Τί έτρωγαν στη Θεσσαλία κατά τη Νεολιθική Εποχή
01/08/2023Έρευνες στη Θεσσαλία δείχνουν τι έτρωγαν εκεί οι άνθρωποι από το 7000 έως το 3000 π.Χ., μια που αυτή είναι σε γενικές γραμμές η νεολιθική εποχή για την Ελλάδα. Οι ανθρώπινες δραστηριότητες στην δυτική Θεσσαλία και συγκεκριμένα γύρω από τα Τρίκαλα ανιχνεύονται από την Παλαιολιθική εποχή, περίπου δηλαδή από το 28000 π.Χ. αλλά οι νεότερες έρευνες μας διαφωτίζουν για μια σχετικά πιο πρόσφατη περίοδο, πολύ πριν τον Τρωικό πόλεμο πάντως, και συγκεκριμένα για τη Νεολιθική.
Αυτή η εποχή χαρακτηρίζεται από τον νέο τρόπο οργάνωσης της οικονομίας με τη μόνιμη εγκατάσταση, την καλλιέργεια της γης και την άσκηση της κτηνοτροφίας. Οι άνθρωποι πλέον παράγουν τροφή αντί να τη συλλέγουν ή να κυνηγάνε και έχουν νέα λίθινα εργαλεία. Ο αρχαιολόγος Λεωνίδας Π. Χατζηαγγελάκης, επί τιμή Έφορος Αρχαιοτήτων, στο πλαίσιο σχετικής μελέτης αναφέρει, σύμφωνα με το ΑΠΕ, ότι η πεδιάδα της Θεσσαλίας υπήρξε πόλος έλξης για τους πρώτους γεωργούς και κτηνοτρόφους.
Αυτό αποδεικνύεται από τον μεγάλο αριθμό νεολιθικών θέσεων και συγκεκριμένα από τις πολλές “μαγούλες”. Αυτοί είναι, τρόπον τινά μικροί λόφοι, που καλύπτουν λείψανα και συνήθως μαρτυρούν θέσεις προϊστορικών οικισμών. Δημιουργήθηκαν σταδιακά από τη συνεχή και διαδοχική κατοίκηση. Οι μαγούλες, δηλαδή, σχηματίζονται από τη σχεδόν αδιάκοπη κατοίκηση στην περιοχή για μεγάλη χρονική περίοδο, καθώς οι άνθρωποι πλέον δεν μετακινούνται συχνά, αλλά χρησιμοποιούν ξανά και ξανά τον ίδιο περιοχή.
Όπως δείχνουν οι έρευνες στις μαγούλες τις Θεσσαλίας, οι άνθρωποι τότε έτρωγαν κυρίως δημητριακά, όπως κριθάρι, σιτάρι, κεχρί και ρόβι. Το ρόβι ανήκει στην οικογένεια των βίκων και στην Ελλάδα καλλιεργείτο, όπως φαίνεται από πολύ παλιά. Αναφέρεται αργότερα σε κείμενα ως όροβος και είναι πιθανόν να χρησιμοποιείτο κυρίως ως τροφή για τα βόδια, τις κότες και τα αιγοπρόβατα, αλλά και για την παρασκευή αλευριού για ανθρώπινη κατανάλωση.
Όπως έδειξε η ανάλυση όσων βρέθηκαν από τις ανασκαφές, οι άνθρωποι τότε έτρωγαν και φακές, μπιζέλια, λαθούρι και λινάρι. Το λαθούρι sativus L. είναι βρώσιμο λαθούρι, το λαθούρι cicera L. θεωρείται πια ότι προορίζεται μόνον για ζωοτροφές, αλλά υπάρχει και το ωχρό λαθούρι καθώς και το λαθούρι clymenum που χρησιμοποιείται για την παρασκευή της φάβας Σαντορίνης. Μερικά είδη λαθουριού καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά φυτά. Αρκετά άλλα είδη λαθουριού απαντώνται αυτοφυή στη χώρα μας, όμως οι καρποί του λαθουριού περιέχουν την τοξική ουσία λαθυρίνη, που σε περίπτωση κατανάλωσης μεγάλης ποσότητας σπόρων από τα ζώα μπορεί να προκαλέσει σε αυτά (αλλά και στον άνθρωπο) σοβαρές νευρολογικές διαταραχές.
Ο λιναρόσπορος έχει σημαντικές διατροφικές και θεραπευτικές ιδιότητες γνωστές από την αρχαιότητα. Ο σπόρος αυτός περιέχει πολύ λινέλαιο (σχεδόν σε ποσοστό 14% έως και 40% του όγκου του). Χρησιμοποιείται κυρίως σε ζωοτροφές, αλλά και για την παρασκευή βοτανιών για το αναπνευστικό και το στομάχι ή και για αλοιφές. Ακόμα και σήμερα σε μικρές δόσεις ενδείκνυται η κατανάλωση λιναρόσπορου για μια σειρά από παθήσεις.
Τι εκτιμούν οι αρχαιολόγοι
Οι αρχαιολόγοι εκτιμούν ότι οι άνθρωποι τότε έτρωγαν επίσης πολλά φρούτα και, κυρίως, νωπά ή αποξηραμένα σύκα και σταφύλια, όπως και άγριους καρπούς και διάφορα χόρτα. Οι ανασκαφικές έρευνες σε προϊστορικούς οικισμούς έφεραν στο φως πολλούς τέτοιους καρπούς, απανθρακωμένους. Τότε το μαγείρεμα γινόταν στο “σπίτι”, επάνω σε εστίες της εποχής, ενώ τα δημητριακά καταναλώνονταν συχνά ωμά – άλλοτε τα έψηναν στη φωτιά.
