Το τρίγωνο Μέριλιν Μονρόε-αδελφοί Κένεντι και οι άγνωστες κασέτες
01/05/2022Η Νόρμαν Τζιν ήταν μία κοινή θνητή. Γεννήθηκε στη φτώχεια και εκπαιδεύθηκε στην εγκατάλειψη. Δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της, ούτε υπήρξε βέβαιη για την ταυτότητά του. Η μητέρα της Γκλάντις έπασχε από σοβαρές ψυχιατρικές διαταραχές και μέχρι την εφηβεία της η κόρη της αναγκάστηκε να περιπλανηθεί σε δεκάδες σπίτια φιλοξενίας, ιδρύματα και προστάτες, μέχρι να καταλήξει σε έναν ανούσιο και δυστυχισμένο γάμο. Τον πρώτο από πολλούς. Αυτά για την Νόρμαν Τζιν. Η δύστυχη Νόρμαν, όμως, αποποιήθηκε τον εαυτό της και από τις στάχτες εκείνης της δυστυχίας δημιούργησε μία περσόνα: την Μέριλιν Μονρόε.
Αυτή δεν ανήκει στο ανθρώπινο είδος. Αυτό συμβαίνει όταν κάποιος εκτοξεύεται σε τέτοιου είδους διασημότητα που μετατρέπεται από σταρ σε είδωλο και από είδωλο σε φαινόμενο της ποπ κουλτούρας. Σε τέτοια περίπτωση, τα όρια μεταξύ μύθου και πραγματικότητας είναι δυσδιάκριτα. Αυτό ίσχυσε για την προσωπική της ζωή, τους δαίμονες, την προσωπικότητα, τις επιλογές, το ταλέντο ή την έλλειψη ταλέντου, ενώ εξαίρεση δεν αποτέλεσε ούτε ο θάνατός της. Κάποιες λεπτομέρειες σε σχέση με αυτόν δεν αμφισβητούνται. Γυμνή, με το ακουστικό του τηλεφώνου πάνω στο μαξιλάρι, αμέτρητα χάπια στο κομοδίνο, μόνη, τυλιγμένη με ένα σεντόνι.
Για τα υπόλοιπα, οι δεκαετίες που έχουν μεσολαβήσει αποδείχθηκαν ανεπαρκείς. Αντιθέτως, προσέθεσαν περαιτέρω θολούρα και πρόσθεσαν ερωτηματικά. Η Μέριλιν αυτοκτόνησε; Η Μέριλιν δολοφονήθηκε; Γιατί; Οι Κένεντι συνδέονταν; Έχει χυθεί άπλετο μελάνι. Έχουν γυριστεί εκατοντάδες ταινίες και ντοκιμαντέρ. Δύσκολα θα μπορούσε κάτι νέο να συμβάλει ουσιαστικά στο να απαντηθεί το ερώτημα που μένει χρόνια, δεκαετίες εκκρεμές: Τί συνέβη στην Μέριλιν;
Κι όμως, ένα ντοκιμαντέρ που μόλις κυκλοφόρησε στο Netflix επιχειρεί να δώσει μία νέα οπτική για τη μοιραία νύχτα της 5ης Αυγούστου 1962, στις 03:30, όταν ο ψυχίατρός της εισέβαλε στην κρεβατοκάμαρά της και ανακάλυψε το άψυχο πτώμα της στο κρεβάτι. Αυτό που διαφοροποιεί το τηλεοπτικό αυτό εγχείρημα με τίτλο “The Mystery of Marilyn Monroe: The Unheard Tapes” είναι οι εκατοντάδες ηχογραφημένες συνεντεύξεις που πήρε ο Άντονι Σάμερς από πολλούς, ορισμένοι εκ των οποίων είναι πολύ κοντινοί άνθρωποι της Μέριλιν, μυημένοι στη μυστηριώδη σχέση της ηθοποιού με τους Τζον και Μπομπ (Ρόμπερτ) Κένεντι. Φίλοι, συνάδελφοι, πρώην σύντροφοι, παράγοντες του Χόλυγουντ, ο γιος του ψυχιάτρου της, η γραμματέας του Μπομπ Κένεντι περιγράφουν τη ζωή και το τέλος του θρύλου της μεγάλης οθόνης.
Υλικό από 650 συνεντεύξεις του Σάμερς
Η σκηνοθέτις Έμα Κούπερ δημοσιοποιεί για πρώτη φορά τις σημαντικότερες εκ των 650 συνεντεύξεων που έγιναν τα χρόνια αμέσως μετά τον θάνατό της. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται και καταθέσεις συνταξιούχων κυβερνητικών αξιωματούχων. Αρχικά, ακόμα και η ίδια η σκηνοθέτης ήταν δύσπιστη για το όλο εγχείρημα. «Τί άλλο μπορεί να ειπωθεί;», αναρωτιόταν. Όλα άλλαξαν όταν άκουσε αποσπάσματα από τις ηχογραφήσεις που είχε κρατήσει ο Σάμερς. «Μου έπαιξε μερικές από τις κασέτες και ξαφνικά συνειδητοποίησα, Ουάου, αυτό έχει ψωμί, έχει αξία να ερευνηθεί», δήλωσε.
Στις ηχογραφήσεις περιλαμβάνονται οι εξομολογήσεις κομβικών ανθρώπων στη ζωή της Μέριλιν. Κάποιοι εξ αυτών είναι μέλη της οικογένειας του ψυχιάτρου της Ράλφ Γκίνσον, ο οποίος αποτέλεσε πατρική φιγούρα στη μετέπειτα ζωή της. Ακούμε την φωνή της οικονόμου που ανακάλυψε το πτώμα της και έπαιξε ρόλο έμπιστης φίλης μήνες πριν τον θάνατο της ηθοποιού.
Κάθε άτομο, με το οποίο μίλησε ο Σάμερς, πολλοί εκ των οποίων έχουν πεθάνει πλέον, μοιράστηκαν τις δικές τους αναμνήσεις από την Μέριλιν. Καθένας από αυτούς συμβάλλει, προσθέτοντας τη δική του ψηφίδα σε ένα ψηφιδωτό, από το οποίο προκύπτει μία πιο ξεκάθαρη εικόνα από αυτή που είχε εδραιωθεί ως σήμερα. Οι θεατές ακούνε τις φωνές αυτών των ανθρώπων κι αυτό από μόνο του είναι ιδιαίτερα συγκινητικό, ενώ η δημιουργός είχε την ιδέα να βάλει ηθοποιούς με κοστούμια εποχής να τους υποδυθούν. Το “πάντρεμα” αυτό, αν και ριψοκίνδυνο, αποδεικνύεται ιδανικό.
Στην πορεία της ταινίας επιβεβαιώνεται με λεπτομέρειες από συζητήσεις, περιστατικά και δικές της εξομολογήσεις η γνωστή ήδη πεποίθηση ότι η Μέριλιν πέρασε όλη της τη ζωή, γυρεύοντας τον πατέρα που ποτέ δεν γνώρισε. Αυτό την μετέτρεψε σε εύκολο θήραμα στα χέρια ισχυρών ανδρών. Ο Σάμερς, που πραγματοποίησε τις συνεντεύξεις και τις ηχογραφήσεις και λειτουργεί ως αφηγητής στο ντοκιμαντέρ, σχολιάζει: «Το βλέπω γύρω μου σε πολλές σχέσεις με γυναίκες όλων των ηλικιών. Δεν το καταλαβαίνω, αλλά φαίνεται να συμβαίνει αρκετά. Σκέφτηκα ότι ήταν πραγματικά, μα πραγματικά συναρπαστικό που συνέβη μέχρι και στη Μέριλιν Μονρόε. Ήταν το τελευταίο άτομο στο οποίο θα πίστευες ότι θα συνέβαινε κάτι τέτοιο».
Μαρτυρίες από φίλες ηθοποιούς της Μονρόε
Συνάδελφοί της αποκαλύπτουν μία άγνωστη πλευρά της σταρ. Την περιγράφουν ως πανέξυπνη, ταλαντούχα και φιλομαθή. Διάβαζε ποίηση, φιλοσοφία, ήξερε να πουλάει την εμφάνισή της και αργότερα συνειδητοποίησε ότι αυτή ήταν το ισχυρό χαρτί της, αλλά και το μεγαλύτερό της πρόβλημα. «Κανείς δεν με παίρνει σοβαρά», συνήθιζε να τους λέει.
Μεταξύ των δεκάδων συνεντεύξεων που περιλαμβάνονται στο ντοκιμαντέρ του Netflix, η συμπρωταγωνίστριά της στην ταινία “Gentlemen Prefer Blondes”, Τζέιν Ράσελ, λέει στον δημοσιογράφο Άντονι Σάμερς ότι αν και γύριζαν την ταινία 12 ώρες κάθε μέρα, η Μέριλιν συνέχιζε. Συναντούσε την δασκάλα υποκριτικής της για να βελτιωθεί. «Ήταν πολύ ευφυής και ήθελε να μάθει. Ενδιαφερόταν για τα πάντα και προσπαθούσε να ελέγξει την καριέρα της, ξεφεύγοντας από τον ασφυκτικό έλεγχο των στούντιο».
Ο Τζον Χιούστον ο οποίος σκηνοθέτησε μια από τις πρώτες της ταινίες, το 1950, αλλά και την τελευταία της με τίτλο “The Misfits” (1961), θυμήθηκε ότι συνάντησε την «πολύ φρέσκια, πολύ ελκυστική, μάλλον ντροπαλή νεαρή γυναίκα για πρώτη φορά στην οντισιόν της, όπου διάβασε υπέροχα τα λόγια της». Η κομμώτριά της Γκλάντι Γουίντενς αποκαλύπτει μία άγνωστη πτυχή του γάμου της Μονρόε με τον κατά τα άλλα αφοσιωμένο Ντι Μάτζιο.
Ο αθλητής τριγυρνούσε διαρκώς στα γυρίσματα των ταινιών της, διότι ο ίδιος είχε εγκαταλείψει την καριέρα του. Αυτό την καταπίεζε. Της είχε εξομολογηθεί ότι «την έχει κουράσει και την καταπιέζει αφόρητα». Περιγράφει, μάλιστα, πώς μετά την εμβληματική λήψη με την χαρακτηριστική σκηνή που η ηθοποιός προσπαθεί να συγκρατήσει το λευκό φόρεμα που σηκώνεται από τον αέρα, στην ταινία του 1955, “Επτά Χρόνια Φαγούρας”, ο σύζυγός της την έσυρε από τα μαλλιά, από το λόμπι του ξενοδοχείου μέχρι το δωμάτιο. Την επόμενη ημέρα, η Μέριλιν ήταν γεμάτη μώλωπες.
Μία ενδιαφέρουσα στιγμή είναι όταν το περιβάλλον της επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η Μονρόε κακοποιήθηκε σεξουαλικά ως παιδί σε διάφορα σπίτια και ιδρύματα που κατά καιρούς φιλοξενήθηκε. Η φίλη της και ηθοποιός Πέγκυ Φέρι μεταφέρει τα λόγια που της είχε πει η ίδια για το τραύμα αυτό. «Το ήξερα ότι ήταν λάθος, αλλά για να σου πω την αλήθεια νομίζω ότι ήμουν πιο περίεργη από οτιδήποτε άλλο. Κανείς δεν μου είπε ποτέ για το σεξ και ειλικρινά δεν το εξέλαβα ποτέ ως κάτι σημαντικό».
Η σχέση με τον Τζον και τον Μπομπ Κένεντι
Το πιο ενδιαφέρον κομμάτι του ντοκιμαντέρ συνδέεται με τους αδελφούς Κένεντι και την ερωτική σχέση που και οι δύο λέγεται πως είχαν μαζί της. Οι μαρτυρίες επιβεβαιώνουν ότι η ερωτική σχέση ξεκίνησε με τον Τζον Κένεντι, πριν εκείνος εκλεγεί πρόεδρος. Ήταν ένας ακόμα γόης, πλούσιος πολιτικός. Η σχέση συνεχίστηκε και μετά την εκλογή του. Το σημείο συνάντησής τους ήταν στην Καλιφόρνια. Εκείνος υποτίθεται ότι επισκεπτόταν τον κουνιάδο του, που είχε σχέσεις με τους Φρανκ Σινάτρα και Πέτερ Λόφορντ.
Ο τελευταίος διοργάνωνε ξέφρενα πάρτι στο σπίτι του στο Μαλιμπού. Φρόντιζε, λοιπόν, να είναι καλεσμένοι τόσο η Μέριλιν, όσο και ο Τζον. Σύμφωνα με τον Σάμερς υπάρχουν ηχητικά ντοκουμέντα με τους δύο να επιδίδονται σε ερωτικές πράξεις. Σε αυτά, η Μονρόε αποκαλεί τον Κένεντι “πρεζ” (president). Σύμφωνα με τους φίλους της, η σχέση της με τον Κένεντι ήταν περισσότερο σεξουαλική. Στην πραγματικότητα, όμως, ερωτεύτηκε τον αδελφό του Μπομπ Κένεντι, τον οποίο αρνιόταν να κατονομάσει ακόμα και σε φίλους. Όταν μιλούσε για την σχέση τους, τον αποκαλούσε “general”. Αυτό ήταν το προσωνύμιό του την περίοδο που ήταν Γενικός Εισαγγελέας των ΗΠΑ.
Ο μικρότερος αδερφός του Τζον, παντρεμένος και πατέρας 10 παιδιών, λέγεται ότι υπήρξε ο μεγαλύτερος έρωτάς της. Δυστυχώς, μάλιστα, για την ίδια, ήταν πεπεισμένη ότι θα χωρίσει και θα παντρευτούν. Κάτι που δεν πίστευε κανείς από τους φίλους της, οι οποίοι ματαίως προσπάθησαν να την συνετίσουν. Το ντοκιμαντέρ καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η Μέριλιν βρέθηκε στο λάθος σημείο, στη λάθος στιγμή. Το σημείο αυτό ήταν η αγκαλιά των Κένεντι και η στιγμή ήταν η κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου.
Το αρχείο του FBI για την Μέριλιν
Το FBI διατηρούσε ένα αρχείο για την ηθοποιό, τις σχέσεις της με τους Κένεντι, αλλά και στις κοινωνικές της επαφές που εστιαζόταν κυρίως στην αριστερή πολιτική και σε πιθανές σχέσεις με κομμουνιστές. Ο δεύτερος σύζυγός της, ο διάσημος συγγραφέας Άρθουρ Μίλερ, ήταν μέλος της Ένωσης Αμερικανών Συγγραφέων, η οποία είχε μέλη αρκετούς αριστερούς από το 1935 έως το 1943. Διέκοψε, μάλιστα, τη φιλία του με τον Ελια Καζάν όταν ο σκηνοθέτης ανέφερε ονόματα καλλιτεχνών στην Επιτροπή του Μακάρθι, την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων.
Σύμφωνα πάντα με τις ηχογραφήσεις, λίγους μήνες μετά την περιβόητη ερμηνεία της Μονρόε για τα γενέθλια του προέδρου Κένεντι, στο Madison Square Garden στις 19 Μαΐου 1962, ο Μπομπ Κένεντι επικοινώνησε για τελευταία φορά μαζί της. «Μην τηλεφωνήσεις ποτέ ξανά ούτε σε εμένα, ούτε στον αδελφό μου», φέρεται να της είπε. «Πληγώθηκε, πληγώθηκε τρομερά», θυμάται ο καλός της φίλος Άρθουρ Τζέιμς.
Η διαμάχη για τις τελευταίες ώρες της Μέριλιν αποτελεί τον πλέον συναρπαστικό επίλογο του ντοκιμαντέρ. Η οικονόμος της θυμάται και περιγράφει πως η ηθοποιός αποσύρθηκε στην κρεβατοκάμαρά της στις 8:00’ το βράδυ. Γύρω στις 3:00’ τα ξημερώματα, η Μάρεϊ ξύπνησε και είδε το φως της κρεβατοκάμαρας της Μονρόε ακόμα αναμμένο. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη και όταν κτύπησε δεν πήρε απάντηση. Τότε αποφάσισε να πάρει τηλέφωνο τον ψυχίατρό της. Εκείνος έφτασε σε λίγα λεπτά, έσπασε το παράθυρο της κρεβατοκάμαρας και την αντίκρυσε νεκρή. Η αστυνομία κλήθηκε στις 4:25. Παρουσιάζεται, όμως, άλλη μία εκδοχή, σύμφωνα με την οποία η ηθοποιός ήταν ακόμα ζωντανή κατά τη διάρκεια της μεταφοράς της με το ασθενοφόρο στο νοσοκομείο της Σάντα Μόνικα. Αφού πέθανε εκεί μεταφέρθηκε ξανά στο σπίτι της.
Αυτό υποτίθεται ότι έδωσε στους συνεργάτες του Μπομπ Κένεντι αρκετό χρόνο για να φτάσουν στο σπίτι και να εξαφανίσουν κάθε ίχνος από τη σχέση τους. «Με βάση τα στοιχεία που έχουμε στη διάθεσή μας, φαίνεται ότι ο θάνατός της θα μπορούσε να ήταν αυτοκτονία, ή να προήλθε ως αποτέλεσμα τυχαίας υπερβολικής δόσης ναρκωτικών», δήλωσε ο τότε εισαγγελέας Τζον Βαν ντε Καμπ σε συνέντευξη Τύπου. «Επιτρέψτε μου να εκφράσω μια αμυδρή ελπίδα να επιτραπεί στη Μέριλιν Μονρόε να αναπαυθεί εν ειρήνη», είχε επίσης πει. Η τελευταία ευχή του δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ.