ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ

Τι είδα επιστρέφοντας στις ρίζες μου στον Πόντο – Πρόγονοι που ακόμα μιλούν

Τι είδα επιστρέφοντας στις ρίζες μου στον Πόντο – Πρόγονοι που ακόμα μιλούν, Χρήστος Εμμανουηλίδης

Υπάρχουν αρκετοί λόγοι για να μην επισκεφτεί κάποιος την Τουρκία. Αρχικά, μπορεί να μη θέλει να αφήσει συνάλλαγμα και να ενισχύσει έτσι την οικονομία μιας αυταρχικής και αναθεωρητικής χώρας που αφήνει τον λαό της να πεινά ενώ οι ολιγάρχες της τροφοδοτούν την πολεμική βιομηχανία της η οποία κατά κύριο λόγο στρέφεται εναντίον μας.

Κατά δεύτερο λόγο, το να βλέπεις τα υπολείμματα της ελληνικής παρουσίας χιλιετιών να μένουν απαξιωμένα, να αντιμετωπίζονται χωρίς σεβασμό και να αποσιωπάται η ελληνικότητά τους, είναι ιδιαίτερα θλιβερό και θα έκανε τον καθένα να στεναχωρηθεί. Για αρκετούς, το θέαμα με τις τουρκικές σημαίες να φαίνονται παντού, σε μαγαζιά, σε βενζινάδικα, σε τζαμιά, στο δρόμο, σε καλύβες, σε αυτοκίνητα είναι ενοχλητική ή αποκρουστική – αναδεικνύει έναν αρρωστημένο και άγονο εθνικισμό.

Η σημερινή Τουρκία και οι πρόγονοι μας

Πολύ περισσότερο αν προσθέσεις και τα αναρίθμητα πορτραίτα του Κεμάλ που βλέπεις διάσπαρτα στην χώρα. Επίσης, δεν είναι μικρής σημασίας το γεγονός ότι οι πιο όμορφες εκκλησίες έχουν γίνει τζαμιά – αν τις βλέπεις νομίζεις ότι στενάζουν σκλαβωμένες. Το ίδιο ισχύει για τα όμορφα ελληνικά σπίτια, τις τράπεζες, τις βίλες, τα σχολεία – τουλάχιστον αυτά χρησιμοποιούνται από τους Τούρκους. Υπάρχουν όμως και λόγοι για να επισκεφτεί κανείς την περιοχή που σήμερα αποκαλούμε Τουρκία, δηλαδή την πατρογονική γη των προγόνων των μισών σχεδόν Ελλήνων. Να προσκυνήσει τον τόπο όπου για δεκάδες αιώνες άκμασε ένας ρωμαλέος ελληνικός πολιτισμός, όπου αναδείχθηκαν σοφοί, επιστήμονες, άγιοι, τολμηροί επιχειρηματίες, ευεργέτες.

Και για όποιον/όποια έχει καταγωγή από τα σκλαβωμένα μέρη της Μικρασίας ή της Θράκης, να καταφέρει να ψηλαφίσει τα ίχνη των προγόνων του/της, να δει τα βουνά, τις θάλασσες, τους κάμπους που έβλεπαν οι πρόγονοί του/της, να μετρήσει τις αποστάσεις που έκαναν για να πάνε στην πόλη από το χωριό, να φανταστεί που μπορεί να ήταν το σχολείο τους, η εκκλησία στην οποία βαφτίστηκαν, παντρεύτηκαν ή κηδεύτηκαν, την πηγή από όπου έπαιρναν νερό, τα χωράφια τους, το αλώνι, τον τόπο των πανηγυριών, όπου οι κόρες ερωτεύονταν τους νεαρούς του χωριού. Να συντονιστεί συμπαντικά και συναισθηματικά μαζί τους.

Η οικία των Εμμανουηλάντων, στο χωριό Ασαρτζούκ, στον δρόμο Νικόπολης Κερασούντας.

Ομολογώ ότι για πολύν καιρό κυριαρχούσε η αποστροφή μέσα μου. Δεν ήθελα να δω τον τόπο των προγόνων σκλαβωμένο, την Αγιά Σοφιά τζαμί, τον Πατριάρχη μας όμηρο των Τούρκων, τους Τούρκους να καπηλεύονται την ιστορία μας. Όμως υπάρχει και η ανάγκη να μεταλαμπαδευτούν αυτά τα συναισθήματα, αυτές οι αξίες και στις νεότερες γενεές. Είναι χρέος προς την ιστορία του λαού μας, του πολιτισμού μας, αν όχι των συγκεκριμένων προγόνων μας, να διατηρηθεί και βιωματικά η μνήμη αυτού του πολιτισμού που απάνθρωπα σφαγιάστηκε και τα υπολείμματα ξεριζώθηκαν για πάντα. Είναι χρέος προς την ποιότητα εκείνη που μας κάνει ανθρώπους, προς την ιστορική μνήμη.

Εκεί που ζούσαν οι πρόγονοι

Με αυτές τις σκέψεις αποφασίστηκε μια προσκυνηματική εκδρομή προς τη γη του Πόντου, μαζί με τα τέσσερα παιδιά. Είναι όλοι φοιτητές, αρκετά μεγάλοι ώστε να κατανοήσουν την ιδιαιτερότητα αυτής της εξόρμησης, που δεν ήταν διακοπές, δεν γινόταν για την ευχαρίστησή μας, αλλά για να έρθουμε σε επαφή με την πατρίδα των προγόνων, όχι και τόσο μακρινών αφού οι γονείς του πατέρα μου, δηλαδή οι προπάπποι των παιδιών, έζησαν στην περιοχή της Νικόπολης του Πόντου, ενώ ο προπάππος από την μεριά της μητέρας τους γεννήθηκε στην Τοκάτη, στην πιο νοτιοδυτική περιοχή του Πόντου, εκεί που ο Πόντος συναντά το κεντρικό οροπέδιο της Ανατολίας.

Καλοί φίλοι μας βοήθησαν να οργανώσουμε την εκδρομή μας. Θα πηγαίναμε οδικώς από Θεσσαλονίκη, παρακάμπτοντας αρχικά την Κωνσταντινούπολη, ενώ στην Κερασούντα θα συναντούσαμε τον Ελληνόφωνο (ποντιόφωνο) γηγενή ξεναγό μας που θα μας συντρόφευε στην περιήγησή μας στα πατρογονικά χώματα. Έτσι και έγινε. Ξεκινώντας από Θεσσαλονίκη, ένα απόγευμα μετά από διανυκτέρευση στην Αλεξανδρούπολη και στο Μπόλου (πόλη της Μικράς Ασίας, περίπου 4 ώρες από Κωνσταντινούπολη) προσεγγίζουμε την Εύξεινο Θάλασσα στη Σαμψούντα, και καταλήγουμε στην Κερασούντα, όπου επισκεφτήκαμε τον ναό του Αγ. Νικολάου – νυν μουσείο της Πόλης.

Εκεί διαβάσαμε με έκπληξη ότι οι Τούρκοι παρέχουν ως προέλευση της αρχαίας ονομασίας της πόλης την τουρκική λέξη για το κεράσι. Την επομένη κινηθήκαμε παραλιακά ως την Τραπεζούντα, διασχίζοντας τις πάλαι ποτέ ελληνικές παραλιακές πόλεις, σταματώντας στα Πλάτανα. Μετά από την περιήγηση στα ελληνικά αξιοθέατα της Τραπεζούντας, τα περισσότερα γνωστά στο ποντιακό, αν όχι και στο ευρύτερο ελληνικό κοινό (Αγία Σοφία, Φροντιστήριο, κτίρια τραπεζών, ελληνική συνοικία, βίλα Καπογιαννίδη κλπ), ξεκινήσαμε για την Παναγία Σουμελά, έναν τόπο μνημειώδη και πλούσιο σε ενέργεια που με υπερηφάνεια διατηρεί το μεγαλείο του, αδιαφορώντας για τις ορδές των μουσουλμάνων επισκεπτών.

Διανυκτερεύσαμε σε ένα από τα ορεινά ποντιόφωνα χωριά της Τόνιας. Με χαρά διαπίστωσα ότι η γλώσσα επικοινωνίας με τους ανθρώπους εκεί ήταν τα ποντιακά, αφού αυτοί δεν ήξεραν αγγλικά ούτε εγώ τουρκικά. Να που η ποντιακή διάλεκτος γίνεται γλώσσα ενεργούς επικοινωνίας και γέφυρα φιλίας. Για την σημασία όλων αυτών έχουν ήδη ειπωθεί πολλά και επομένως αντιπαρέρχομαι.

Το σπίτι όπου ζούσαν

Την επομένη διαβήκαμε την οροσειρά των ποντιακών ορέων και βρεθήκαμε στο κεντρικό υψίπεδο της Μικρασίας, όπου το κλίμα είναι ξηρό και η βλάστηση αραιή. Επισκεφθήκαμε τα ερείπια της εκκλησίας της Αργυρουπολης, πανέμορφης ακόμα μέσα στην εγκατάλειψή της, το ελληνικό σχολείο που τώρα λειτουργεί ως τουρκικό και τα λίγα σωζόμενα ελληνικά σπίτια. Στην συνέχεια κινηθήκαμε δυτικά, διασχίζοντας τοπία με ποικιλία πετρωμάτων και χρωμάτων, που σίγουρα έχουν γεωλογικό ενδιαφέρον και εξηγούν την παλιά λειτουργία των μεταλλείων.

Ο ιδιαίτερος σκοπός του ταξιδιού, δεν ήταν να γνωρίσουμε τον Πόντο γενικά, αλλά να επισκεφτούμε την γενέτειρα των παππούδων μου, την Νικόπολη, που ονομάζεται τουρκιστί Σεμπίν Καραχισάρ και με ελληνική παραφθορά Γαράσαρη. Η Νικόπολη είναι τώρα μια κωμόπολη μετρίου μεγέθους, με σοκάκια, γενικά παλιά σπίτια, μια μεγάλη πλατεία γεμάτη ζωηρό κόσμο, πολλούς παππούδες που όλο και κάτι μας θυμίζουν, γυναίκες με μαντίλες, μουσουλμανική αμφίεση και πολλά παιδιά. Στην πόλη κανείς δε μιλά αγγλικά. Όπως σε κάθε τουρκική πόλη υπάρχουν σε διάφορα μέρη σημαίες, χωρίς όμως υπερβολή. Είναι γνωστή για το τοπικό γλυκό, το πεστίλ, που έχει βάση αποξηραμένη μαρμελάδα δαμάσκηνο.

Ο παππούς μου ο Χρήστος, γεννήθηκε στο χωριό Ασαρτζούκ, περιπου 20 χιλιόμετρα βορείως, στο δρόμο που συνδέει την Νικόπολη με την παραθαλάσσια Κερασούντα. Είχαμε πληροφορίες για το σπίτι, ότι είναι πάνω στο δρόμο, και, επειδή η περιοχή ήταν το πέρασμα προς την Κερασούντα, χρησίμευε και ως χάνι. Το χωριό πολύ φτωχό, με καμιά δεκαριά σπίτια, άτακτα χωροθετημένα. Ένας Τούρκος που κάτι μαστόρευε μέσα στο μεσημεριανό ήλιο δεν μας έδωσε καμία σημασία, παρόλο που το μονοπάτι μας έφερε 2-3 μέτρα δίπλα του.

