ΘΕΜΑ

Θεσσαλονίκη: Ρεμπετο-προσφυγούπολη και μούσα του Τσιτσάνη

Θεσσαλονίκη: Ρεμπετο-προσφυγούπολη και μούσα του Τσιτσάνη, Πάνος Σαββόπουλος

Η Θεσσαλονίκη, σα μεγαλούπολη πολυεθνική και πολυπολιτισμική, μάλιστα με λιμάνι, είχε πάντα έντονη μουσική δραστηριότητα. Σημειωτέον, ότι η Θεσσαλονίκη είναι μακράν η πρώτη πόλη σε όλον τον Ελληνισμό, που το όνομά της αναφέρεται σε τραγούδια όλων των κατηγοριών! Σκεφτείτε ότι από τις αρχές του 1900 υπήρχαν εκεί υποκαταστήματα από 5-6 παγκοσμίως μεγάλες φωνογραφικές εταιρείες, με εκδοτική δραστηριότητα σε τραγούδια δημοτικά, σμυρναίικα, πολίτικα, πατριωτικά, σεφαραδίτικα και τούρκικα.

Η Θεσσαλονίκη έρχεται δεύτερη μετά τον Πειραιά, ως συμβολή στη δημιουργία και τη διάδοση των ρεμπέτικων τραγουδιών! Ο Πειραιάς έχει τα πρωτεία, λόγω της παρουσίας των βασικών θεμελιωτών του ρεμπέτικου: Μάρκου Βαμβακάρη, Ανέστη Δελιά, Γιώργου Μπάτη, Γιουβάν Τσαούς, Δημήτρη Γκόγκου, Απόστολου Χατζηχρήστου, Γιάννη Παπαϊωάννου κ.α., όπως επίσης και από το πλήθος Μικρασιατών καλλιτεχνών του τραγουδιού, οι οποίοι εγκαταστάθηκαν εκεί. Να προσθέσω, ότι και το εργοστάσιο παραγωγής των δίσκων ήταν δίπλα τους, στην Αθήνα.

Από την Θεσσαλονίκη πέρασαν μετά το 1900 (για μικρά ή μεγαλύτερα διαστήματα) μεγάλα ονόματα του τραγουδιού. Έτσι, το 1910; έφτασε από την Πόλη η Ρόζα Εσκενάζη. Το 1919 έφτασε από τη Στρώμνιτσα ο Δημήτρης Σέμσης-Σαλονικιός. Επίσης εκεί βρήκαν καταφύγιο οι πρόσφυγες καλλιτέχνες της μουσικής: Ρίτα Αμπατζή, Αγάπιος Τομπούλης, Κώστας Κανούλας κ. ά. Ο Στέφανος Βέζος, μάλιστα, εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Θεσσαλονίκη.

Το 1921 γεννήθηκε ο Μανώλης Χιώτης στην Θεσσαλονίκη. Το 1922 έφτασε, από την Πόλη, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, ο οποίος το 1955 μετακόμισε οριστικά στην Αθήνα. Να αναφέρω και τους Θεσσαλονικιούς τραγουδιστές Τάκη Μπίνη, Στέλλα Χασκήλ και Σεβάς Χανούμ, όπως και τον μπουζουξή και συνθέτη Χρήστο Μίγκο. Ο τελευταίος συνέθεσε, άγνωστο πότε, το ανηχογράφητο “Ο Χάρος έστησε χορό”, στο οποίο αναφέρονται τεκέδες και τεκετζήδες της Θεσσαλονίκης. Ντοκουμέντο!

Γεντί Κουλέ

Μεταξύ 1929-1936 είχαν εμφανιστεί στη δισκογραφία κάποια ρεμπέτικα, με αναφορές κυρίως στο Γεντί Κουλέ και στην ίδια την πόλη. Σημειωτέον, ότι το Γεντί Κουλέ κρατάει τα πρωτεία σε αναφορές στα ρεμπέτικα, σε σχέση με τις άλλες φυλακές της Ελλάδας. Η ποσοστιαία κατανομή έχει ως εξής: Γεντί Κουλέ 25%, Ανάπλι και Συγγρού από 14%, Παλιά Στρατώνα και Παραπήγματα από 9% και όλες οι υπόλοιπες φυλακές μαζί 29%. Παρακάτω το κορυφαίο “Η φωνή του αργιλέ” (Β. Παπάζογλου) 1934.

Και προσοχή! Τα βίντεο που σας προτείνω σήμερα, έχουν ήχο τέτοιας ποιότητας που δεν θα βρείτε ξανά στο διαδίκτυο! Για το Γεντί Κουλέ υπήρχαν τραγούδια και στις γλώσσες των εθνοτήτων που ζούσαν στη Θεσσαλονίκη, όπως τo σεφαραδίτικο-ισπανοεβραίικο “La huerfana del prisionero”.

Στο ρεμπέτικο τραγούδι, η Θεσσαλονίκη, μπήκε με ουσιαστικό τρόπο μετά τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου του 1936, όταν το καθεστώς του Μεταξά αποφάσισε την “κάθαρση” του ελληνικού τραγουδιού και έτσι εξαπέλυσε απηνή διωγμό στο ρεμπέτικο, τους δημιουργούς και τους ερμηνευτές του. Αφού “προπονήθηκαν” τα μεταξικά… ξεφτέρια με τη “Βαρβάρα” του Π. Τούντα (για την οποία έγιναν κατασχέσεις δίσκων, δικαστήρια και επιβολή προστίμων), έπεσαν όλοι πάνω στον (αρχαιο-ελληνικότατο!) “μανέ” (βαφτίζοντάς τον τούρκικο οι άσχετοι…) και τον απαγόρευσαν!

Και δεν σκέφτηκαν ποτέ, οι νηπύτιοι ότι οι ύμνοι που άκουγαν στις εκκλησίες γονυπετούντες επιδεικτικά, ήταν τονισμένοι ακριβώς στους ίδιους βυζαντινούς ήχους με τους μανέδες! Στη συνέχεια, ήρθε και το αποκορύφωμα με την ανακοίνωση του Υφυπουργείου Τύπου και Τουρισμού, η οποία απαγόρευε τη δημόσια εκτέλεση των «μανέδων και ρεμπέτικων», αλλά και των σχετικών ηχογραφήσεων.

Θεσσαλονίκη, ρεμπέτικο και Μουσχουντής

Αποτέλεσμα ήταν οι δημιουργοί και ερμηνευτές του ρεμπέτικου να μείνουν άνεργοι και να είναι σε απόγνωση, κυρίως αυτοί που είχαν δημιουργήσει οικογένεια. Πληροφορήθηκαν όμως, ότι τότε στη Θεσσαλονίκη έπνεε άλλος άνεμος, αφού εκεί έκανε κουμάντο ο Νίκος Μουσχουντής, διευθυντής της Γενικής Ασφάλειας Θεσσαλονίκης και αμφιλεγόμενη, κατά πολλούς, προσωπικότητα. Ο Μουσχουντής ήταν φανατικός ρεμπετόφιλος, είχε δε στην κατοχή του 5.000 δίσκους γραμμοφώνου με ρεμπέτικα, ποσότητα πολύ μεγάλη ακόμα και για σημερινούς συλλέκτες!

Άρχισαν, λοιπόν, οι συντελεστές του ρεμπέτικου να ανηφορίζουν (σαν ρεμπετο-πρόσφυγες) στην Θεσσαλονίκη για αναζήτηση μουσικής απασχόλησης! Ο Μουσχουντής τους προστάτευε με κάθε τρόπο και μάλιστα σε κάποιους έβρισκε δουλειά, αφού είχε άριστες σχέσεις με όλα τα μαγαζιά, αλλά και γιατί τον έτρεμε άπασα η Θεσσαλονίκη, επειδή είχε γενικότερη ισχύ και κατάφερνε ό,τι ήθελε! (Μόνο την κτηνώδη δολοφονία του Πολκ δε μπόρεσε να κουκουλώσει, όσο κι αν βόγκηξε…).

Ο Μάρκος Βαμβακάρης, από τους πρώτους που έτρεξαν στη ρεμπετο-ελεύθερη πόλη, μιλούσε με τα καλύτερα λόγια για τον Μουσχουντή. Αναφέρει στη βιογραφία του (έκδοση 1973, σελ. 166) ότι έπιναν μαζί καφέ κι ότι τακτικά ο Μουσχουντής (φορώντας κοστούμι) τον έπαιρνε μαζί με τον Γ. Μπάτη και πήγαιναν έξω από την πόλη, σε μικρά μαγαζάκια για να μην τους αναγνωρίζουν! Εκεί, τούς κέρναγε χασίσι κι αυτοί τού έπαιζαν και τραγουδούσαν! Λέει ακριβώς ο Μάρκος: «Φουμέρναμε εμείς μπροστά του και μάς έδινε πράμα αυτός να φουμάρουμε». Επίσης λέει ότι «Ήτανε μερακλής άνθρωπος ο Μουσχουντής, τού άρεζε το οργανάκι αλλά ο ίδιος δε φούμερνε…».

Ρεμπετο-πρόσφυγες στη Θεσσαλονίκη, εκτός από τον Μάρκο και τον Μπάτη, ήταν οι: Στράτος Παγιουμτζής, Δημήτρης Γκόγκος, Γιάννης Παπαϊωάννου, Απόστολος Χατζηχρήστος, Μιχάλης Γενίτσαρης και πολλοί άλλοι. Μιλάμε, τελικά, για κόσμο αμέτρητο και άγνωστο στους πολλούς, που ανεβοκατέβαινε και δούλευε για μεγαλύτερα ή μικρότερα διαστήματα και έτσι βολεύτηκαν οικονομικά πολλές οικογένειες καλλιτεχνών του ρεμπέτικου! Προφανώς, διαδόθηκαν ζωντανά και από αυθεντικό χέρι, τα ρεμπέτικα της εποχής, αλλά έτσι γράφτηκαν και κάποια καινούργια.

Ο Τσιτσάνης υμνεί την Θεσσαλονίκη

Το 1938 βρέθηκε κι ο Τσιτσάνης στην Θεσσαλονίκη, ως φαντάρος ασυρματιστής, στο τάγμα τηλεγραφητών. Την ίδια χρονιά, μάλιστα, έγραψε το ζεϊμπέκικο “Ο ασυρματιστής”. Σημειωτέον ότι ο Τσιτσάνης έγραψε τα περισσότερα από τα 101 προπολεμικά τραγούδια του στη Θεσσαλονίκη, τα οποία κατέβαινε και ηχογραφούσε στην Αθήνα, με άδειες που έπαιρνε και τις οποίες συχνά παραβίαζε, με αποτέλεσμα κάποιες φορές να καταλήγει στο πειθαρχείο. Λέγεται ότι στο πειθαρχείο, λόγω παραβίασης μιας τέτοιας άδειας, έγραψε την ασύγκριτη “Αρχόντισσα” το 1938. Μεγάλες επιτυχίες που συνέθεσε στη Θεσσαλονίκη είναι: “Ο Σαρκαφλιάς” (1939), “Μεσ’ στην πολλή σκοτούρα μου” (1939), “Ματσαράγκα” (1940), “Σε ζηλεύω σε πονώ” (1940) κ. ά.

Το 1938 βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη και ο 29χρονος, τότε, Γιώργος Μητσάκης προερχόμενος από τον Βόλο. Την κοπάνησε από την οικογένειά του που είχε εγκατασταθεί εκεί, εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη το 1935. Στη Θεσσαλονίκη, μάλιστα, άρχισε να μαθαίνει μπουζούκι. Εκεί συνάντησε τον Βαμβακάρη, τον Μπάτη, τον Τσιτσάνη και άλλους. Μάλιστα ο Τσιτσάνης τον βοήθησε να βρει την πρώτη του δουλειά ως μπουζουξής, στο “Ουζερί του Κόλλια” στην οδό Αγίου Δημητρίου. Την επόμενη χρονιά, το 1939, ο Μητσάκης κατέβηκε στην Αθήνα και το 1941 συνέθεσε “Το κομπολογάκι”.

Στη διάρκεια της γερμανικής Κατοχής, ο Τσιτσάνης ήταν εγκατεστημένος στη Θεσσαλονίκη. Έμενε στη Διαγώνιο, οδός Νικηφόρου Φωκά 21. Το 1942 άνοιξε απέναντι από το σπίτι του, στη Νικηφόρου Φωκά 22, το “Ουζερί Τσιτσάνης”, ένα μικρό μαγαζάκι (έγινε και ταινία το 2015) – υπάρχει ακόμα ο χώρος. Εκτός από τις εμφανίσεις του, ο Τσιτσάνης, συνέθετε συνεχώς. Το εργοστάσιο παραγωγής δίσκων στην Αθήνα, το είχαν κλείσει οι Γερμανοί και δεν ηχογραφούσε.

Έτσι, την περίοδο αυτή, φτάνει στο απόγειο της δημιουργίας του, συνθέτοντας 31 μοναδικά τραγούδια και τουλάχιστον τα μισά από αυτά, θεωρούνται αριστουργήματα, όπως: “Αραπίνες”, “Αχάριστη”, “Συννεφιασμένη Κυριακή”, “Η ντερμπεντέρισσα”, “Για τα μάτια π’ αγαπώ” κ.ά., τα οποία δισκογραφήθηκαν μετά το 1946 που ξανάνοιξε το εργοστάσιο δίσκων. Η Θεσσαλονίκη, φαίνεται ότι ενέπνεε τον Τσιτσάνη γενικότερα αλλά και ειδικότερα, αφού ανάμεσα στα 31 αυτά τραγούδια είναι κάποια που αναφέρονται ειδικά στην πόλη και τις συνοικίες της, όπως το ανεπανάληπτο θεϊκό “Χατζή Μπαξές” (“Μπαξέ Τσιφλίκι”), “Το πρωί με τη δροσούλα”, και “Η λιτανεία του μάγκα”.

Τα κατοχικά του Τσιτσάνη

Για τη Θεσσαλονίκη, ο Τσιτσάνης, έχει δηλώσει: «Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο αγαπώ την Θεσσαλονίκη. Σ’ αυτή την πόλη, ετοίμασα στην Κατοχή ολόκληρο έργο, ένα έργο που είχε μέσα του τον καλύτερο μουσικό μου κόσμο». Γι’ αυτό, ελέω και μόνο Τσιτσάνη, μιλάμε τώρα για “Ρεμπέτικη σχολή της Θεσσαλονίκης”. Τα 31 κατοχικά του Τσιτσάνη θα τα βρείτε καταγραμμένα και σχολιασμένα με το σι και με το νίγμα, στο βιβλίο του Ντίνου Χριστιανόπουλου “Τα Τραγούδια του Βασίλη Τσιτσάνη που Γράφτηκαν στη Θεσσαλονίκη επί Γερμανικής Κατοχής” (Εκδόσεις “Μπιλιέτο”, 2001).

Την ίδια περίοδο, το 1943, ο Τσιτσάνης παντρεύτηκε τη Ζωή Σαμαρά με κουμπάρο τον στενό του φίλο και προστάτη του, τον Νίκο Μουσχουντή, ο οποίος την επόμενη χρονιά τού βάφτισε το πρώτο παιδί, τη Βικτωρία. Το καλοκαίρι του 1943, ο Τσιτσάνης δούλευε στο κέντρο “Φωλιά” με τραγουδιστή τον 24χρονο, τότε, Πρόδρομο Τσαουσάκη, ο οποίος τον εντυπωσίασε ιδιαίτερα. Στη συνέχεια έγινε ο βασικός ερμηνευτής των τραγουδιών του Τσιτσάνη σε δίσκους, αντικαθιστώντας τον Στράτο Παγιουμτζή, ο οποίος κυριαρχούσε τη δεκαετία του 1930.

Την άνοιξη του 1944, ο Τσιτσάνης “προσκαλέστηκε” στο ΕΑΜ της Επανομής, προκειμένου να γίνει μέλος. Δεν έγινε, αλλά έγραψε δύο τραγούδια για το ΕΑΜ. Για το περιστατικό αυτό, ο Ντίνος Χριστιανόπουλος υποστηρίζει (στο ως άνω βιβλίο του σελ. 99) ότι το ΕΑΜ της Επανομής απήγαγε τον Τσιτσάνη και ότι με το μαχαίρι στο λαιμό, κυριολεκτικά, τον ανάγκασε να γράψει δύο “ΕΑΜικούς” ύμνους, τους οποίους ουδέποτε έπαιξε ολόκληρους και που αργότερα τούς εξαφάνισε εντελώς. Ο Τσιτσάνης εγκατέλειψε οριστικά τη Θεσσαλονίκη την άνοιξη του 1946 και εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Αλλά δεν την ξέχασε ποτέ και σποραδικά συνέθετε τραγούδια γι’ αυτήν.

Έτσι έγραψε και δισκογράφησε τα εξής: “Κατερίνα Θεσσαλονικιά” (1947), “Όμορφη Θεσσαλονίκη” (1950), “Για μια γυναίκα χάθηκα” (1951)… Εδώ πρέπει να συμπεριλάβουμε και το χασάπικό του “Για τα μάτια π’ αγαπώ” (1949), αφού το τελευταίο στιχάκι «…εσύ στο χώμα κι εγώ στη φυλακή» είναι το προϊόν της σκληρής λογοκρισίας της εποχής, μια και το αρχικό έλεγε «…εσύ στο χώμα κι εγώ κι εγώ μεσ’ στο Γεντί».

Όλοι έτρεχαν στη Θεσσαλονίκη…

Η Θεσσαλονίκη, μετά το 1936, πέρασε και σε τραγούδια άλλων δημιουργών. Έχουμε, λοιπόν: “Η φωνή του αργιλέ” (Β. Παπάζογλου), “Η Θεσσαλονικιά” (Γ. Παπαϊωάννου) 1937, “Όμορφη Σαλονικιά” (Δ. Γκόγκου), 1938, “Με μια τσαχπίνα μπλέχτηκα” (Κ. Ρούκουνα) 1947, “Στα κάστρα του Γεντί Κουλέ”, (Σ. Χρυσίνη) 1952, “Γεντί Κουλέ”, (Γ. Μητσάκη) 1956, “Θεσσαλονίκη μου”, (Μ. Χιώτη – Χρ. Κολοκοτρώνη) 1956, “Θεσσαλονικιά” (Γ. Μητσάκη) 1958, “Κελί μου κατασκότεινο” (επισήμως Σ. Καζαντζίδη) 1959, “Μάγισσα Θεσσαλονίκη”, (Π. Γαβαλά) 1959 κ.ά. Η “Ωραία Θεσσαλονικιά” του Μιχάλη Γενίτσαρη γράφτηκε αρχές του 1950, σύμφωνα με δήλωση του ίδιου. Να συμπληρώσω ότι το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι” (Α. Καλδάρα) 1947, δεν άρχιζε με αυτή τη φράση, αλλά «Νύχτωσε και στο Γεντί, το σκοτάδι είναι βαθύ…». Υπ’ όψη, ότι ο Καλδάρας πέρασε στη Θεσσαλονίκη το μεγαλύτερο μέρος της Κατοχής.

Γενικότερα, οι περισσότερες αναφορές στα ρεμπέτικα της Θεσσαλονίκης γίνονται στην ίδια την πόλη, στις συνοικίες της, στα περίχωρά της, στο κολαστήριο του Γεντί Κουλέ και στις μορφονιές της (για άσχημη δεν έχει γραφτεί τίποτα καρντάσια…). Η αλήθεια είναι ότι τα τραγούδια που γράφτηκαν για τη Θεσσαλονίκη και που πέρασαν στις 45 στροφές μετά το 1960, έχουν έναν μάλλον “τουριστικό” υμνητικό χαρακτήρα, χωρίς να λένε κάτι ξεχωριστό και ουσιαστικό για την πόλη ή τους ανθρώπους της.

Να τονιστεί, όμως, ότι κάποια από αυτά είχαν ελκυστικές λαϊκές μελωδίες: “Αναστενάζει ο Γεντί Κουλές” (Στ. Κοτομάτη – Α. Τολμίδη) 1961, “Θεσσαλονίκη” (Σπ. Καλφόπουλου) 1963, “Ο Πράσινος Μύλος” (Μπ. Μπακάλη) 1966, “Θεσσαλονίκη με τα καλά παιδιά σου” (Στ. Καζαντζίδη – Γ. Καραθανάση) 1966, “Θεσσαλονίκη” (Γ. Ζαμπέτα – Η. Ηλιόπουλου) 1967 και κάποια άλλα… μεταρεμπέτικα – κατά τον “Λακάν”. Οψόμεθα, μετ’ ου πολύ!

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι