Το σπίτι της οδού Αλκαμένους – Ταξίδι στον Μεσοπόλεμο
02/05/2023Η ιστορία των μεσοπολεμικών σπιτιών της Αθήνας κρύβει μυστικά. Πίσω από τους ρημαγμένους σήμερα χώρους τους, τα άδεια δωμάτιά τους, το χορτάρι που έχει φυτρώσει παντού, αισθάνεσαι την ανθρώπινη παρουσία… Ο φίλος Νίκος Λογοθέτης (1933-2018) έχει διασώσει σε δακτυλογραφημένη συλλογή με ανέκδοτα διηγήματά του το 2014 μαρτυρία του για ένα τέτοιο σπίτι, στην οδό Αλκαμένους. Είναι σαν να διαβάζεις το κείμενο του Κώστα Ταχτσή (1927-1988) “Η γιαγιά μου η Αθήνα” (1973) ή το μικρό βιβλίο του Κώστα Ποντικόπουλου “Τα μπλουζ του Άγιου Παντελεήμονα” (2013).
Το σπίτι στέκεται ακόμα ανάμεσα στην Πλατεία Αττικής και στον Άγιο Νικόλαο, στη γωνία των οδών Αλκαμένους και Ρόδου, παρατημένο, σακάτικο ανεπανόρθωτα. Φαίνεται για λίγο μέσα από τους ανερχόμενους προς Κηφισιά συρμούς. Η οδός Αλκαμένους ονομάστηκε το 1884 και η οδός Ρόδου το 1921 με τις υπ’ αρ. 266 και 3249 πράξεις του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου Αθηναίων, σύμφωνα με τα “Τοπωνυμικά των Αθηνών” (1945) του Κώστα Η. Μπίρη (1899-1980).
Αλκαμένους και Ρόδου
Την άνοιξη του 1946 ο κύριος Ισίδωρος Μαρκίδης μετακόμισε με την οικογένειά του σ’ ένα σπίτι στο τέρμα της Αλκαμένους, εκεί που ο δρόμος τελειώνει στην οδό Ρόδου. Ήτανε ένα τυπικό σπίτι του Μεσοπολέμου, με υπερυψωμένο ισόγειο και ημιυπόγειο χωρισμένο σε δυο ευρύχωρες κατοικίες.
Είχε κάμαρες ψηλοτάβανες, μεγάλα φωτεινά παράθυρα με γαλλικά παντζούρια και μια μακρόστενη αυλή μ’ ένα πηγάδι στο βάθος. Το σπίτι είχε δυο φάτσες και δυο σιδερένιες αυλόπορτες: η μπροστινή έβλεπε στην Αλκαμένους κι η πίσω στην Ιωνίας, εκεί που έχασκε η ανοιγμένη τάφρος του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου μ’ άστρωτες ακόμα τις σιδερένιες ράγες· το τρένο σταμάταγε στο Σταθμό Αττικής.
Στο μπροστινό ημιυπόγειο ζούσε ο μπετατζής κυρ’ Ασημάκης με τη γυναίκα του και τις κόρες του Ευανθία και Φωτεινή, μαζί με τη χήρα κουνιάδα του Μέλπω και την κόρη της Λούλα. Ο κυρ’ Ασημάκης κι η γυναίκα του ήτανε άνθρωποι αγαθοί και καλόβολοι, μα η κυρα-Μέλπω, καπάτσα και καταφερτζού, ήτανε θηλυκό διαολεμένο.
Στο πίσω ημιυπόγειο ζούσε ο γερο-Καντάς, ένας συνταξιούχος χωροφύλακας βαρύς κι αμίλητος αφότου πέθανε η γυναίκα του στην Κατοχή, μαζί με το γιο του Σπύρο που δούλευε σ’ ένα μαραγκούδικο στη Λιοσίων, τη ζωντοχήρα κόρη του Μάχη που ήτανε μοδίστρα και την εγγονή του Νίτσα.
Ανθρώπινοι τύποι της γειτονιάς
Ο κύριος Ισίδωρος Μαρκίδης εγκαταστάθηκε στο υπερυψωμένο ισόγειο με τη γυναίκα του Φόνη και το γιο του Σάββα, που σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο κι ήτανε δευτεροετής φοιτητής της Φιλολογίας. Ο Μαρκίδης, τυπικός αστός της μεσαίας τάξης, πάντα γραβατοφορεμένος και με γκρίζο μπορσαλίνο στο κεφάλι του, είχε κατάστημα υφασμάτων στην Αγίου Μάρκου. Παλιός βασιλόφρονας κι οπαδός του Λαϊκού Κόμματος, διάβαζε την “Καθημερινή” του Βλάχου, πήγαινε κάθε Κυριακή στην εκκλησία και νήστευε τις Σαρακοστές.
Η κυρία Φόνη, καμαρώνοντας για την καταγωγή της από παλιούς καραβοκύρηδες της Καρύστου, ήτανε ψηλομύτα κι ακατάδεχτη, μα κράταγε μ’ ευλάβεια όλους τους τύπους και τους κανόνες όπου μαντρώνουνε τη ζωή τους οι θρησκόληπτοι άνθρωποι. Της αρέσανε τα όμορφα φορέματα, μα έβγαινε πάντα σεμνά στολισμένη· ακόμα και στον μπακάλη της γειτονιάς πήγαινε φορώντας το καπέλο της, που κάθε τόσο άλλαζε σε μια πολύφερνη καπελού της Κυψέλης.
Μονάχα ο Σάββας, ένα συμπαθητικό παλληκάρι στα είκοσι χρόνια του, με πρόσωπο μελαχρινό και μάτια καλοσυνάτα, δεν είχε μεγαλοπιάσματα. Απλός και καταδεχτικός μ’ όλους τους ανθρώπους, καλημέριζε με χαμόγελο πλατύ ακόμα και τους σκουπιδιάρηδες, σαν τύχαινε να τους δει βγαίνοντας απ’ το σπίτι. Και πολλές φορές γέλαγε με τις ιδέες μεγαλείου που κανοναρχούσανε τη μάνα του ή με τη μανία της για τα καπέλα.
Άρεσε η γειτονιά στο ζεύγος Μαρκίδη γιατί, εξόν απ’ το γερο-χωροφύλακα και τον μπετατζή που τους βλέπανε παρακατιανούς τους, όλοι οι άλλοι γείτονες ανήκανε στη δική τους τάξη. Η στενόμακρη αυλή χώριζε το σπίτι απ’ τη μονοκατοικία του μηχανολόγου Σαλίβερου.
Στ’ αντικρινό δίπατο σπίτι, στη γωνία Αλκαμένους κι Αγρινίου, ζούσε στο ισόγειο ένας γέρος κουφός στρατηγός με τη γυναίκα του –άλλη καπελοφορούσα κυρία της γειτονιάς– και στο πάνω πάτωμα η οικογένεια του γιατρού Σαρελάκου. Στην απέναντι γωνία βρισκότανε μια μονοκατοικία όπου καθότανε η χήρα ενός υψηλόβαθμου τραπεζικού με τη δούλα της.
Χωματόδρομοι και σαματάς
Ωστόσο η γειτονιά είχε δυο βάσανα, όπως τόσες και τόσες γειτονιές της Αθήνας κείνα τα χρόνια: τους χωμάτινους δρόμους και το σαματά. Σαν φύσαγε αέρας, σύννεφο σηκωνότανε η σκόνη κι έπνιγε σπίτια κι ανθρώπους· και σαν έβρεχε, έχανες τα ποδήματά σου στην πηχτή λάσπη. Κι από σαματά; Άλλο τίποτα!
Κάθε πρωί στις εφτά όλοι ξυπνούσανε απ’ το ραδιόφωνο του στρατηγού, που με την κουφαμάρα του το ‘βαζε στη διαπασών για ν’ ακούσει τις πρωινές ειδήσεις. Κι ύστερα ξεσηκώνανε τη γειτονιά με τις φωνές τους οι πλανόδιοι διαλαλητάδες: ο γαλατάς με τα κιούπια του, ο μανάβης με τη σούστα του, ο ψαράς με το πανέρι του, ο παπλωματάς με το ξαντήρι του, κι ένα σωρό άλλοι· ο καθένας με τη μελωδική ή την άγρια φωνή του.
Κι ήτανε κι η δούλα της απέναντι χήρας που ολημερίς ακουγότανε να τραγουδάει με τη φάλτσα φωνή της ελαφρά τραγούδια της εποχής. Μα η φασαρία δε σταμάταγε εκεί. Απ’ την άνοιξη ίσαμε το φθινόπωρο που πιάνανε οι βροχές, η μικρή γειτονιά βούιζε τ’ απογέματα απ’ το παιδομάνι που η Νίτσα κι η Λούλα – σκέτα αγοροκόριτσα της Έκτης Δημοτικού – μαζεύανε όλα τα παιδιά της Αλκαμένους ίσαμε το καρβουνιάρικο της Αγαθουπόλεως για τα τρελά παιγνίδια τους στο δρόμο.
Πολύ βασανίστηκε ο Σάββας Μαρκίδης στα διαβάσματά του μ’ όλο το σαματά τούτον έξω απ’ το παράθυρό του. Νοσταλγούσε το στενάχωρο διαμέρισμά τους στο τέταρτο πάτωμα μιας παλιάς πολυκατοικίας κοντά στην Πλατεία Αμερικής. Εκεί ψηλά οι θόρυβοι του δρόμου λιώνανε σαν την πάχνη στον ήλιο. Μα ο Σάββας είχε μάθει να ισορροπεί τα κακά με τα καλά. Κι έτσι, μόλις συνήθισε τη φασαρία, χαιρότανε την άπλα του καινούργιου σπιτιού τους. Τέτοια σπιταρόνα ούτε στον ύπνο του δεν είχε φανταστεί!