Πραγματικά βρήκαμε το σπίτι, το οποίο ήταν κλειδωμένο και ακατοίκητο. Διώροφο – το ισόγειο χρησίμευε για να σταυλίζονται τα ζώα. Το σπίτι των Εμμανουηλάντων, έτσι το αποκαλούν οι συγγενείς μας. Όλοι μας χαρήκαμε, φωτογραφηθήκαμε, το αγγίξαμε για να πάρουμε ενέργεια και την ευλογία του. Ήταν κλειδωμένο και δεν μπορούσαμε να μπούμε μέσα. Εκεί ζούσαν οι πρόγονοί μας. Θαρρείς, θα τους ακούγαμε από στιγμή σε στιγμή να βηματίζουν. Αμέσως μετά πήγαμε στο κοντινό χωριό που εμείς το λέμε Λίτσασα (τουρκιστί Licese). Είναι περίπου 2 χιλιόμετρα εκτός του κεντρικού δρόμου. Και αυτό φτωχικό χωριό, κάπως μεγαλύτερο, κτισμένο σε πλαγιά, σε σχετικά άγονο έδαφος. Σκοπός μας ήταν να επισκεφτούμε την εκκλησία της Λίτσασας, τον Άγιο Γεώργιο, για τον οποίο είχαμε ακούσει πολλά. Ξέραμε ότι σώζεται ερειπωμένη.

Η επιγραφή

Αυτό που αντικρίσαμε μας κατέπληξε. Η εκκλησία ήταν πραγματικά μια αρχόντισσα. Μεγάλη σε όγκο, επιμελημένη σαν κομψοτέχνημα, με αψίδες, όμορφες κολώνες, φαντασμαγορική μέσα σε ένα ασύμβατα φτωχικό τοπίο. Μαρτυρία της παλαιότερης ευημερίας των Ελλήνων της περιοχής. Ανοίξαμε το πρόχειρο μάνταλο και μπήκαμε μέσα διαβαίνοντας μια πολυτελή εξωτερική πύλη. Η οροφή είχε καταρρεύσει και το εσωτερικό ήταν εκτεθειμένο. Τσουκνίδες και άλλα αγριόχορτα έκαναν δύσκολη την περιδιάβαση μας στο εσωτερικό. Όμως την γυρίσαμε όλη, από άκρη σε άκρη, ίσως και με έναν κίνδυνο να πέσει κανένα λιθάρι από τις ετοιμόρροπες αψίδες στο κεφάλι μας. Ψάχναμε κάτι.

Συγγενείς που πριν από 20 χρόνια είχαν επισκεφτεί τον Άγιο Γεώργιο Λίτσασας, μας είχαν αναφέρει ότι σε κάποιο σημείο υπάρχει επιγραφή γραμμένη από τον ομώνυμο παππού μου. Άραγε υπάρχει ακόμα; Με τα παιδιά ριχτήκαμε στο ψάξιμο. Βρήκαμε μια επιγραφή ενός πατριώτη – μια επιγραφή που συνοψίζει τον πόνο του ξεριζωμού:  «ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». Απόσπασμα από τους ψαλμούς, που εξέφραζε την οδύνη του ξεριζωμού.

Βρήκαμε και πολλές κατοπινές επιγραφές τουρκικών ονομάτων, που ήθελαν να βεβηλώσουν τον χώρο. Ενώ είχαμε απογοητευτεί από την άκαρπη προσπάθεια, ο Μανώλης, ανεβαίνοντας θαρραλέα την σκάλα προς τον γυναικωνίτη, στην κυρτή οροφή του κλιμακοστασίου βρήκε 2-3 υπογραφές στον τοίχο, μαζί και του παππού μου. Ρόγος συγκίνησης, αλλόκοτο μήνυμα από το υπερπέραν! Με καλλιγραφικά γράμματα έγραφε «Χρήστος Ν. Εμμανουηλίδης» και από κάτω 10/23/8/23.  Η ημερομηνία είναι αμέσως μετά την συμφωνία της Λωζάνης που θα εξανάγκαζε αυτόν, νιόπαντρο δάσκαλο του χωριού, την οικογένειά του και τους συμπατριώτες τους να εκπατριστούν.

