Το μπουζούκι στον έρωτα, στη χαρά και στον πόνο, μέσα από τη λαϊκή παράδοση

Το μπουζούκι στον έρωτα, στη χαρά και στον πόνο, μέσα από τη λαϊκή παράδοση

Το μπουζούκι, όργανο προικισμένο με τη δυνατότητα έκφρασης στο ακέραιο, ακραίων συναισθηματικών καταστάσεων (έρωτα, χαράς, πόνου) έχει καταγραφεί, με τις διάφορες κατά καιρούς ονομασίες του, στα δημοτικά τραγούδια και στις λαϊκές αφηγήσεις:

«Το παιδί ήξερε και λαλούσε πολύ καλά τον ταμπουρά. Τον ελάλησε και το βράδυ και τον ήκουσε η Βασιλοπούλα. Το πουρνό η όμορφη του τόπου είπε της γριάς:
– Γριά, ποιον είχες εδώ στο σπίτι σου και λαλούσε τον ταμπουρά τόσο καλά;
– Ένας ξένος ήρθε, βασιλοπούλα μ’, είπε η γριά, και τον λαλούσε.
– Να του πεις να ’ρθει να τον ανταμώσω, είπε η βασιλοπούλα.
Πήγε το παιδί στη βασιλοπούλα και το ρωτούσε, από ποιον τόπο είναι, πως πολύ της άρεσε ο ταμπουράς και θέλει να το πάρει άντρα.
…………………………………
Σαν δεν ήκουσε η βασιλοπούλα τον ταμπουρά, του φώναξε:
– Γιατί δεν λαλείς απόψε τον ταμπουρά, μόν’ είσαι συλλογισμένος;
Και το παιδί τής μολόγησε όσα του είπε ο Βασιλιάς.
– Και γι’ αυτό χολιάζεις; του είπε η βασιλοπούλα. Λάλησε τον ταμπουρά γλήγορα για να γλεντήσουμε λίγο κι αύριο το πουρνό έλα απ’ εδώ.
Ελάλησε τον ταμπουρά το παιδί όλο το βράδυ κι εγλέντησαν πολλά».
(“Τα δυμάρικα”).

Στο κυπριακό τραγούδι του ακριτικού κύκλου “Η αρπαγή της κόρης του Λεβάντη από το Διγενή” γίνεται αναφορά στη δεξιοτεχνία του Ακρίτα: «…τζαι έπαιξεν ο ταμπουράς του κόσμου τες γλυκάες…», χάρη στην οποία, ενώ ήταν καλεσμένος σε γάμο, μάγεψε με το παίξιμό του τη νύφη και… την πήρε μαζί του. Μεγάλος καταφερτζής το συγκεκριμένο όργανο, λοιπόν, όπως επιβεβαιώνεται και στα παρακάτω τραγούδια:

«

Τούτο το καλοκαιράκι,
κυνηγούσα ένα πουλάκι,
κυνηγούσα, προσπαθούσα,
να το πιάσω δε μπορούσα.
Παίζοντας τον ταμπουρά μου,
Ήρθε κι έκατσε κοντά μου».
«Μια αυγούλα θε να σηκωθώ
να μπω σε περιβόλι
να κόψω μήλο της μηλιάς
κυδώνι της αγάπης
να κόψω κι ένα λιόφυλλο
να παίζω το λιογκάρι.
Να πάω στην αγάπη μου
να την γλυκοξυπνήσω:
– Λιογκάρι δε βαρυσκοπώ.
για δε βαρείς γιομάτα;
– Βάλε μου τέλια δυνατά
και βάρα στα γιομάτα.
Κι αν δεν σου βγάλω την ξανθιά
κάνε με τρία κομμάτια».

«Ποτέ μου δεν αγάπησα κοπέλα με παράδες,
παρά με τα τραγούδια μου και με τους ταμπουράδες».

«Κατακαϋμένε ταμπουρά για δεν βαρείς γιομάτα;
– Για σφίχτ’ τα τέλια δυνατά και βάρει με γιομάτα
κι αν δεν στη φέρω την ξανθή κάμε με τριά κομμάτια».

«Ενας Δερβίσης πέρναγε μέσ’ από το παζάρι
με το γιογκάρι παίζοντας και λιανοτραγουδώντας.
Κι η Κάντω τον αγνάντευεν από το παραθύρι.
– Πέρνα, Δερβίση, πέρναγε, πέρνα και ξαναπέρνα
και στο καλό σου γύρισμα πέρνα κι ανέβα πάνω.
– Για πάρε συ τη ρόκα σου κι εγώ τον ταμπουρά μου
να πάμε να γλεντήσουμε απάνω στον οντά μου».

Σε παραλλαγή με τους παραπάνω στίχους, έχουν καταγραφεί και οι εξής:

«βουζούκι μου γλυκόφωνο, για δεν βαρείς γιομάτα;»

«Ντερβίσης εροβόλαγε στη μέση στο παζάρι,
με το μπουζούκι παίζοντας, τον ταμπουρά βαρώντας»

Μην τα βαράτε τ’ άργανα

Πιο πριν είδαμε στοιχεία ανθρωπομορφισμού, όπου αποκαλείται ο ταμπουράς «κατακαϋμένος». Ο ίδιος χαρακτηρισμός χρησιμοποιείται και σε άλλα δημοτικά (εδώ χωρίς την έμφαση του προθέματος «κατά-»): «Βάρει καϋμένε ταμπουρά και συ καραντουζένι» ή «Λάλα καϋμένε ταμπουρά, πέσ’ το κι εσύ, μπουζούκι» Παρεμφερή χαρακτηρισμό συναντάμε και στον στίχο: «Μην τα βαράτε τ’ άργανα, τα έρμα τα μπουζούκια»

Εδώ διαφαίνεται αφ’ ενός η επικοινωνία του οργανοπαίκτη με το όργανο, που έχει σαν αποτέλεσμα, μιαν άτυπη ανθρωπομορφική αντιμετώπιση και ταυτόχρονα την υψηλή συναισθηματική φόρτιση που επιτυγχάνει το εν λόγω έγχορδο, φόρτιση που καταδεικνύεται από τους χαρακτηρισμούς: «καϋμένε, κατακαϋμένε, έρμα». Αυτό γίνεται ξεκάθαρο στο παρακάτω τραγούδι: «Και φέρτε μου τον ταμπουρά, το χλιβερό παιχνίδι».

Χαρακτηριστική πάλι είναι και η ονομασία του οργάνου με τη λέξη σεβντάς (καϋμός). (Από περιγραφή φυλακής τ’ Αναπλιού):

«Μία άλλη ζωγραφιά εις τον αντικρυνό τοίχο επαράσταινε μέγα δένδρο, πολύκλωνο και πλατύφυλλο, που το εκλόνιζε η ριπή δυνατού ανέμου, και στη ρίζα του ξαπλωμένος ένας φουστανελοφόρος με το μουστάκι περήφανα στριμμένο, με το σκυλί στα πόδια του και το γιογκάρι στα χέρια εφαίνετο ότι έπαιζε και ετραγουδούσε.

Το τι τραγουδούσε μάς το έγραφε μπροστά του: «σεβντά βαστώ, σεβντά κρατώ και σεβνταλής γυρίζω. Κι όπως τον εύρω τον καιρό έτσι τον αρμενίζω» (Α. Καρκαβίτσας, “Το Βουλευτικό”, 1892).

Εδώ να σημειώσουμε ότι πέραν των ονομασιών “ταμπουράς” και “μπουζούκι” υπήρχαν και οι: “καραντουζένι”, “γιογκάρι” – “λιογκάρι” και “σεβντάς”, όπως είδαμε στις παραπάνω αναφορές αλλά και “μπουλγκαρί” (όπως αποκαλείται στην Κρήτη).

Είναι πράγματι – όσο ψάχνεις τόσο βρίσκεις – εντυπωσιακά πολλές οι αναφορές στο όργανο, με την όποια ονομασία, που συναντούμε στα δημοτικά τραγούδια αλλά και σε παλαιά λογοτεχνικά κείμενα. Ενδεικτικά, από μια πρόχειρη σταχυολόγηση:

«η μια βαρεί τον ταμπουρά κι άλλη το μπουζούκι»

«έχουν μπουζούκια και βιολιά, ολημερίς σονάρουν»

«…βαστάει στα χέρια του μαλαματένιο ταμπουρά…»

…Το πλάγι – πλάγι πήγαινε, τον ταμπουρά λαλούσε:
Εγώ ραγιάς δε γένομαι, Τούρκους δεν προσκυνάω…»
«Ένας τους συνοδεύει στο χορό μ’ ένα απαλό τραγούδι
και με ένα λάλημα γλυκό- γλυκό του ταμπουρά του…» (Κώστας Κρυστάλλης “Τρύγος”).

«ο Μίχος έφερε το μπουζούκι… ο Μήτρος έβαλε το ένα πόδι πάνω στο άλλο και εβάρεσε ένα συρτό…» (Νίκος Σπανδωνής “Αθήνα μας”, 1893).
«…να παίζει ο ταμπουράς, να μη σεκλετίζεται η Εμινέ Χανούμ» (Νίκος Καζαντζάκης “Καπετάν Μιχάλης”)

Ολοκληρώνοντας αυτή την συνοπτική περιήγηση μου στην παρουσία του μπουζουκιού, των προγόνων και των παραλλαγών του, στη διαδρομή της ιστορίας, στα τραγούδια, στις λαϊκές αφηγήσεις και στην λογοτεχνία, παραθέτω ένα απόσπασμα από παλιό παραμύθι, όπου γίνεται αναφορά στο μπουζούκι:

«Πάει κοντά σ’ αυτό το σπίτι και βλέπει και καθότανε μέσα η αδερφή του η στρίγγλα. Σαν τον είδε τον Γιαννάκη η στρίγγλα, έτρεξε να τον υποδεχθεί:
– Καλώς ήρθες. Έλα μέσα Γιαννάκη.
Τον έμπασε μέσα στο σπίτι τον Γιαννάκη.
– Κάτσε Γιαννάκη, να πάω στην κουζίνα να σε ψήσω καφέ. Κάθισε ο Γιαννάκης. Αυτή του ’δωσε κι ένα μπουζούκι να παίζει για να καταλαβαίνει πως ο Γιαννάκης είναι εκεί. Βγήκε όξω από την κάμαρη. Έκανε τάχα πως θα πάει να του ψήσει καφέ κι αυτή πήγε στο υπόγειο να τροχίσει τα δόντια της για να τον φάει τον Γιαννάκη. Ο Γιαννάκης έπαιζε μπουζούκι. Κείνη τη στιγμή παρουσιάστηκε ένας ποντικός και λέει στον Γιαννάκη:
– Δώσ’ μ’ εμένα το μπουζούκι να το παίζω με την ουρά μου και συ Γιαννάκη σήκω και φεύγα γιατί η αδερφή σου τροχάει τα δόντια της για να σε φάει.
Τότες φοβήθηκε ο Γιαννάκης κι αφήνει το μπουζούκι στον ποντικό και σηκώθηκε κι έφυγε».
(“Η Στρίγγλα”).

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι