“Το Αγαπημένο μου γλυκό”: Μια ταινία για την μοναξιά και την ελπίδα
06/03/2025
Ένα λιτό δράμα, “Το αγαπημένο μου γλυκό” (Keyke Mahboobe Man/ My Favourite Cake), των Μαριάμ Μογκαντάμ (Maryam Moghadam) και Μπεχτάς Σαναεχά (Behtash Sanaeeha), θα αποσπάσει το βραβείο κριτικών στο Φεστιβάλ Βερολίνου. Η αφήγηση παρακολουθεί τη Μαχίν (Lili Farhadpour) μία Ιρανή χήρα, ετών 70, η οποία έχει μεγαλώσει τα παιδιά της και τα οποία έχουν μεταναστεύσει στο εξωτερικό. Έτσι ζει μόνη.
Η ταινία εστιάζει αποκλειστικά στη Μαχίν και περιγράφει έντονα τη μοναξιά της. Η σχέση της με τα παιδιά της στο εξωτερικό περιορίζεται σε ζωντανές βιντεοκλήσεις, ολιγόλεπτες, οι παρέες της μετρημένες, μερικές αντίστοιχες γυναίκες κάποιας ηλικίας, που όμως δε μπορούν να αναπληρώσουν το κενό της. Την παρακολουθούμε στην καθημερινότητά της και τον τρόπο που παρατηρεί τον περίγυρό της. Είναι σαφές από την αρχή της αφήγησης πως η έλλειψή της είναι η αντρική συντροφιά, σε καθημερινό επίπεδο.
Καθώς παρουσιάζεται αυτή η προσωπική και έντονη μοναχικότητα της Μαχίν, οι δύο σκηνοθέτες σκιαγραφούν και τον ιρανικό περιβάλλον, ως ένα προβληματικό καταπιεστικό για τις γυναίκες περιβάλλον. Χαρακτηριστική η σκηνή που παροτρύνει νέες γυναίκες να μην υποκύπτουν στις παράλογες απαιτήσεις της αστυνομίας για τον τρόπο που φοράνε τις μαντήλες και γενικότερα πως κυκλοφορούν. Η Μαχίν παρουσιάζεται ως μια γυναίκα μαχητική, που συμβουλεύει το ίδιο να κάνουν και οι νεότερες. Στον περιορισμένο χρόνο που μας περιγράφει το πρόβλημα της νεότητας στο Ιράν: οι νέες γυναίκες κρύβονται για να πάνε ένα απλό ραντεβού με τον αγαπημένο τους, σχέσεις εκτός γάμου που κατακρίνονται.
Η αφήγηση δε σταματά σε αυτά τα μεμονωμένα περιστατικά. Συνεχίζεται η αναζήτηση συντροφιάς από τη Μαχίν, η οποία φαίνεται πως ζει μια ανούσια και βαρετή ζωή, επαναλαμβανόμενη, ρουτίνας, κάτι που εύστοχα καταφέρνουν οι δύο σκηνοθέτες να μεταδώσουν στην οθόνη. Αυτό το προσωπικό δράμα, προσπαθούν να το αναβαθμίσουν ως κοινωνικό. Δεν πείθουν τόσο σε αυτή την προοπτική, αλλά μόνο στο γεγονός ότι η ζωή χωρίς συντροφιά είναι αφόρητη. Η Μαχίν, στην απελπισία της μοναξιάς της, θα εντοπίσει τον, επίσης, μοναχικό ταξιτζή Φαραμάρζ (Esmaeel Mehrabi) και περίτεχνα θα τον πείσει να περάσουν ένα βράδυ μαζί. Στην ίδια θέση (αφόρητης μοναξιάς) και αυτός, θα δεχθεί την πρόκληση-πρόσκληση με πρωτοφανή χαρά. Η αφήγηση εστιάζει πλέον σε αυτό το μοναδικό βράδυ αυτών των δύο: με φαγητό, χορό, ντους με ρούχα, γλυκόλογα, και τελικά την αναπάντεχη τελική απώλεια του ενός εκ των δύο.
Η κοινωνική διάσταση του έργου
Στην ουσία “Το αγαπημένο μου γλυκό” είναι μία ακόμα ιρανική ταινία κοινωνικής και πολιτικής καταγγελίας απέναντι στο καθεστώς της χώρας και ειδικότερα όσον αφορά τα δικαιώματα των γυναικών (παρόμοια φετινά ιρανικά δράματα το “Tatami” και “Ο σπόρος της ιερής συκιάς”).
Σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης υποβόσκει σαφώς το μήνυμα δυσαρέσκειας ακόμα και από τον μοναδικό άντρα της ιστορίας που η ταινία μας παρουσιάζει, τον ήρεμο και ήσυχο Φαραμάρζ. Η μεταξύ τους σχέση, έστω σύντομη, θα αναδείξει πτυχές της ιρανικής κοινωνίας, και τους παραλογισμούς της, ενώ ταυτόχρονα θα αναπτυχθούν και εθιμοτυπικά των δύο φύλων, με αρκετή ανατολίτικη χροιά και σημασία, αρκετά έξω από τη σύγχρονη δυτική κοινωνία: η γυναίκα στο σπίτι φτιάχνει γλυκά και φαγητά για να καλοταΐσει και να ευχαριστήσει τον άντρα του σπιτιού, φροντίζει για τον κήπο, ενώ ο άντρας επεμβαίνει όπου χρειάζονται δουλειές μάστορα, όπως η αλλαγή λάμπας, ή η επιδιόρθωση μιας βλάβης, χειρωνακτικές δηλαδή εργασίες που παραδοσιακά (;) οι γυναίκες αποφεύγουν.
Η ταινία, στο ερωτικό της δίπολο, δεν έπεισε στο ελάχιστο. Η σχέση των δύο, μία σεκάνς που είναι σχεδόν η μισή ταινία, ειδικότερα μέσα στο σπίτι της Μαχίν, αναπτύσσεται με πολύ ευθυμία από τους δύο πρωταγωνιστές, με υποκριτικά (έτσι φάνταζαν) υπερβολικές φιλοφρονήσεις εκατέρωθεν, και έναν παλιμπαιδισμό που, και αυτό στην υπερβολή του, έμοιαζε αλλόκοτο. Προκύπτουν αρκετά ερωτήματα για το σκέλος της αφήγησης της ταινίας, όπως γιατί να μη νιώσει νεότερη η Μαχίν την ανάγκη για αντρική συντροφιά, ήδη τριάντα χρόνια χήρα, καθώς κανείς δεν το απαγόρευε. Δηλαδή, φαίνεται πως το πρόβλημα δεν είναι τόσο η μοναξιά μιας χήρας ή ενός ζωντοχήρου (όπως η περίπτωση Φαραμάρζ), αλλά η πλήρης διεκδίκηση δικαιωμάτων χωρίς καμία νομική ή ηθική δέσμευση.
Εδώ οι σκηνοθέτες διεκδικούν κάτι παραπάνω από την καθεστωτική συμπεριφορά, διεκδικούν και μία ελευθεριότητα και αντιμετώπιση ή απάντηση στους ηθικισμούς της ‘κουτσομπόλας’ γειτόνισσας και όσων δεν θα κάνουν αποδεκτή μία τέτοια ελεύθερη σχέση που ήθελε να χτίσει η Μαχίν με τον Φαραμάρζ. Είναι τόσο έντονη η κοινωνική κατακραυγή, με θρησκευτικές ρίζες, που εν τέλει στον αναπάντεχο θάνατο του ταξιτζή, η Μαχίν επιλέγει να τον θάψει στον κήπο της. Η θέση της γυναίκας, όμως, στις κοινωνίες αυτές δε λύνονται μόνο με τα πολιτικά-πολιτειακά καθεστώτα, είναι αρκετά πιο περίπλοκες οι σχέσεις των δύο φύλων και οι ηθικισμοί στις αντιλήψεις τους, που τα πολιτικά δικαιώματα είναι το ένα σκέλος του προβλήματος.
Η ταινία, παρόλα αυτά, διαθέτει ένα μοναδικό τρόπο, παρόλο τον αργό ρυθμό της, να αποτυπώνει την καθημερινότητα στη σύγχρονη ιρανική κοινωνία, ενώ η πρωταγωνίστρια καταφέρνει να ερμηνεύει με απλότητα τον χαρακτήρα της ξεχασμένης από τον κόσμο ηρωίδας. Ο συμπρωταγωνιστής, επίσης με απλότητα θα καταφέρει να αποτυπώσει μία ακόμα πτυχή της κοινωνίας. Οι ερμηνείες είναι καλές, η φωτογραφία επίσης. Τίποτα, όμως, δεν απογειώνεται, ούτε οι ερμηνείες, ούτε η σκηνοθεσία (παραμένει κλασική σε όλους τους τύπους της, μάλλον διεκπεραιωτική), ούτε η αφήγηση, ούτε το πολιτικό-κοινωνικό μήνυμα. Η ηρωίδα παραμένει μία θλιβερή προσωπικότητα, χαμένη σε μία αφόρητα μονότονη ζωή, και εδώ οι συμβολισμοί με το καθεστώς είναι υπαινικτικοί, όπως και το θάψιμο της ελπίδας, που συμβόλιζε η Φαραμάρζ.
Κάπως έτσι, η ταινία κλείνει με ένα συνοδευτικό όμορφο μουσικό μοτίβο, πολύ κοντά, εντυπωσιακά κοντά, στα δικά μας μουσικά δρώμενα του έντεχνου λαϊκού τραγουδιού. Μια μελωδία που σε ταξιδεύει με φόντο μόνο την πλάτη της Μαχίν, όχι το πρόσωπό της, αλλά την πλάτη της, για μια συνέχεια που μοιάζει φαύλος κύκλος, που όλο και περισσότερο σε μαραζώνει. Η ελπίδα είναι η γλυκόπικρη μουσική μελωδία που συνοδεύει ένα προχειρογραμμένο πεπρωμένο, χωρίς, όμως, και δυστυχώς, καμία λύτρωση. Και αυτό είναι επίσης ένα σημαντικό κενό που αφήνει η ταινία να αιωρείται αναπάντητο: δεν υπάρχει λύτρωση και από το τίποτα, η ηρωίδα, επιστρέφει στο τίποτα.