Τι κρύβει το χαμόγελο της Μόνα Λίζα
28/06/2023H εικόνα που βλέπετε αμέσως από κάτω, με την Μόνα Λίζα να τα κοπανάει με πανάκριβο κρασί από τον ευλογημένο αμπελώνα νότια του Μπορντό, μου ήρθε από μία πολύ ιδιαίτερη φίλη μου, η οποία ανήκει σε μια χούφτα άτομα που ξέρουν καλά την τέχνη να με ξεσηκώνουν για απρόοπτες διηγήσεις, μνήμες, σχέδια και “πλάκες”! Μου έγραψε ο “διάβολος”, «Πάνο, εμένα με εντυπωσίασε πολύ, μέσα στα ασυνήθιστα, το ανήσυχο ματάκι της, δια παν ενδεχόμενον μάλλον! Εσύ τι λες;» Οι τρείς τελευταίες λέξεις ήταν η σπίθα…
Της απάντησα αμέσως «Μα ακριβώς έτσι, θα ήθελε να ζωγραφίσει τη μάνα του ο Λεονάρδος…». Αυτή ξαναχτύπησε («περισσότερα δεν έχει;») κι έτσι έφτιαξα αυτό το κείμενο. Η “Μόνα Λίζα-Τζοκόντα”, φιλοτεχνήθηκε από τον Λεονάρντο ντα Βίντσι (1452-1519) στη Φλωρεντία από το 1503(;) μέχρι το 1519, τη χρονιά δηλαδή που πέθανε.
Επειδή δεν είχε παραδώσει ακόμα τον πίνακα, δεν γνωρίζουμε αν ήθελε να προσθέσει κάτι! Υπάρχει η άποψη ότι ο πίνακας απεικονίζει την Λίζα Γκεραρντίνι (μάλιστα… ολίγον έγκυο), τρίτη σύζυγο του Φλωρεντιανού εμπόρου μεταξιού, Φραντσέσκο ντελ Τζοκόντο. Η Λίζα Γκεραρντίνι γεννήθηκε το 1479, επομένως όταν απεικονίστηκε(;) ήταν 24 ετών.
Ο πίνακας θεωρείται ως ο πιο διάσημος στον κόσμο και είναι αναμενόμενο να ακούγονται πολλά, αφού κάποια στοιχεία του επιδέχονται διάφορες ερμηνείες. Αυτό είναι πολύ συνηθισμένο στην τέχνη και στην ιστορία. Για παράδειγμα οι αρχαιολόγοι ερίζουν, για το πού είναι ο τάφος του Μεγαλέξανδρου κι εγώ ποτέ δεν κατάλαβα γιατί αυτό είναι τόσο σημαντικό σήμερα! Ομολογώ, χωρίς να ντρέπομαι καθόλου, ότι διασκεδάζω με αυτά που λένε διάφοροι ειδικοί για τον πίνακα “Τζοκόντα” και σκέφτομαι τη σοφή (και εν μέρει …εκδικητική) λαϊκή ερώτηση «Τι θέλει να πει ο ποιητής, ρε μαλάκα;»! Θα σας πω, λοιπόν, μερικά από τα σημαντικότερα που ειπώθηκαν και σεις κρίνετε μόνοι σας.
- Ένας Άγγλος, είναι βέβαιος ότι η Μόνα Λίζα έπασχε από υποθυρεοειδισμό και αυτό το θεμελιώνει στο ότι βλέπει ένα πρήξιμο στο λαιμό της!
- Κάποιος, δε θυμάμαι, μπορεί κι ο προηγούμενος μπαγάσας, μιλάει για καρδιολογικό νόσημα, επειδή βλέπει πρήξιμο στα χέρια!
- Ένας άλλος, δεν αποδίδει το χαμόγελό της σε συναισθηματική έκφραση, αλλά ότι είναι απλώς αποτέλεσμα πάρεσης νεύρων του προσώπου!
- Από την άλλη, πλάκωσαν κάτι Γερμανοί κομπιουτεράδες και ασχολήθηκαν με το χαμόγελο της Τζοκόντας. Διαπίστωσαν, όπως λένε, ότι το 80% των ατόμων που είδαν το ηλεκτρονικώς αποτυπωμένο χαμόγελό της, είπαν ότι δείχνει ευτυχία! Και αναρωτιέται ο πονηρός και παθών (από τις δύο γερμανικές Κατοχές) «Και που ξέρουν οι Γερμανοί από ευτυχία, ρε συ; Άει στο διάολο…».
