλαζονική και το πρόσωπο του Αμερικανού μεγιστάνα, μιας υψηλής κοινωνικοοικονομικής τάξης των ΗΠΑ, ο Harrison Lee Van Buren Sr. (που ερμηνεύει με δωρική αρτιότητα ο Guy Pearce) είναι αυτή η Αμερική που δεν χαρίζεται σε κανέναν, με μία ωμή και ακραία καπιταλιστική δομή, που αν χρειαστεί γίνεται εκτός από εκβιαστική και βιαστής, μία ανάγνωση γεμάτη υπερβολές.
Η ταινία συνδυάζει αρκετά στιλ κινηματογράφησης, επιτυγχάνει αρκετές, επίσης, καλογυρισμένες σεκάνς με καλή φωτογραφία και φιλόδοξες κατασκευές (αρχιτεκτονικά μοντέλα, κ.ά.). Η κάμερα στο χέρι αρχικά θα δώσει τη σειρά της σε σταθερά πλάνα, κοντινά ή μακρινά, ή πανοραμικά που εντυπωσιάζουν, και πολλούς θεατρικούς διαλόγους (με ενδιαφέρον, χωρίς να κουράζουν) με ένα συμβατικό συμπαθητικό στιλ, ενώ όπου χρειάζεται, οι χώροι και τα κλειστοφοβικά πλάνα οδηγούν τον θεατή στο ασφυκτικό εσωτερικό κόσμο του πρωταγωνιστή. Οι χώροι που έχουν επιλεχθεί είναι ιδανικοί για την αφήγηση, μεταφέρουν έξοχα την πλοκή και τον αγώνα επιβίωσης του Λάζλο και το ύφος των χαρακτήρων που εμπλέκονται. Ο κόσμος που κατασκευάζεται είναι τόσο αληθινός όσο και ο χαρακτήρας του Λάζλο.
Η ταινία εντυπωσιάζει με τον τρόπο που περιγράφει και αναπαριστά τα αρχιτεκτονήματα, μίας Μπαουχάουζ μοντερνιστικής μορφής κτίρια, που φιγουράρουν δεσποτικά και μαγευτικά για την απλότητα της γραμμής τους, και τα λαβυρινθώδη δωμάτια και διαδρόμους τους. Ο Λάζλο Τοθ εκπροσωπεί έναν χαμένο για εμάς κόσμο, εκείνον του οδυνηρού 20ου αιώνα, που έφερε μεγάλο πόνο με δύο παγκοσμίους πολέμους και ταυτόχρονα μεγάλη πρόοδο στις τέχνες, τα γράμματα και την τεχνολογία.
Αυτή η εξέλιξη, όπως αναπτύσσεται στο φιλμ είναι ένα κέρδος για τη μυθοπλασία του, αν και τελειώνει απότομα και φτάνει στο τέλος του ανορθόδοξα. Ο Λάζλο Τοθ μέσα από την απόγνωση της επιβίωσής του, τον πόνο, τα πάθη και τα ναρκωτικά που τον ευτελίζουν, καταφέρνει να επιβιώσει, να ευημερήσει, να γίνει ένας καταξιωμένος αρχιτέκτονας, με όραμα την αιωνιότητα. Για τον Λάζλο η δημιουργία ενός αρχιτεκτονήματος μπορεί να τον αφήσει στην αιωνιότητα και αυτός ο τελικός προορισμός είναι που έχει τη μεγαλύτερη σημασία από το όποιο ταξίδι τον έφτασε ως εκεί.
Μία αντίθεση με την Καβαφική Ιθάκη και τον ύμνο στο ίδιο το ταξίδι και όχι τον προορισμό. Εδώ αντιπαρατίθενται δύο διαφορετικές οπτικές και φιλοσοφικές θεάσεις του κόσμου. Αν και η ίδια η ταινία ανατρέπει τη Λάζλιο οπτική, αφού περιγράφει το ταξίδι του Λάζλο προς την καταξίωση, και το φιλμ το ίδιο γίνεται αυτή η πορεία που έχει τη σημασία της και όχι η κατάληξη του πρωταγωνιστή σε ένα μουσείο ή μια εκδήλωση με χειροκροτήματα. Αν και αξίζει κανείς να δει αυτή την ταινία, παραμένει μια χαμένη ευκαιρία να αποτελέσει ταινία-σταθμό και χάνεται μέσα σε ιδεολογήματα και τις υπερβολικές αναγνώσεις.