Η κτηνοτροφία φαίνεται πως βασιζόταν κυρίως στα αιγοπρόβατα, καθώς οστά αυτών αποκαλύπτονται σε όλους τους νεολιθικούς οικισμούς, μαζί με οστά βοοειδών, χοίρων και άλλων ζώων, όπως ελαφιού και, δυστυχώς, και σκύλου. Δεν ξέρουμε πάντως αν όλα αυτά τα ζώα τρώγονταν ή συντηρούνταν προς χρήση. Τα ζώα εκτρέφονταν για το κρέας, το γάλα, το μαλλί και το δέρμα τους, αλλά και για κοπριά που τη χρησιμοποιούσαν ως λίπασμα για τα χωράφια, ενώ τα έντερα και τα νεύρα χρησιμοποιούνταν ως σχοινιά και χορδές.
Όμως και τα ψάρια ήταν μέρος της διατροφής των κατοίκων της περιοχή στα χρόνια εκείνα. Ακόμα και σε οικισμούς στο εσωτερικό της Θεσσαλίας, που απείχαν πολύ από τη θάλασσα, βρέθηκαν αγκίστρια, καμάκια από οστά ψαριών και λίθινα βαρίδια για τα δίχτυα. Στις πολλές περιπτώσεις, επικουρική ήταν και η συνδρομή του κυνηγιού.
Το σπήλαιο της Θεόπετρας
Παλαιότερη έρευνα το 2020 είχε δείξει ότι κατά τη Νεολιθική περίοδο στο σπήλαιο της Θεόπετρας (3 χλμ. νοτιοανατολικά της Καλαμπάκας) έζησαν κάποια στιγμή 43 άνθρωποι, που όπως φαίνεται τρέφονταν με σιτάρι, κριθάρι, ελιές, όσπρια και λίγο κρέας. Η έκταση του σπηλαίου είναι περίπου 500 τ.μ. Η είσοδος είναι αψιδωτή και επιτρέπει στο φυσικό φως να εισέρχεται άπλετα στο εσωτερικό του. Ακριβώς απέναντι υψώνονται οι βράχοι των Μετεώρων και αποτελεί την δυτικότερη προϊστορική θέση της Θεσσαλίας. Το σπήλαιο αποτέλεσε καταφύγιο ανθρώπων για πολλές χιλιάδες χρόνια, αν και λόγω κλιματικών αλλαγών μέσα στη διάρκεια τόσων χιλιάδων ετών, άνθρωποι και ζώα μπορεί να το εγκατέλειπαν και να επανέρχονταν.
Στο 14o Πανελλήνιο Συνέδριο του Ελληνικού Κολλεγίου Παιδιάτρων, που πραγματοποιήθηκε το 2020 στα Τρίκαλα, η Δρ. Προϊστορικής Αρχαιολογίας Νίνα Κυπαρίσση-Αποστολίκα, διευθύντρια των ανασκαφών του Σπηλαίου Θεόπετρας και επίτιμη διευθύντρια της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας και Σπηλαιολογίας του ΥΠΠΟ, ανέφερε ότι έγινε παλαιοπαθολογική ανάλυση σε ανθρώπινα οστά της Νεολιθικής Εποχής. Περίπου 43 άτομα υπολογίζεται να έζησαν την περίοδο εκείνη – τη Νεολιθική – στο σπήλαιο.
Φαίνεται πως ήταν αρκετά υγιή όλα τους και σύμφωνα με τα αποτελέσματα ανάλυσης σταθερών ισοτόπων, η διατροφή τους βασιζόταν σε φυτά όπως το σιτάρι, το κριθάρι, οι ελιές και τα όσπρια, η παρουσία των οποίων επιβεβαιώνεται και με τα αρχαιοβοτανικά κατάλοιπα. Ζωικά λίπη, φυτικά έλαια και κερί μελισσών αναγνωρίστηκαν επίσης με αναλύσεις οργανικών καταλοίπων. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η διατροφή τους περιλάμβανε λίγο κρέας από εξημερωμένα κυρίως ζώα, αν και υπάρχει η άποψη ότι αυτά τα συντηρούσαν κυρίως για τα δευτερογενή προϊόντα τους, δηλαδή για το μαλλί τους και το γάλα.
Στο σπήλαιο βρέθηκαν και ψαροκόκαλα και όστρακα από στρείδια του γλυκού νερού (όστρεα), πιθανότατα από τον παρακείμενο ποταμό Ληθαίο – τέσσερα χιλιόμετρα μακρύτερα ρέει σήμερα ο Πηνειός. Επίσης αναγνωρίστηκαν πολλά οστά ζώων, και σε αυτά το 60% ανήκει σε αιγοπρόβατα, ενώ λίγα οστά είναι βοοειδών και χοίρων, ενώ ένα 11% από τα οστά ανήκει σε άγρια ζώα, όπως αρκούδας.
Τα άγρια ζώα τεκμαίρεται ότι τα περισσότερα είχαν πιαστεί με κυνήγι ή είχαν φονευθεί τυχαία σε άμυνα των ανθρώπων. Σε οστό αρκούδας χρονολογημένο στη Νεολιθική περίοδο βρέθηκαν αποτυπώματα από μαχαιριές και οι ειδικοί πιστεύουν ότι μάλλον δεν έγιναν κατά την προσπάθεια των ανθρώπων να σκοτώσουν το ζώο, αλλά κατά την διάρκεια του τεμαχισμού της νεκρής πλέον αρκούδας.