Παρένθεση σπαρταριστή
Απαραίτητη παρένθεση (με πλάγια στοιχεία) από τα πλάγια φοιτητικά μου χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Ήταν δύο φίλοι από κάποια επαρχιακή πόλη, παιδιά κονομημένων γιατρών, κοπρόσκυλα του κερατά και τα είχαν φορτώσει στον κόκορα ως φοιτητές της ιατρικής στη Θεσσαλονίκη. Το μόνο που κάνανε ήταν να κυνηγάνε γκόμενες, να αράζουν με τις ώρες σε καφετέριες, να παίζουνε χαρτιά στο “αλήτικο” ΑΛΦΑ, να χορεύουν τα βράδια στο “Γουότερ Λίλι” στο Καραμπουρνάκι, ο ένας μάλιστα είχε και “ρόδα”-σαραβαλάκι.
Στο πανεπιστήμιο σπάνια πατάγανε! Τρία χρόνια στο ίδιο έτος, κόπηκαν οι “πιστώσεις” και ροβόλησαν οίκαδε… Κάποια φορά, λοιπόν, βαδίζοντας νύχτα στην έρημη Τσιμισκή, μοιράζοντας ένα τσιγαρλίκι με μαυράκι, βλέπουν μπροστά τους έναν ηλικιωμένο να βαδίζει παρτσακλά! Οπότε ο ένας λέει τον άλλον “Ρε συ, είμαι σίγουρος ότι αυτός έχει κυφοσκολίωση”. Κι ο άλλος, «Τι λες ρε συ, το μιλίγγι σου το κλούβιο, δεν έχεις μύτη γιατρού! Δεν αντιλήβεσαι ότι είναι ιδιοπαθής σκολίωσις; Έλα, τράβα μία τώρα να οσφρανθούνε τα τζιέρια σου και θα καταλάβεις τι σου λέω!». «Όχι» ο ένας, «όχι» ο άλλος… κι έτσι αποφάσισαν να πάνε να τον ρωτήσουν.
Τον πλησίασαν, του είπαν ότι είναι τελειόφοιτοι ιατροί και τον ρώτησαν τι έχει, λέγοντας ο καθένας τη δική του άποψη και διαφωνώντας μάλιστα μπροστά του. Και ο άλλος επιτέλους άνοιξε το στόμα του και τους είπε «όχι ρε παιδιά, δεν έχω τίποτα από αυτά, απλά χέστηκα και τραβάω για το σπίτι… καληνύχτα σας και ευχαριστώ για το ενδιαφέρον σας, καλοί μου γιατροί».
Εγώ και η Τζοκόντα
Παρόλο που μου άρεσε ιδιαίτερα και συνεχίζει να μου αρέσει “Το χαμόγελο της Τζοκόντας” του Χατζιδάκι (1965), δε συμβαίνει το ίδιο και με τον αντίστοιχο πίνακα. Από την αρχή, ο πίνακας, μου απέπνεε μία μιζέρια, αφού η γυναίκα που εικονίζεται μου φαντάζει ψυχρή, ανέραστη, μαλθακή, φουκαριάρα, σαν αφημένη στη μοίρα της και άρρωστη, θα έλεγα, όπως ακριβώς, μου φαντάζουν άρρωστες και οι εικόνες στις εκκλησίες! Η αίσθησή μου παίζει ανάμεσα σε αδιαφορία και αποστροφή, αν και δεν είναι αυτή η πιο σωστή λέξη. Ακόμα και μετά την επίσκεψή μου στο Λούβρο, δεν άλλαξα γνώμη για το έργο. Μάλιστα μπορώ να πω ότι την ισχυροποίησα και δεν εννόησα ποτέ την τόση διασημότητά του!
Στη Σουηδία που ήμουν, άρχισε, άθελά μου, μία ενδιαφέρουσα ιστορία με τον πίνακα. Παρακολουθούσα στο Πανεπιστήμιο της Στοκχόλμης το τμήμα της σουηδικής γλώσσας ΙΙΙ (από τα ΙV) και έλαβα ως εργασία περάτωσης του τμήματος, τη σύνταξη μιας “περίληψης και έκθεσης” (20; σελίδων), ενός βιβλίου στα σουηδικά, που μου δάνεισε η πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη, και που είχε σα θέμα την “Μόνα Λιζα” του Ντα Βίντσι. (Σημ. Για να περάσω το τμήμα ΙΙ, έκανα εργασία στο σενάριο της ταινίας του Μπέργκμαν “Μέσα από το σπασμένο καθρέφτη” – 1961). Δεν θυμάμαι τον τίτλο του βιβλίου για τη Τζοκόντα, αλλά ο συγγραφέας δεν μασούσε τα λόγια του κι έλεγε τα πράγματα με το όνομά τους. Εκεί διάβασα ότι αυτή η θεόρατη, θεϊκή θα έλεγα, προσωπικότητα στην ιστορία της ανθρωπότητας, ο Λεονάρντο ντα Βίντσι, ήταν: νόθος, ομοφυλόφιλος, αριστερόχειρας, χορτοφάγος, με άπειρη αγάπη για τα ζώα, μισούσε τον ύπνο και άλλα! Ο ντα Βίντσι δεν είχε ποτέ σχέση ιδιαίτερη, με γυναίκα. Ιδιαίτερες σχέσεις είχε με δύο μαθητές του, τον Σαλαΐνο και τον Μέλτζι, αλλά και για 28 χρόνια (1490-1519) ζούσε μαζί με τον Gian Giacomo Caprotti, τον οποίο αποκαλούσε Salai (διαβολάκο). Ο Salai, πάντως, έκανε την “Mona Vana”, τη “Γυμνή Τζοκόντα” όπως την αποκαλούν.
Η μητέρα του Λεονάρντο, Κατερίνα, ήταν απούσα από τη ζωή του! Η σεξουαλικότητά του, πάντως, είχε αποτελέσει αντικείμενο σάτιρας! Αφήστε που από κάποια αρχεία δικαστικά του 1476, όταν δηλαδή ο Λεονάρντο ήταν 24 ετών, αποδεικνύεται ότι αυτός και τρεις ακόμα άνδρες, κατηγορήθηκαν για σοδομισμό σε κάποιον εκδιδόμενο άνδρα της εποχής! Ουάου, Μπαρουφάκη μου!
Ο ίδιος ο Λεονάρντο, γράφει για ένα επίμονο όνειρό του, το οποίο αποκαλεί ricordazione (υπενθύμιση): «Με πλησίασε ένα γεράκι εκεί που καθόμουν στην κούνια μου, άνοιξε το στόμα μου με την ουρά του και με χτύπησε μ’ αυτήν αρκετές φορές στο εσωτερικό των χειλιών μου»… Ο Φρόιντ, το 1910, έγραψε σχετικά το βιβλίο “Μια παιδική ανάμνηση του Leonardo da Vinci”. Σ’ αυτό, ερμηνεύει το όνειρο του Λεονάρντο, ως στοματικό σεξ και την ουρά του πουλιού να συμβολίζει το πέος. Επίσης, επειδή το αρπακτικό πουλί είναι σύμβολο της μητρότητας, οδηγείται στη σκέψη ότι ο Λεονάρντο ήθελε να γίνει μητέρα!
Ο Φρόιντ ερμηνεύει το όνειρο μέσα από την ειδικότητά του! Από την άλλη όμως, ένας μηχανικός, μέσα από τη δική του ειδικότητα, λέει ότι από το γεράκι του επίμονου ονείρου, εμπνεύστηκε, μεγαλειωδώς, ο Λεονάρντο, τις επαναστατικές-πρωτοποριακές «ορνιθοειδείς μηχανές πετάγματος»! Κάποιοι τεχνοκριτικοί, έχουν δηλώσει ότι βλέπουν μία “ανδρογυνία” κι έναν “ερωτισμό” στην τέχνη του κι αυτό εκδηλώνεται έντονα στα έργα “Άγιος Ιωάννης ο βαπτιστής”, “Βάκχος” κ.ά.
Λεονάρντο ντα Βίντσι και Τζοκόντα
Ο πίνακας “Τζοκόντα”, απεικονίζει πιθανότατα, τη μάνα του Λεονάρντο, την οποία θα την ήθελε όπως ήταν, δηλαδή ζωηρή και ελκυστική, αλλά είχε “δεσμεύσεις”, αν και ίδιος φαίνεται να ξεπερνούσε κατά πολύ την εποχή του, σε ό,τι αφορούσε τη σκοταδιστική μεσαιωνική ηθική, αφού ο Μεσαίωνας τελείωσε το 1492 μ.Χ. – στα χαρτιά, εξυπακούεται! Πάντως, προσέξτε, φαίνεται ότι η διανοητική δημιουργική αντίληψη του ντα Βίντσι, ζωγραφίζοντας την μητέρα του Κατερίνα, “αποτραβήχτηκε” μπροστά στη βαριά ψυχική αντίληψη της απουσίας της, στα παιδικά του χρόνια. Και αυτό, τελικά, πέρασε στον πίνακα, που έκανε πάνω σ’ ένα ξύλο “λευκής” λεύκας.
Κάποιες σπάνιες φορές, η ανάμνηση δεν είναι ένα γεγονός, αλλά είναι κάτι που έχει μετατραπεί σε συναίσθημα. Γι’ αυτό το τελευταίο που είπα, θα μπορούσε ίσως κάποιος “παραδοσιακός” παρατηρητής, να με επιπλήξει με τη φράση του Δία στην Αθηνά: «…ποίον αν σοι έπος φύγεν έρκος οδόντων;» Αλλά θα απαντούσα πως …δεν μπορώ μία ζωή να κάνω το μαθητή!
Η μητέρα Κατερίνα
Ο Λεονάρδος Ντα Βίντσι γεννήθηκε (1452) εκτός γάμου (νόθος) στο Βίντσι της Φλωρεντίας, από την Κατερίνα ντι Μέο Λίπι, χωρική της περιοχής και όχι σκλάβα από τη Βόρεια Αφρική όπως έχουν πει κάποιοι κουτσομπόληδες. Ένας Γάλλος, Πασκάλ, υποστηρίζει ότι η Τζοκόντα που ξέρουμε δεν είναι η Μόνα Λίζα, αλλά ο ίδιος ο Ντα Βίντσι!
Η Κατερίνα, η μητέρα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι, γεννήθηκε το 1436 και 15 ετών έμεινε έγκυος από το δικηγόρο-συμβολαιογράφο Σερ Πιέρο Da Vinci, ο οποίος όμως τελικά παντρεύτηκε μία άλλη, της δικής του κοινωνικής τάξης! Ο ερευνητής Κεμπ, γράφει ότι το γεγονός της εγκυμοσύνης συνέβη, «ένα καλοκαίρι, δειλινό και πιθανά στα χωράφια…». Και η Κατερίνα 16 ετών, βρέθηκε μόνη και με ένα εξώγαμο παιδί, τον Λεονάρδο.
Για να μη γίνει σκάνδαλο, κανόνισαν να παντρευτεί η Κατερίνα έναν ντόπιο χωρικό, μάλιστα ο δράστης Σερ Πιέρο, της έδωσε και μία υποτυπώδη προίκα – ο γύφτος! Το παιδί, ο Leonardo, μεγάλωνε με την οικογένεια του παππού του Antonio, ο οποίος ήταν εύπορος. Στις φορολογικές του δηλώσεις, ο Antonio, δήλωνε στα μέλη της οικογένειας και έναν «μπάσταρδο γιό», γράφοντας ότι είναι δικό του παιδί και της Κατερίνας. (Εδώ η ιστορία γίνεται ασπρόμαυρη ελληνική ταινία του ’60, με Μάρθα Βούρτση ή Κάκια Αναλυτή ή Άντζελα Ζήλια και δίπλα Νίκο Ξανθόπουλο ή Γιώργο Καμπανέλλη ή Κώστα Κακαβά).
Ο κανονικός πατέρας του Λεονάρντο έχτιζε καριέρα Φλωρεντία και δεν επιθυμούσε ένα μπάσταρδο δίπλα του. Πού να φανταζόταν, ο ηλίθιος, ότι το μπάσταρδο αυτό θα γινόταν διάσημος παγκοσμίως, ενώ ο ίδιος ένα σύντομο ευκαιριακό αναμμένο κεράκι; Η Κατερίνα τους τελευταίους μήνες της ζωής της, τους πέρασε με τον γιο της, τον Λεονάρντο. Αυτό το γράφει ο ίδιος ο Ντα Βίντσι, όπως επίσης γράφει και για τα έξοδα της κηδείας της μάνας του, το 1494. Ο Κεμπ γράφει για «ένα ιδιαίτερα ρομαντικό τέλος, σε μία κατά τα άλλα μελαγχολική ιστορία».
Ο Ντα Βίντσι κράτησε κοντά του, στο σπίτι του, τον πίνακα με τη Μόνα Λίζα-Τζοκόντα, μέχρι που πέθανε. Nομίζω, ότι έτσι ήθελε να έχει δίπλα του, όσο ζούσε, τη μητέρα του, έστω και σ’ ένα ξύλο λεύκας! Τη μητέρα, την οποία δε χάρηκε ως παιδί. Α! Την “Τζοκόντα”, την κλέψανε, στα 1911 και την επέστρεψαν το 1913, μη σας λέω λεπτομέρειες βαρετές και ίσως βρωμιές μουσείων.
Για μένα, η ουσιαστική Τζοκόντα, είναι αυτή με το κρασί, το τσιγάρο και τις ποδάρες, που μου έστειλε η φίλη μου. Οι άλλες Τζοκόντες, είναι μεν σεβαστές, ως έργα τέχνης, αλλά είναι ψεύτικες ιστορικώς, δηλαδή δε δείχνουν καμία βαθιά αλήθεια!