Το “Άλογο του Τορίνο” – Η νιτσεϊκή ομίχλη στο κινηματογραφικό τοπίο του Bela Tarr
04/06/2021Το “Άλογο του Τορίνο”, η τελευταία ταινία του Ούγγρου μαγίστρου κινηματογραφιστή Bela Tarr, συγκαταλέγεται αναντίρρητα στα αριστουργήματα της έβδομης τέχνης κατά τον 21ο αιώνα. Η οπτική του αφηγητή ανασυστήνει μυθοπλασιακά το χρονικό έξι ημερών μιας αδιόρατης απειλής, εν τω μέσω μιας ανεμοθύελλας: Ξέρουμε από την αρχή ότι αυτό είναι το άλογο που έχει αγκαλιάσει ο Νίτσε για να το προφυλάξει από την μανία του ανώνυμου αφεντικού.
Η επιστροφή του στο απομονωμένο σπίτι συμβαίνει λίγο μετά το περιστατικό με το Νίτσε σε κάποιο δρόμο του Τορίνο. Παρακολουθούμε την επαναλαμβανόμενη καθημερινότητα του πατέρα και της επίσης ανώνυμης κόρης του: οι ίδιες βουβές χειρονομίες, ο θόρυβος από το σαράκι στα ξύλινα κουφώματα, λες και διαβρώνει το άσαρκο πέπλο της νύχτας, οι λασπωμένες λαστιχένιες μπότες που φοριούνται και ξεφοριούνται με σπουδή, σαν αποτίναξη της ίδιας της πλήξης, ο φθοροποιός συριγμός των ανεμορριπών.
Οι άνθρωποι μπαίνουν μέσα στα ρούχα τους όπως ο ρευστός γύψος στα εκμαγεία. Κάθε μέρα βράζουν δυο πατάτες και τις τρων. Εξαιρετικός ο János Derzsi ως πατατοφάγος. Η κόρη, την οποία υποδύεται η Erika Bók, είναι η άλλοτε μικρή πρωταγωνίστρια της ταινίας “Satantango” (1994). Ο Bela Tarr, όπως οι μεγάλοι δεξιοτέχνες του σινεμά, επιλέγει με στιλιστική δειγματογραφική συνέπεια τους ίδιους ηθοποιούς.
Η νιτσεϊκή ομίχλη του Bela Tarr
Οι απομονωμένοι μπελαταρρικοί ήρωες δέχονται μόνο δύο επισκέψεις σε αυτό το αλληγορικό διάστημα των έξι ημερών. Στην πρώτη, κάποιος μακρινός γείτονας έρχεται να ζητήσει αλκοόλ εξαπολύοντας ένα νιτσεϊκό παραληρηματικό λογύδριο, με στοιχεία και από την “Γέννηση της Τραγωδίας”, για τον εκφυλισμό των πάντων και την ανυπαρξία των θεών: «Απόκτησε, εξευτέλισε. Εξευτέλισε, απόκτησε. Γιατί ο ουρανός είναι κιόλας δικός τους, κι όλα τα όνειρά μας. Δική τους είναι η στιγμή, η φύση. Και η απέραντη σιωπή». Ο γερο-αλογατάς τον ακούει προσηλωμένος, αλλά στο τέλος τον αποδοκιμάζει αποστομωτικά, σαν να εκτινάσσει από πάνω του μια πρωτοφανέρωτη κατάρα.
Η δεύτερη επίσκεψη μοιάζει με εισβολή. Ένα καραβάνι τσιγγάνων, “σαν αόρατος θίασος που περνά”, διαταράσσει προκλητικά την ηρεμία των ενοίκων. Με θορυβώδεις χειρονομίες, ρέποντας άλλοτε στο δέλεαρ και άλλοτε στον εμπαιγμό, θέλουν να πάρουν μαζί τους την κόρη στην Αμερική. Της αφήνουν φεύγοντας ένα θεολογικό βιβλίο.
Αυτό το υπόρρητο εναρκτήριο αγκάλιασμα του Νίτσε μοιάζει να επικαλύπτει τα πάντα με την αχλή του νιτσεϊκού μηδενισμού: Πρώτα το άλογο, η ομιχλώδης ανεμοθύελλα που σαρώνει τα πάντα, το σαράκι που σταματάει να ροκανίζει το ξύλο ύστερα από μισό περίπου αιώνα, τα δύο αδρανοποιημένα σκιάχτρα στο ιπποστάσιο, το πηγάδι που στερεύει, η αποτυχημένη απόπειρα να φύγουν, τα χαλασμένα καντήλια∙ όλα καταρρέουν κάτω από το βάρος αυτής της αδιόρατης απειλής. Μια νιτσεϊκή επιδημία σαρώνει τα πάντα με μια αμείλικτη παραφορά. Πατέρας και κόρη λίγο λίγο οδεύουν και αυτοί προς την οριστική παραίτηση. Ορρωδούν εκστατικοί προ του ανεπανόρθωτου.