Το “Luger” και η οικογένεια Μαμιδάκη – Ο Χαραλάμπους βάζει τα γυαλιά στο Χόλιγουντ
20/12/2021Την περίοδο αυτή προβάλλεται στους κινηματογράφους η ταινία του σκηνοθέτη των μεγάλων επιτυχιών Ρίντλεϊ Σκοτ “Τhe house of Gucci”. Όπως ήταν αναμενόμενο, σπάει ταμεία. Μέσα από την άνοδο και την πτώση της ομώνυμης οικογένειας, διακρίνει κανείς την εκτόξευση μίας βαριάς εθνικής βιομηχανίας, αυτή της ιταλικής μόδας. Το “Made in Italy” παραμένει και σήμερα συνυφασμένο με την πολυτέλεια και την κομψότητα.
Κάτι τέτοιο κατέστη δυνατό χάρη στη σκληρή δουλειά ανθρώπων ταπεινής καταγωγής που καταπιάστηκαν με τη ραπτική, την υποδηματοποιία και την εμπορία υφασμάτων, δέρματος και γούνας. Είχαν ως κινητήρια δύναμη μονάχα το μεγαλεπήβολο όνειρό τους. Αυτό συνοψιζόταν στην αυτονομία που επιθυμούσαν και εκφραζόταν με φράσεις του τύπου “να είμαστε εμείς αφεντικά και όχι εργάτες”. “Να είναι το δικό μας όνομα στην επιγραφή του καταστήματος”.
Γονείς και παιδιά εργάζονταν πλάϊ πλάϊ υπό δύσκολες συνθήκες. Όσο οι τοπικές επιχειρήσεις τους μεταμορφώνονταν σε παγκόσμιες αυτοκρατορίες, τόσο διευρυνόταν η οικογένεια και πλήθαιναν οι κληρονόμοι της. Κάθε γενιά που διαδεχόταν την άλλη, απομακρύνονταν όλο και περισσότερο από τις ρίζες της, τη βάση, την ομόνοια που χαρακτήριζε την ταπεινή αφετηρία. Μοιραία, ο κοινός βηματισμός που οδήγησε στην επιτυχία χάθηκε. Η άνοδος και το χρήμα, άλλωστε, συχνά απορρυθμίζει τις ισορροπίες και διαβρώνει τους δεσμούς αίματος. Η απληστία επικρατεί και οι ίδιες αξίες που οδήγησαν στην καθιέρωση της οικογένειας και στην προνομιούχα ζωή των διαδόχων, δεν αναγνωρίζονται, ούτε υιοθετούνται από αυτούς.
Σε αντίθεση, όμως, με το ομώνυμο βιβλίο στο οποίο βασίστηκε, παρά το εξαιρετικό καστ, η ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ, αποτυγχάνει σε ένα βασικό στοιχείο: να φέρει το ιδιωτικό σε συνομιλία με το δημόσιο. Τις προσωπικές διηγήσεις δηλαδή πλάι στη μεγάλη ιστορία της Ιταλίας, η οποία επεκτείνεται και αλλάζει μαζί με την οικογένεια Gucci. Η δυναστεία Gucci δεν λειτουργεί ως όχημα που διατρέχει την ίδια την ιστορία της χώρας ή της Φλωρεντίας, όπου έχει έδρα. Αυτή παραμένει ως καμβάς. Όμορφος μεν, καμβάς δε.
Ο Χαράλαμπους οπλίζει το “Luger”
Τον εμβληματικό σκηνοθέτη Ρίντλεϊ Σκοτ που βρίσκεται δεκαετίες τώρα στη χολιγουντιανή αιχμή του δόρατος “πυροβολεί” ένας Έλληνας ομότεχνός του. Έχοντας μόνο δύο ταινίες στο βιογραφικό του (“Αγάπη στα 16” και “Δεμένη Κόκκινη Κλωστή”), ο Κώστας Χαραλάμπους “οπλίζει” το “Luger” του. Έτσι είναι ο τίτλος της ταινίας που προβάλλεται επίσης στους κινηματογράφους. “Luger” ονομάζεται το πλέον αναγνωρίσιμο πιστόλι του 20ου αιώνα.
