Το αισθητικό ιδεώδες στην αρχαία Τέχνη δημιούργησε το “ελληνικό θαύμα”
31/03/2024“Ευλογία Θεού αυτά τα τριήμερα των εορταστικών επετείων”, σκέφτομαι όλο αγαλλίαση με την πλάτη στον γητευτή υπολογιστή μου. Ξεφυλλίζω ένα περιοδικό πενταετίας από τα θυμητάρια παλαιότητας που έχω φυλαγμένα στο μαγικό ”μπαουλάκι”, όπου ο χρόνος γυρίζει πίσω και ξετυλίγει ιστορίες ατομικών και συλλογικών εμπειριών ποικίλου ενδιαφέροντος.
Νιώθω σχεδόν όπως ένιωθα ανέκαθεν μετά από κάθε σχολική γιορτή. Γιορτή-προσκλητήριο, όπως αυτή της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 που την γιορτάζουμε όλο και με λιγότερο ενθουσιασμό και περισσότερο προβληματισμό τα πολλά τελευταία χρόνια. Προβληματισμό γιατί οι ελπίδες μας για ψυχική και πνευματική αναγέννηση και για κοινωνική και εθνική κάθαρση με οδοδείκτες την ιστορική μνήμη και τις αξίες που κληρονομήσαμε, εξανεμίζονται με τα χρόνια.
Έτσι, με αφορμή τις εθνικές επετείους μας, περιοριζόμαστε στα γνωστά ευχολόγια (πασπαλισμένα με άχνη πατριωτικής ρητορικής) περί δημοκρατικής εξυγίανσης, αξιοκρατίας, δικαιοσύνης, αλληλεγγύης και θυσιαστικής προσφοράς στην πατρίδα. Ευχολόγια διακυβερνητικά με πρότυπα τους ήρωες που γιορτάζουμε επετειακά, δηλώνοντας την αποφασιστικότητά μας για ηθική κάθαρση, για πάταξη της διαφθοράς και της διχόνοιας και για υπεράσπιση ενός πολιτισμού ειρήνης, ο οποίος τρέφεται από το πνεύμα, την τέχνη και την αισθητική…
Το βλέμμα μου προσπερνάει αφηρημένα τις αιθέριες υπάρξεις που είναι ντυμένες με τις υψηλής ραπτικής δημιουργίες της Σοφίας Κοκοσαλάκη και αφήνει τον νου μου να αναπολεί την αισθητική της κλασικής αρχαιότητας όπως την είχα ”ταυτοποιήσει” μια μέρα με χειμωνιάτικη λιακάδα, στην τελευταία επίσκεψή μου στην Ακρόπολη και το Νέο Μουσείο. Κλείνω το περιοδικό, γιατί δεν το χρειάζομαι πια. Οι πτυχώσεις των πέπλων των Καρυάτιδων του Ερεχθείου (αρχιτεκτονικής Φειδία και Μνησικλή από πεντελικό μάρμαρο) κυματίζουν ακόμα στα μάτια μου και σχεδόν με αγγίζουν, έστω κι αν οι κόρες που φορούν τους χειριδωτούς χιτώνες είναι γύψινα αντίγραφα.
Θεσπέσια έργα
Οι τέσσερις από τις έξι πρωτότυπες Καρυάτιδες (δουλεμένες σε παριανό μάρμαρο απ’ τα χέρια μαθητών του Φειδία) είχαν μεταφερθεί το 1979-1987 στο Μουσείο Ακρόπολης (βλ. αναστηλωτικές επεμβάσεις Παπανικολάου-Ζάμπα), ενώ η πέμπτη φυλάσσεται σε θραύσματα στην αποθήκη του και η έκτη (η κλεμμένη απ’ τον λόρδο Έλγιν το 1801) κοσμεί το Βρετανικό Μουσείο.
«Η επιστημονική Αισθητική ξεκινάει ‘εκ των κάτω’. Απ’ τα δημιουργήματα και όχι απ’ τις θεωρίες», λέει ο Βάρναλης (”Ιδεολογία και Αισθητική”). Κι αυτό βρίσκω τον τρόπο να το προσαρμόσω στα μέτρα μου κινούμενη νοερά στα όρια του μεταφυσικού, έτσι που νιώθω εντός μου το πάθος της δημιουργικότητας που αποτυπώνεται στα θεσπέσια έργα αρχαίας Γλυπτικής, όπως οι κόρες του Ερεχθείου. Το εκπέμπει άλλωστε αβίαστα η ανεπιτήδευτη κομψότητα, η ποιότητα και η αιθέρια ομορφιά τους. Στοιχεία αναγνωρίσιμα σε όλα τα αρχαιοελληνικά γλυπτά, αγγεία και έργα αρχιτεκτονικής, που αναδεικνύουν συμβολικά και αισθητικά την Αθήνα ως κοιτίδα των καλλιτεχνικών τάσεων της προϊστορικής και ιστορικής εποχής στην ηπειρωτική Ελλάδα.
Τα σκήπτρα παλαιότητας (9.000 χρόνια πριν) στη νησιωτική χώρα μας τα κατέχει η Κρήτη, σημειωτέον, όπως απέδειξε η ανακάλυψη νεολιθικών ευρημάτων στο νησί από τον Γεώργιο Σταματογιαννόπουλο (1934-2018), καθηγητή Γενετικής και Επιστημών Γονιδιώματος στο Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον, που οδηγήθηκε σε εντυπωσιακά συμπεράσματα βάσει της ανάλυσης μιτοχονδριακού DNA οστών Μινωιτών 4.500 χρόνων από σπήλαιο κοντά στον Άγιο Χαράλαμπο του Οροπεδίου Λασιθίου.
Σε κάθε περίπτωση, η αισθητική που εκπέμπουν έργα και αρχιτεκτονικά δημιουργήματα της κλασικής τέχνης από τα νεολιθικά ”βιολόσχημα” ειδώλια γυναικών 6.500-4.500 χρόνων με έντονες καμπύλες, χέρια διπλωμένα κάτω απ’ το στήθος και το κεφάλι να γέρνει ελαφρά προς τα πίσω, έως τα ιερά του ”μυητικού προσκυνήματος” στην Αθήνα, είναι άλλο πράγμα. Είναι ασύγκριτη ασχέτως με το μέγεθος των αρχαιοελληνικών δημιουργημάτων.
Στο Μουσείο της Ακρόπολης, για παράδειγμα, δείχνουν να έχουν μεγάλη αξία ακόμα και τα πιο μικρά, γυμνά, μαρμάρινα ειδώλια που δίνουν την αίσθηση ότι είναι έτοιμα να πετάξουν από τις βάσεις τους. Ότι τα πέλματα των ποδιών τους πατούν στα ακροδάχτυλά τους, σαν να φορούν αόρατους κοθόρνους σαν τους χρωματιστούς των Καρυάτιδων της Αμφίπολης με τις 8 εκατοστών ύψους επάλληλες στρώσεις.
”Μηδέν άγαν”
Η αυτοσυνειδησία της πρωτοκυκλαδικής, κυκλαδικής και μυκηναϊκής κοινωνίας εξακτινώνεται — δια των ειδωλίων — στην εποχή μας και σμίγει με αυτήν των κλασικών χρόνων που εκπέμπουν τα ιερά της πόλης της Παλλάδας Αθηνάς, της Αθήνας. Έτσι τα πρότυπα ομορφιάς της εποχής τους (οι ”γεμάτες” γυναίκες σαν σύμβολα ευμάρειας που βρίσκονται στον αντίποδα των σημερινών ”συλφίδων” των περιοδικών) συμπράττουν στην παρουσία του αρχαιοελληνικού γίγνεσθαι με τα μυητικά προσκυνήματα της Ακρόπολης. Τα μυητικά (που συνεισφέρουν στη διαδικασία αφύπνισης της συνείδησης), όχι τα μυστικιστικά, αφού ο μυστικισμός δεν χαρακτήριζε ποτέ τους Έλληνες. Γι’ αυτό και είναι περιορισμένος ο συμβολισμός στην Τέχνη της αρχαιότητας, η οποία βασιζόταν στην αισθητική και τον νου.
Σαν αποτέλεσμα αυτού, οι πολίτες ήταν προικισμένοι με χαρίσματα πνευματικά, ψυχικά και καλλιτεχνικά στη βάση του ”Μηδέν άγαν”. Με όριο το αυτοπεριοριστικό ”Τίποτα υπερβολικό”, δηλαδή, και με πρωτοπόρους στο θέμα αυτό τους Αθηναίους, ήταν ελεύθεροι να πράττουν και να σκέφτονται χωρίς να πιέζονται από φραγμούς του κράτους και της θρησκείας. Στην περίπτωση της Αθήνας, μάλιστα, ήταν δικαίωμα των πολιτών να λένε ελεύθερα τη γνώμη τους. Γι’ αυτό και ο Ευριπίδης αποκαλεί ”σκλάβο” αυτόν που δεν εκμεταλλεύεται το δημοκρατικό του δικαίωμα να μπορεί να λέει ελεύθερα τη σκέψη του, την άποψή του.
Θα έλεγε κανείς, ωστόσο, ότι αυτό το διέψευσε η καταδίκη σε θάνατο του Σωκράτη (399 π Χ) με την κατηγορία ότι έφερνε νέα δαιμόνια στην Αθήνα και διέφθειρε τους νέους. Όμως δεν συνέβη το… εμφανές, γιατί η αντιμετώπιση του μεγάλου φιλοσόφου απ’ το δικαστήριο της Ηλιαίας εκείνη την εποχή αποτελούσε εξαίρεση που επιβεβαίωνε τον κανόνα. Ήταν, χωρίς αμφιβολία, η πιο μελανή στιγμή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας η καταδίκη του Σωκράτη (399 π Χ). Αλλά έγινε σε μια σκοτεινή περίοδο που έβρισκε ηττημένους απ’ τον Πελοποννησιακό πόλεμο τους Αθηναίους (εξευτελισμένους, ταπεινωμένους από τη Σπάρτη) και εύκολα θύματα επίβουλων προτροπών (βλ. Άνυτος, Μέλητος, Λύκων, ως κατήγοροι του Σωκράτη). Προτροπών οι οποίες τους είχαν μετατρέψει σε σκληρούς και άδικους…
“Το ελληνικό θαύμα”
Όμως όλα αυτά απαλύνθηκαν σταδιακά με τον χρόνο και έτσι επανακτήθηκε η ισορροπία ανάμεσα στην ψυχή, το πνεύμα και τα ”πιστεύω” της καλλιτεχνικής φύσης των αρχαίων Αθηναίων. Χάρη σ’ αυτήν την ισορροπία, άλλωστε, οι περίφημοι αρχιτέκτονες Ικτίνος και Καλλικράτης (β’ μισό 5ου αι π Χ) είχαν μετατρέψει τους ναούς της Ακρόπολης από απλά, λειτουργικά οικοδομήματα σε αισθητικά με βασικά χαρακτηριστικά τους την απόλυτη αρμονία και το κάλλος.
Τίποτα υπερβολικό και εδώ, όπως τα υπερκόσμια της Αιγύπτου και των Ινδιών. Το ”Μηδέν άγαν”, κοινώς, κανοναρχούσε στο αισθητικό ιδεώδες της αρχαίας Ελλάδας. Στην ελληνική αρχιτεκτονική, ειδικότερα, συνέβαλε στο αρμονικό ”πάντρεμα” της υπέρτατης έκφρασης του καθαρού λογισμού με την άψογη δομική απλότητα. ”Πάντρεμα” που οδήγησε στο ”ελληνικό θαύμα”. Ένα θαύμα που εξέπεμπε ανθρωπιά, ηρεμία, κέφι, δύναμη και μεγαλοπρέπεια.
Σαν αποτέλεσμα της τελευταίας, ο Παρθενώνας (αρχιτεκτονικής Ικτίνου και του Καλλικράτη) δείχνει, ως σήμερα, να κυριαρχεί σ’ όλη τη γη και τη θάλασσα γύρω από την Αθήνα, ενώ ο ερειπωμένος ναός του Ποσειδώνα στο Σούνιο (το αρχικό κτίσμα του οποίου κατασκευάστηκε στις αρχές του 5ου αιώνα και — μετά την καταστροφή του από τους Πέρσες — ξαναχτίστηκε με εντολή του Περικλή, ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη το χτίσιμο του Παρθενώνα) υψώνει μεγαλόπρεπα τους 15 απ’ τους 45 αυλακωτούς κίονές του πάνω από τη θάλασσα του Ακρωτηρίου, στην νότια εσχατιά της Αττικής.
Αμφότερα τα λαμπρά αυτά δείγματα αρχιτεκτονικής εκπέμπουν την εντύπωση ότι στον μυαλό των αρχιτεκτόνων τους ”αφέντης της γης είναι ο άνθρωπος, ο Νους του οποίου ερευνά τους νόμους της και η ψυχή ανακαλύπτει την ομορφιά της”, όπως λέει η Edith Hamilton (”Αθάνατη Ελλάδα”).
Γι’ αυτό και ο τραγικός ποιητής Σοφοκλής βάζει τον Χορό να λέει στο πρώτο στάσιμο του έργου του ”Αντιγόνη”: ”Πολλά ‘ναι τα θάματα, // πιο θάμ’ απ’ τον άνθρωπο κανένα…” (στ. 332-333).