“Το διπλανό δωμάτιο”: Μία ρηχή ταινία του Αλμοδόβαρ για την ευθανασία
13/12/2024Αναρωτήθηκα, ειλικρινά, αν αυτή η ταινία έχει πράγματι κερδίσει το Χρυσό Λιοντάρι στο (σημαντικό κατά τα άλλα) Φεστιβάλ Βενετίας. Αναρωτήθηκα, επίσης, αν αυτός, ο σημερινός, Αλμοδόβαρ έχει καμία σχέση με εκείνον της δεκαετίας του 1990.
Όμως, ό,τι και αν σκέφτηκα προχείρως, θα προσπαθήσω στις λίγες γραμμές παρακάτω να εξηγήσω γιατί αυτή η βραβευμένη ταινία είναι μία (το λιγότερο) πρόχειρη ταινία. Η ταινία αποτελεί μία ελεγεία επίπεδης και ρηχής ανάλυσης για ένα τόσο σημαντικό και σύγχρονο θέμα, όπως αυτό της ευθανασίας. Η Μάρθα σταδιακά σιγοσβήνει από τον καρκίνο που την έχει προσβάλει. Μία πολύ καλή παλιά της φίλη, η Ίνγκριντ, την επισκέπτεται στο νοσοκομείο και αρχίζει να τη στηρίζει ψυχολογικά και συναισθηματικά, δίνοντάς της κουράγιο στον Γολγοθά που βιώνει. Η Μάρθα θα πάρει μία (αλλόκοτη) απόφαση, προς την ευθανασία, αντί της φυσικής εξέλιξης του καρκίνου, που θα τη βασάνιζε έως τέλους.
Η Μάρθα θεωρεί ότι έχει δικαίωμα σε έναν αξιοπρεπή θάνατο μακριά από τον πόνο. Η αξιοπρέπεια εδώ συνδυάζεται με την έλλειψη πόνου. Οι συζητήσεις γύρω από αυτή την απόφαση παραμένουν στην ταινία ρηχές έως ανύπαρκτες. Σε κάποιο σημείο δε, η Μάρθα απαγορεύει στη φίλη της Ίνγκριντ να ρωτήσει ή να αμφισβητήσει αυτή την (ρητώς ειλημμένη) απόφαση. Της ζητάει, όμως, την παρέα της σε ένα ιδανικό (και εκνευριστικά πολυτελές) σπίτι σε δάσος, όπου επέλεξε να πεθάνει με το (παράνομο) χάπι ευθανασίας (οι σχετικές επεξηγήσεις πως, ποιος και που βρήκε το παράνομο χάπι είναι το λιγότερο αστείες). Της ζητάει να μείνει στο διπλανό από εκείνη δωμάτιο για να μη ‘φύγει’ μόνη ή να μη νιώθει μόνη αυτές τις τελευταίες της στιγμές. Ακούγεται ανθρώπινο, αλλά είναι;
Η ευθανασία σαν ατομική απόφαση
Η ταινία περιγράφει πολύ ρηχά, και μονομερώς τη μία άποψη μιας τέτοιας απόφασης. Δε τη συζητάει. Κανείς στην ταινία δεν αναρωτιέται: είναι σωστή αυτή η απόφαση; Ένας πρώην εραστής και φίλος και των δύο γυναικών (Τζον Τορτούρο) μαθαίνει τα περί ευθανασίας, και το αποδέχεται ως κάτι φυσικό, φυσιολογικό. Ως κάτι που αφορά μόνο τον άνθρωπο που παίρνει μια τέτοια απόφαση και κανέναν άλλον.
Αν αυτή η απόφαση είναι ατομική υπόθεση και όχι κοινωνική (και κρατική), γιατί παραμένει μία παράνομη πράξη στις περισσότερες χώρες, ενώ σε όσες (λίγες) επιτρέπεται, επιτρέπεται συνήθως κάτω από ειδικές συνθήκες; Γιατί το (δυτικό) κράτος δεν επιτρέπει εύκολα μία τέτοια πράξη; Είναι μόνο νομικό το ζήτημα; Ηθικό είναι; Θεολογικό; Η ταινία το μόνο που θέτει ως προβληματισμό είναι το νομικό κομμάτι της υπόθεσης. Πως, δηλαδή, η Ίνγκριντ δε θα κατηγορηθεί ως συνένοχη σε πράξη παράνομης ευθανασίας. Η μικρή ανάκριση στο τέλος της ταινίας θα γίνει από έναν αστυνομικό, που πολύ εύκολα οι πρωταγωνιστές εμπλεκόμενοι, θα αποκαλέσουν ακροδεξιό και φανατικό πιστό (χριστιανό), τον οποίο μπορούν να εκφοβίσουν με καταγγελίες, ώστε να μην ερευνήσει περαιτέρω την συγκεκριμένη περίπτωση ευθανασίας.
Η ταινία (ο σκηνοθέτης ως πνευματικός της δημιουργός) παίρνει μία ξεκάθαρη θέση, χωρίς όμως να μας εξηγήσει, αλλά ούτε να συζητήσει στο ελάχιστο, γιατί αυτή η πράξη είναι ατομική υπόθεση;
Η Ίνγκριντ που μπαίνει στη διαδικασία να σταθεί στη φίλη της στις τελευταίες της στιγμές είναι διάσημη αμερικανίδα συγγραφέας. Δεν μπορώ να φανταστώ πώς μία συγγραφέας, ένας άνθρωπος του λόγου, της τέχνης, της πνευματικής προσέγγισης των ανθρωπίνων, δεν συζητά καθόλου γι’ αυτή την απόφαση με τη φίλη της, ενώ δεν προσπαθεί στο ελάχιστο να την μεταπείσει. Παράλληλα, πουθενά – και αυτό είναι ακόμα πιο αλλόκοτο – δεν τίθεται το θέμα θεολογικά. Η οπτική της μετά θάνατον ζωής σε μία (κατά τα άλλα) χριστιανική ως επί το πλείστον, κοινωνίας, δε θα έπρεπε να απασχολεί τους εμπλεκόμενους χαρακτήρες; Σε κανένα σημείο η πρωταγωνίστρια δεν αναρωτιέται για τα περί θανάτου. Ούτε η φίλη της συγγραφέως θέτει το θέμα. Δεν υπάρχει καμία υπαρξιακή αναζήτηση, λες και η αθεΐα είναι κάτι δεδομένο στη σύγχρονη δυτική κοινωνία. Μια κοινωνία, που ζει μόνο το τώρα, δίχως αύριο.
Αμαρτία και ομοφυλοφιλία
Και είναι ακόμα πιο αλλόκοτο, ότι τίθεται ως θέμα αμαρτίας η ομοφυλοφιλική σχέση ενός Ισπανού χριστιανού καθολικού. Είναι το λιγότερο αλλόκοτο να απασχολεί περισσότερο το θέμα μιας ομοφυλοφιλικής πράξης ως αμαρτία, παρά η αυτοκτονία, που για μια χριστιανική κοινωνία είναι η ύψιστη ύβρις απέναντι στο Θεό-δημιουργό που τον οδηγεί (τον πιστό) στην απώλεια της ψυχής του.
Είναι γενικότερα αλλόκοτο να μη συζητηθεί καθόλου η έννοια του θανάτου ως γεγονός που πρόκειται να επέλθει σε έναν άνθρωπο και εκείνος, η Μάρθα εν προκειμένω, να αναλώνεται μόνο σε στείρες αναφορές περί του παρελθόντος της, τη δουλειά της (ως πολεμικής ανταποκρίτριας), την (ανύπαρκτη) σχέση με την κόρη της, τις καλές ταινίες που θυμάται και θέλει να ξαναδεί, ή τις λίγες φράσεις από αγαπημένους λογοτέχνες που θέλει να ξανακούσει.
Ωραία όλα αυτά, η νοσταλγία μπορεί να αφορά τους πάντες, αλλά μπροστά στο τεράστιο θέμα του θανάτου είναι τουλάχιστον γραφικό ο εμπλεκόμενος να παραμένει παγερά αδιάφορος στην ίδια την ανθρώπινη φύση και ύπαρξη. Αντιθέτως, προτιμά να τριγυρνά με ένα ποτήρι κρασί, να βάφεται με κραγιόν, να φορά έντονα χρώματα και να ξαπλώνει κάτω από τον ήλιο, λες και η ζωή του ανθρώπου είναι μόνο διακοπές και καλοπέραση. Η χλιδάτη ζωή που περιγράφει για τους εμπλεκόμενους χαρακτήρες, επίσης, προβληματίζει: η απόφαση αυτή αφορά τους πλούσιους δυτικούς; Είναι δικό τους προνόμιο; Επειδή μπορούν και πληρώνουν (το παράνομο χάπι, τους ακριβούς δικηγόρους, τα πανάκριβα σπίτια με πισίνες, κλπ) μπορούν να κάνουν ό,τι θέλουν και όπως το θέλουν;
Επίσης, μέσα σε όλο αυτό το ανούσιο τίποτα, πώς εμπλέκεται το ενός λεπτού λογύδριο περί κλιματικής αλλαγής και επικείμενης καταστροφής του πλανήτη από τους (κακούς και απρόσεχτους) ανθρώπους που δεν ακούνε τους λίγους σοφούς που τους κουνάνε το δάχτυλο; Μήπως, έτσι, μια πράξη ευθανασίας δικαιολογείται; Αφού τα πάντα καταστρέφονται ας αυτοκτονήσουμε; Μία πολύ πρόχειρη λογική αλληλουχία.
Μία ταινία με τεχνικές αρετές
Το μόνο θετικό στην ταινία είναι η τεχνική πλευρά της. Η Αλμοδοβάρια κινηματογράφηση, τα κάδρα του, οι χρωματικές του μεταμορφώσεις, η φωτογραφία του εν γένει, οι ερμηνείες (επίσης), θετικά δείγματα και αποτελούν εγγύηση πάντοτε για μια ταινία του (για τη μουσική δεν είμαι σίγουρος, παραμένει αναλογικά φλύαρη, αν και ξεχωριστά ίσως έχει αρετές). Παρόλα αυτά, η αφήγηση, χωρίς καμία, σχεδόν, ουσιαστική πλοκή, μοιάζει σαν προπαγανδιστικό φυλλάδιο προς έναν κόσμο εντελώς παράλογο και αλλόκοτο, χωρίς αναστοχασμό, παρά μόνο ατομικά θελήματα, αποφάσεις προσωπικές που δεν πρέπει να συζητιούνται, μόνο να παίρνονται: μία εγωκεντρικότητα δίχως τέλος. Το μήνυμα της ταινίας είναι το λιγότερο απλοϊκά στείρο, ενώ τα κοντινά πλάνα στα πρόσωπα, συνεχώς, με τα βουρκωμένα μάτια, των (εξαιρετικών) πρωταγωνιστριών, δεν προκαλούν καμία συγκίνηση. Ο λόγος; Οι χαρακτήρες που περιγράφει η ταινία δεν είναι καθόλου αληθινοί και δε συγκινούν, ακριβώς επειδή δεν αγγίζουν κανέναν, ως χαρακτήρες ανύπαρκτοι στο κοινωνικό γίγνεσθαι.
Ο θεατής δεν μπορεί να ταυτιστεί με κάτι που δεν υπάρχει, ενώ ο ‘εκβιασμός’ του συναισθήματος με τα βουρκωμένα μάτια και τις υπερφίαλες αφηγήσεις του παρελθόντος της πρωταγωνίστριας, παραμένουν παγερά αδιάφορες, χωρίς βάθος. Μόνο μια στείρα περιγραφή συντηρείται, που δεν καταλήγει πουθενά και χωρίς καμία κριτική για την ίδια τη ζωή ή τον χρόνο της (κάτι που θα είχε ένα ενδιαφέρον).
Ο Αλμοδόβαρ φαίνεται πως ασχολείται με θέματα που δεν τα γνωρίζει, ενώ κάποιος πρέπει να του υπενθυμίσει πως δεν είναι ούτε Ταρκόφσκι, ούτε Παζολίνι, ούτε Μπέργκμαν. Θα μπορούσε, αλλά δυστυχώς δεν είναι.