Σε αντίθεση με την χολιγουντιανή υπερπαραγωγή καταφέρνει να υπερβεί το απολύτως ανθρωποκεντρικό, ή τουλάχιστον να το παντρέψει με την μετακατοχική Ελλάδα και την ενηλικίωσή της, η οποία περιλαμβάνει τη χούντα και την μεταπολίτευση με τον εύκολο πλουτισμό και τις παθογένειες, οι συνέπειες των οποίων εξαργυρώνονται σήμερα. Ένα σημαντικό μέρος της ελληνικής ιστορίας του 20ου αιώνα περνάει μπροστά από τα μάτια μας, μέσα από τις ζωές των πρωταγωνιστών.
Δεν πρόκειται για στείρο ηθογράφημα αλλά για ένα έργο που φωτίζει την κοινωνία σε εκείνες τις καίριες ιστορικές στιγμές, τις πολιτικοκοινωνικές ανακατατάξεις και τα απότοκα όλων των δεινών που ταλάνιζαν την Ελλάδα του χθες και του σήμερα. Ο αγώνας τους για επιβίωση και για ένα καλύτερο αύριο, δοσμένος με σκληρότητα, αντικατοπτρίζει την ελληνική πραγματικότητα της εποχής με τις αντιφάσεις, τη δύσκολη μοίρα, τη γοητεία και την ομορφιά της.
Ένα πολύχρωμο μωσαϊκό ανθρώπινων ψυχών αποκαλύπτεται σε αυτήν την περιπλάνηση, στο κέντρο της οποίας βρίσκεται η οικογένεια Αγγελιδάκη. Τα μέλη της ξεκινούν από την ορεινή Κρήτη και η ενασχόλησή τους με το εμπόριο πετρελαίου θα αποτελέσει το εφαλτήριο για την οικονομική και κοινωνική εκτόξευσή τους. Αυτή, όμως, θα ρυπάνει τις μεταξύ τους σχέσεις.
“Luger”, Κρήτη, πετρέλαιο
Εντοπίζοντας κανείς το όνομα Κώστας Μαμιδάκης στο ρόλο του παραγωγού δεν μπορεί παρά να μην παραλληλίσει την φανταστική ιστορία της οικογένειας Αγγελιδάκη που διηγείται η ταινία, με την αληθινή της οικογένειας Μαμιδάκη. Εξάλλου, πρόκειται για τον γιό του Κοσμά Μαμιδάκη, της γνωστής οικογενείας που είχε την εταιρεία JetOil, η οποία συγκλονίστηκε λίγα χρόνια νωρίτερα από την αυτοκτονία του πατριάρχη της Κυριάκου.
“Luger”, οικογένεια Αγγελιδάκη, Κρήτη, Πετρέλαιο. Είναι πολλά τα κοινά για να τα παραβλέψει κανείς. Και ξαφνικά ο τίτλος έχει άλλη βαρύτητα. “Luger”. Δεν γνωρίζει ούτε ο θεατής, ούτε εμείς το όπλο του αυτόχειρα Κυριάκου Μαμιδάκη, αλλά και μόνο αυτό αρκεί για να επανέλθει στο μυαλό ο τραγικός επίλογος. Ο Κώστας Μαμιδάκης είναι γιός του Κοσμά Μαμιδάκη, ο οποίος έχει επίσης φύγει από τη ζωή. Η αγάπη του Κώστα Μαμιδάκη για την τέχνη, το θέατρο και τον κινηματογράφο τον ώθησε να καταπιαστεί για πρώτη φορά με την κινηματογραφική παραγωγή και μάλιστα ιδιαίτερα φιλόδοξη, που περιλαμβάνει 87 ηθοποιούς, 600 κομπάρσους και γυρίσματα εκτός Αθηνών.
Σύμφωνα με τον ίδιο τον σκηνοθέτη, «αυτός (Κώστας Μαμιδάκης) υπήρξε η σπίθα και το έναυσμα της δημιουργίας αυτής της ταινίας, δίνοντάς μου ένα χειρόγραφο με στιγμές της ζωής του και έχοντας δύο απαιτήσεις: Να υπάρχει στην ταινία ένας ήρωας με το όνομα Κώστας και ένα από τα κεντρικά μοτίβα-συμπεράσματα της ιστορίας να αποκρυσταλλώνεται στο ότι το χρήμα (και το ξέφρενο κυνήγι του) δεν φέρνει την ευτυχία στον άνθρωπο».
Σε μία άλλη συνέντευξη είχε o κ. Χαραλάμπους είχε αρκεστεί να δηλώσει: «Μετά τη “Δεμένη Κόκκινη Κλωστή” ήθελα να κάνω μια ταινία γύρω από το χρήμα. Είχα δύο σενάρια, τα οποία δούλευα εκείνη την περίοδο, ώσπου βρέθηκε ένας άνθρωπος, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να με χρηματοδοτήσει. Προοδευτικά, ξεχώρισε το σχέδιο που πήρε τη μορφή του “Luger”». Η ταινία είναι λοιπόν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο εμπνευσμένη και από την ιστορία της οικογένειας Μαμιδάκη και συγκεκριμένα μέσα από την οπτική και τα βιώματα του ίδιου του Κώστα Μαμιδάκη.
Η ιστορία της δυναστείας
Ο αδελφός του εκλιπόντος Κυριάκου Μαμιδάκη, Νίκος, και η οικογένειά του εξαρχής εξέφρασαν τη δυσαρέσκειά τους για την ταινία, διαχωρίζοντας τη θέση της οικογένειας, η οποία διαχρονικά απέφευγε τις δημόσιες δηλώσεις, που ποτέ δεν άρεσαν και στον ίδιο τον Κυριάκο. Δεν συνεργάστηκαν, ούτε παρείχαν την οποιαδήποτε πληροφορία, ενώ δεν επιθυμούν την σύνδεση της με το όνομα της οικογένειας. Δεν είναι τυχαίο ότι δεν υπάρχει πουθενά το όνομα Μαμιδάκη στο σενάριο. Μίας οικογένειας με μία αν μη τί άλλο κινηματογραφική ιστορία, είτε αυτή εξιστορείται μέσω της ταινίας “Luger”, είτε όχι.
Η γενέτειρα της δυναστείας Μαμιδάκη είναι το μικρό χωριό Ανώσκελη της επαρχίας Κισσάμου στο νομό Χανίων. Πρόκειται για ένα ορεινό χωριό, στον δρόμο για την Παλιόχωρα, λίγο έξω από τα Χανιά. Αν και σήμερα έχει δεν έχει δέκα μόνιμους κατοίκους, βρίσκεται στον χάρτη από το 1800. Η οικογένεια Μαμιδάκη μοιάζει ταυτισμένη με τη μοίρα αυτού του τόπου, καθώς οι πρώτοι κάτοικοί του ήταν προγονοί της. Πάντοτε δημιουργικοί, πάντοτε παράγοντες και ευεργέτες. Ακόμα και σήμερα, όμως, τα μέλη της οικογένειας διατηρούν ιδιαίτερους δεσμούς με τον τόπο καταγωγής και στο παρελθόν έχουν δηλώσει ότι εκεί, σ’ αυτή την κουκίδα του χάρτη, βρίσκεται πάντα το σημείο αναφοράς τους.
Από εκεί, άλλωστε, ξεκινά και η επιχειρηματική παράδοσή τους το 1885 με τη λειτουργία φάμπρικας. Το 1915, μάλιστα, ο Αλέξανδρος, πατριάρχης της οικογένειας και πατέρας του αποθανόντος Κυριάκου, λειτούργησε το πρώτο υδραυλικό ελαιοτριβείο για τις ανάγκες της πολυμελούς οικογένειάς του. Είχε ήδη αποκτήσει εφτά παιδιά από τον γάμο του με την Ειρήνη. Όταν απεβίωσε ο πρωτότοκος Γιώργος, τα ηνία της οικογένειας και της επιχείρησης ανέλαβε ο δευτερότοκος Κυριάκος. Ακολούθησαν ο Νίκος, ο Μανόλης, η Κατερίνα, η Ερασμία και η Ελευθερία.
Αυτός που άνοιξε την πόρτα της οικογένειας στον κερδοφόρο τομέα των πετρελαίων ήταν ο εξάδελφος Γιώργος Ι. Μαμιδάκης. Ο επίσης δαιμόνιος και ευρηματικός Κρητικός είχε δημιουργήσει μία εταιρεία πετρελαιοειδών που ως εμπορικό σήμα στα πρατήριά της έχει το αρχικό γράμμα της οικογένειας (Μ) σε κόκκινο χρώμα και σε λευκό φόντο. Εκμεταλλευόμενος την κρίση του Σουέζ στράφηκε στην Ανατολή. Έκλεισε συμφωνία με τους Σοβιετικούς για αποκλειστική αντιπροσώπευση των πετρελαίων τους, η οποία διήρκεσε έως το 1980.
Η επιχειρηματική δραστηριότητά του ενοχλούσε ισχυρούς παίκτες του κλάδου που δεν έβλεπαν με καλό μάτι την άνοδό του. Ο εξάδελφος Γιώργος δεν κάμφθηκε. Εξασφάλισε άδεια μεταφοράς και πώλησης καυσίμων στην Κρήτη, με τα μέσα της εποχής. Κατάφερε να εγκαταστήσει αποθηκευτικούς χώρους στην περιοχή του Αγίου Νικολάου, στο σημείο που αργότερα οι κληρονόμοι του έχτισαν μεγάλη ξενοδοχειακή μονάδα. Πριν πεθάνει (1986) ήταν πανίσχυρος. Το δίκτυο εγκαταστάσεών του έφτασε να έχει δυναμικότητα 240.000 τόνων και ο ίδιος να κατέχει δεκάδες τάνκερ. Ποιος να το φανταζόταν ότι αυτός ο κραταιός άνδρας θα χανόταν κατά τη διάρκεια των οικογενειακών του διακοπών, επειδή πήγε για κολύμπι αμέσως μετά το μεσημεριανό φαγητό;
Η τραγική αυτοκτονία
Ο Κυριάκος εργάστηκε στο πλευρό του εξαδέλφου του ένα χρόνο μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του. Το 1951 τέλειωσε την Εμπορική Σχολή και στη συνέχεια παρακολούθησε με αλληλογραφία μαθήματα στο περίφημο London School of Economics του Λονδίνου. Ήταν το 1968 όταν τα τρία αδέλφια Γιώργος, Κυριάκος και Νίκος, έχοντας αποκτήσει την απαραίτητη τεχνογνωσία, έκαναν το δικό τους επιχειρηματικό βήμα στον τομέα των πετρελαίων. Δημιούργησαν την εταιρεία JetΟil με πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου τον Κυριάκο.
Ενδεικτικό ήταν ότι τα έξι από τα οκτώ μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου ήταν μέλη της οικογένειας. Στόχος, άλλωστε, και των τριών αδελφών ήταν η ίδρυση μίας παραδοσιακής οικογενειακής επιχείρησης που το μάνατζμεντ θα βρισκόταν στα χέρια τους. Η οικογένεια ήθελε πάση θυσία να διατηρήσει τον έλεγχο της επιχείρησης. Γι’ αυτό και στο παρελθόν είχε απορρίψει πεισματικό το φλερτ κολοσσών που τον είχαν προσεγγίσει. Υπό την πίεση των πραγμάτων, όμως, υποχρεώθηκε να αλλάξει τακτική.
Η αυτοκτονία του Κυριάκου σηματοδότησε την αλλαγή πορείας. Κανείς δεν ξέρει τις λεπτομέρειες των τελευταίων στιγμών του αρχηγού της οικογένειας, ο οποίος πήρε τη ζωή του σε ηλικία 84 ετών το 2016, εξαιτίας οικονομικών προβλημάτων στην εταιρεία. Έμενε βλοσυρός στο μεγάλο γραφείο του. Ίσως σηκώθηκε για λίγο, ρίχνοντας από το παράθυρο του δωματίου μία τελευταία ματιά στον έξω κόσμο, στη γειτονιά του. Ίσως χάζεψε τις οικογενειακές φωτογραφίες που κοσμούσαν τον προσωπικό του χώρο. Το μόνο σίγουρο είναι ότι στο μυαλό του είχε την οικογένειά του. Όπως πάντα, έτσι και τότε γι’ αυτούς ανησυχούσε, αυτούς σκεπτόταν.
Αυτό έδειξε και το τελευταίο τηλεφώνημα που έκανε στον αδελφό του Νίκο, στο σπίτι του σε κοντινή απόσταση. Αδελφός, συνεργάτης, συνοδοιπόρος, στενός φίλος. Όλα αυτά και ακόμα περισσότερα ήταν ο μικρότερος αδελφός του, τον οποίο φρόντισε να αποχαιρετήσει, αλλά και να ορίσει διάδοχο. «Νίκο, σε πήρα για να ευχηθώ σε όλους να έχετε καλή τύχη». Όπως οι Κρητικοί παλαιάς κοπής, έτσι κι αυτός, δεν ήταν καλός με τα βαρύγδουπα λόγια. Ίσως γι’ αυτό βρέθηκε πάνω στο γραφείο του ένα στιλό και ένα λευκό χαρτί, στο οποίο δεν είχε γράψει ούτε μια λέξη. Βρέθηκε και μία σφαίρα σφηνωμένη στο ταβάνι του δωματίου.
Η δεύτερη σφαίρα, όμως, είχε επιτελέσει τον σκοπό της. Δεν είχε καταφέρει, όμως, να αφαιρέσει τίποτα από την περηφάνεια του ιδιοκτήτη του. Ο 84χρονος, σκυμμένος στην καρέκλα, σαν βυθισμένος σε μεσημεριάτικο ύπνο εκείνο το καλοκαιρινό μεσημέρι, εφάρμοσε αυτό που η θυγατέρα του χαρακτήρισε στον επικήδειό του κρητικό κώδικα τιμής: “ποτέ ήττα, μόνο χαρακίρι”.
Μυθοπλασία και πραγματικότητα
Στην ταινία, οι πρωταγωνιστές ξεκινούν από ένα μικρό σπίτι στο χωριό, ενωμένοι και καταλήγουν αποξενωμένοι σε υπερπολυτελείς επαύλεις. Η παλαιότερη γενιά της οικογένειας Μαμιδάκη, όμως, ανέκαθεν έδινε βαρύτητα στους άρρηκτους δεσμούς αίματος. Τα 17 παιδιά των εφτά αδελφών Μαμιδάκη και πρώτα ξαδέλφια έχουν πολύ στενές σχέσεις. Οι γονείς τους, άλλωστε, ακόμα και όταν η οικογενειακή επιχείρηση απογειώθηκε συνέχιζαν να τους πηγαίνουν διακοπές στο πατρικό σπίτι τους στο χωριό Ανωσκέλη.
Για να τους μεταδώσουν την αγάπη τους για τον τόπο τους, η μεγάλη οικογένεια κοιμόταν στρωματσάδα στα έξι δωμάτια του σπιτιού και τα παιδιά ξεχύνονταν το πρωί στα χωράφια, παίζοντας εκεί μέχρι τελικής πτώσεως. Κάθε Δεκαπενταύγουστο όλη η οικογένεια μέχρι και σήμερα ανοίγει το σπίτι και το εκκλησάκι που υπάρχει στο κτήμα στους συγχωριανούς, αλλά και στους απλούς περαστικούς,
Κερνάει ντόπια καλούδια που προετοιμάζουν οι γυναίκες της οικογένειας. Ο Κυριάκος συνήθιζε να λέει στα παιδιά, στα ανίψια και στα εγγόνια του ότι «αν επέλθει ρήξη στην οικογένεια, τίποτα άλλο δεν είναι σημαντικό». Αν μη τί άλλο αυτό είναι το αδιαμφισβήτητα κοινό μεταξύ μυθοπλασίας και πραγματικότητας, μεταξύ της κινηματογραφικής οικογένειας Αγγελιδάκη της ταινίας “Luger” και της αληθινής οικογένειας Μαμιδάκη.