Οι πρόγονοι μας και εμείς

Μείναμε άφωνοι από το εύρημα. Φανταζόμασταν τον παππού Χρήστο και την γιαγιά Βασιλική να παντρεύονται σε αυτόν τον μεγαλοπρεπή ναό, και ύστερα από λίγες εβδομάδες να μαθαίνουν τα άσχημα μαντάτα. Μετά τον παππού μου, να γράφει το όνομά του στον σοβά της εκκλησίας, σε μια προσπάθεια να μην αποχωριστεί αυτό το αγαπημένο μέρος, να μείνει κάτι από αυτόν και τους συγχωριανούς εκεί στον τοίχο της εκκλησίας που αγάπησε και που καταλάβαινε ότι θα την αποχωριζόταν για πάντα.

Άραγε τι συναισθήματα θα τον πλημμύριζαν; Μπορεί να είχε τα μάτια βουρκωμένα, θα είχε σίγουρα φίλους και συγγενείς δίπλα του, γιατί είδαμε στο ίδιο μέρος και άλλες επιγραφές. Φωτογραφήσαμε όσες κατορθώσαμε να δούμε. Σε πολλά σημείο ο σοβάς ήταν χαλασμένος, και σίγουρα πολλά ονόματα γράφηκαν για πάντα. «Ακραίο», αναφώνησε ο Σταύρος – στη γλώσσα των νέων φαντάζομαι σημαίνει «εξαιρετικά εντυπωσιακό».

Δε θέλαμε να φύγουμε από αυτόν τον ευλογημένο τόπο, έναν τόπο φορτωμένο με μνήμες. Θέλαμε να μείνουμε όσο γίνεται περισσότερο, να πιάσουμε το νήμα της συνέχειας, να νιώσουμε ως τα τρίσβαθα της ψυχής μας την παρουσία των προγόνων μας, του Νικόλα, της Σοφίας, της Ελισάβετ, του Χρήστου, του Στάθη και τόσων άλλων. Κάποιος είχε πει «η ιστορία σου είναι η δύναμή σου». Νιώθαμε πραγματικά ότι παίρνουμε δύναμη εκεί, ότι ολοκληρωνόμαστε ως άνθρωποι. Και η επιγραφή να στέκει εκεί, με τα καλλιγραφικά γράμματα μέσα στο καλλιτεχνημένο πλαίσιο, γραμμένο πριν από έναν αιώνα από έναν εικοσάχρονο νιόπαντρο δάσκαλο, γόνο αυτής της τραχιάς γης, της ποτισμένης με ιδρώτα και αίμα, αντικριστά επάνω στον τοίχο, σα να μας μιλά, να μας λέει λόγια καλωσορίσματος στην μαγεία αυτού του συναπαντήματος.

Φωνή παραμυθίας, φωνή από το παρελθόν και από το μέλλον, το μέλλον που κρατούν στα χέρια του τα δισέγγονα, που ποτέ δεν τον γνώρισαν επί της γης και τώρα αντικρίζουν τον γραφικό του χαρακτήρα, μπορούν να φανταστούν αυτήν την συγκεκριμένη πράξη της γραφής στον τοίχο του ναού και έτσι τελικά μπορούν να τον συναντήσουν στον χώρο των αιώνιων συνυπάρξεων, στο χώρο που ζουν αγκαλιασμένες οι μνήμες και οι ψυχές. Σουρούπωσε όταν ξεκινήσαμε για την Νικόπολη. Την άλλη ημέρα πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Από εκείνο το μέρος όμως, δεν φύγαμε ποτέ.


 

Ο Χρήστος Ε. Εμμανουηλίδης είναι γιατρός- ογκολόγος

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι