Tο χριστουγεννιάτικο πάθημα ενός άπληστου χασάπη
23/12/2023Στα γυμνασιακά χρόνια με είχαν μαγνητίσει τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, τα οποία διάβαζα στα αναγνωστικά μας! Το πρώτο που με ενθουσίασε ήταν “Της κοκκώνας το σπίτι”, με τον πτωχό οινόφλυγα Γιάννη Παλούκα, σε εσπερινή δράση παραμονή Χριστουγέννων! Από τα φοιτητικά χρόνια μέχρι και σήμερα, είναι κανόνας, λίγο πριν τα Χριστούγεννα, να ψάξω σε κάποια ξεχωριστή στοίβα βιβλίων και να ξεσκονίσω τα “Χριστουγεννιάτικα Διηγήματα” του αγαπημένου κοσμοκαλόγερου!
Πριν καμιά δεκαριά χρόνια, παραμονές των Χριστουγέννων, διάβαζα για πρώτη φορά το διήγημά του “Οι χαλασοχώρηδες” (1892, το συστήνω με …χίλια). Μία φράση-ρητό, ωστόσο, με χτύπησε σα γλυκιά ερωτική αστραπή: «Η φιλοδοξία είναι νόσος των χορτάτων, η λαιμαργία των πεινασμένων το νόσημα». Και τότε ένιωσα ότι ήρθε επί τέλους η ώρα να γράψω το τραγούδι για την “απληστία”, που από πολλά χρόνια είχα στο μυαλό μου!
Τη λέξη «λαιμαργία» τη “διάβασα” ως “απληστία” και μέχρι το βράδυ είχα γράψει το επιμύθιο του τραγουδιού (που θα …δημιουργούσα) και μάλιστα το μελοποίησα. Έλεγε: «Φιλόδοξοι είν’ οι χορτασμένοι κι άπληστοι οι στερημένοι, σε ήχο πλάγιο του Α’ έψελν’ ο Παπαδιαμάντης». Μετά από κάποιες εβδομάδες είχα ολοκληρώσει το τραγούδι, το οποίο πήρε τον τίτλο “Ο άπληστος αϊτός” του Παπαδιαμάντη.
Λίγες μέρες πριν τα Χριστούγεννα που είχαμε το χειμερινό ηλιοστάσιο, με τη μεγαλύτερη (γκαστρωμένη, όπως λέγανε παλιά) νύχτα και τη μικρότερη μέρα, ανέσυρα από το ράφι τα “Χριστουγεννιάτικα” του κυρ-Αλέξανδρου, της κορυφής των κορυφών, όπως έλεγε γι’ αυτόν ο Καβάφης! Και τότε θυμήθηκα μία πραγματική ιστορία για “απληστία”, την οποία ήξερα από παιδάκι του Δημοτικού και που με είχε εντυπωσιάσει ιδιαίτερα.
Μάλιστα, με είχε ικανοποιήσει το σκληρό τέλος της, το οποίο περιγράφεται με τον τίτλο του σημερινού κειμένου. Να εξηγηθώ, ότι εγώ δεν έχω υπάρξει εκδικητικός, όμως μερικές φορές υπήρξα τιμωρός σε καταφανώς άδικους προς εμένα. Στην οικογένειά μας μάθαμε τι είναι δίκαιο και μάλιστα είχαμε παραδείγματα από αυτήν, γιατί στο σχολείο, στο πανεπιστήμιο, στην κοινωνία και στη δουλειά δεν μάθαμε τι είναι δίκαιο, αλλά καταλάβαμε καλά, τι είναι άδικο και έτσι φυλαγόμαστε!
Μετά τα ραδίκια, τα κοψίδια…
Η ιστορία, λοιπόν, έλαβε χώρα σε μία μεγάλη επαρχιακή ελληνική πόλη, κάποια παραμονή Χριστουγέννων προς το τέλος της δεκαετίας του 1950. Σε έναν κεντρικό δρόμο, υπήρχε το μεγαλύτερο κρεοπωλείο της πόλης, γωνιακό, ευρύχωρο και με 3-4 υπαλλήλους. Ο κοιλαράς και δυσκίνητος ιδιοκτήτης, επιτηρούσε την κίνηση, καλωσόριζε τους πελάτες με υποκλίσεις κι όταν οι υπάλληλοι έκοβαν το κρέας που επιθυμούσε κάθε πελάτης, το τύλιγαν στο χασαπόχαρτο, του το πήγαιναν να το ζυγίσει και να πάρει τα χρήματα.
Εκείνα τα Χριστούγεννα είχε ανοίξει το κρεοπωλείο από τις 7:00 το πρωί και θα έμενε ανοιχτό τουλάχιστον μέχρι τις 11:00. Βλέπετε, τις εποχές εκείνες δεν υπήρχε χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν την παραμονή, ούτε και την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Και το χειρότερο, δεν μοιράζονταν τα δώρα παραμονή Χριστουγέννων, όπως γίνεται σήμερα και φρίττω… Τα σφαχτάρια, ήταν κρεμασμένα από τα τσιγκέλια στις δύο βιτρίνες (είπαμε γωνιακό) και ήταν τόσο πυκνά τοποθετημένα, που όσοι περνούσαν απέξω δεν έβλεπαν τί κόσμο είχε μέσα ώστε να απογοητευτούν και να προσπεράσουν… (Πονηρός ο κοιλαράς!) Τα κρέατα ήταν ως επί το πλείστον αμνοερίφια.
Πολύ πρωί κι ενώ ο κόσμος δεν είχε αρχίσει ακόμα την προσέλευση, έσκασε μύτη στο χασάπικο μία σκελετωμένη και μαυροφορεμένη γριούλα με τσεμπέρι, φορτωμένη μ’ ένα τεράστιο σακί, που όλοι απόρησαν πώς το σήκωνε. Η απορία λύθηκε σύντομα, αφού το σακούλι ήταν γεμάτο με χόρτα και μάλιστα ραδίκια του βουνού, μαζεμένα από την ίδια. Τα χρόνια εκείνα, μόνο βλίτα πουλιόντουσαν στα μανάβικα, οπότε τα ραδίκια ήταν περιζήτητα και μόνο περαστικοί τα πούλαγαν.
Η γριούλα πήγε στον κοιλαρά και του είπε ότι έχει φρέσκα ραδίκια του βουνού, μόνο δύο δραχμές η οκά. Ο άλλος τρελάθηκε! Της κατέβασε το σακί, το άνοιξε, πήρε το μεγαλύτερο δίσκο της ζυγαριάς τον γέμισε τίγκα με χόρτα και μετά πήρε τα σταθμά για να κάνει τη ζύγιση. Στάθηκε μπροστά στη ζυγαριά με το τεράστιο άσπρο πουκάμισό του με τα φαρδιά μανίκια κι έτσι η γριούλα δεν είδε ότι ένα από τα σταθμά 100 δράμια (ένα τέταρτο της οκάς) στρογγυλό και με πάχος ούτε ένα πόντο, το τοποθέτησε κρυφά χωρίς να φαίνεται, κάτω από το τάσι που πάνω του έβαζαν τα σταθμά. Έτσι η ζύγιση ξεκίνησε με 100 δράμια χόρτα δώρο στον εαυτό του! Το γελοίο, το μίζερο και τελικά η αρρώστια της απληστίας του κοιλαρά, του απόφερε ένα κέρδος 50 λεπτά της δραχμής! Η γριούλα ξαναφορτώθηκε το σακί κι έφυγε με ευχαριστίες και ευχές…
Πάθημα χριστουγεννιάτικα…
Όταν το βράδυ έκλεισε το μαγαζί κι έφυγαν οι υπάλληλοι, το αφεντικό έμεινε μόνο του για τον τελικό απολογισμό! Και τότε διαπίστωσε ότι έλειπαν από το ταμείο κάποια χιλιάρικα! Επειδή δε όλο εκεί στο ταμείο τριγύριζε, δεν μπορούσε να φανταστεί ποιος είχε κάνει την κλοπή… Να μην τα πολυλογώ, κάποια στιγμή που τακτοποιούσε στη θέση τους τη ζυγαριά και τα σταθμά, ανακάλυψε ότι το στρογγυλό ζύγι με τα 100 δράμια που είχε βάλει κάτω από το τάσι (που μπαίνουν τα ζύγια-σταθμά), ήταν στη θέση του, γιατί το είχε ξεχάσει!
Και έτσι όλη την ημέρα “χάριζε” σε κάθε πελάτη 100 δράμια κρέας. Και επειδή τότε η τιμή των αμνοεριφίων ήταν γύρω στις 25 δραχμές η οκά, τα 100 δράμια κόστιζαν 6 δραχμές. Τη ζημιά του, μπορείτε να την υπολογίσετε και εσείς φαντάζομαι, αν πολλαπλασιάσετε τους πελάτες που ψώνισαν εκείνη τη μέρα, επί έξι δραχμές.
Από υπολογισμούς και συλλογισμούς που έκανα με “διαβόλους” φίλους μου, είμαστε πολύ κοντά στην εκτίμηση ότι εκείνα τα χρονιά, ο αριθμός των πελατών την παραμονή των Χριστουγέννων, στα μεγάλα χασάπικα, ήταν περί τους 200-250, οπότε το ποσό που έχασε ο κοιλαράς και (σαπιοκέφαλος) πρέπει να ήταν εκεί γύρω στις 1.200-1.500 δραχμές! Σε βρυκολακίστικη διάλεκτο, ο σάπιος χασάπης, έσκαψε για τη γριούλα έναν τάφο βάθους μισού εκατοστού και για τον εαυτό του 15 μέτρων!
Επιμύθιο, δίκην θεατρικού σούργελου
Ο κύριος κρεοπώλης έπαθε μέγα ψυχικόν στραπάτσο! Το χειρότερο ήταν ότι δεν είχε με ποιον να τα βάλει για να ξεφουσκώσει. Μάλιστα, ανήμερα Χριστούγεννα, πήγε στο νοσοκομείο γιατί του ανέβηκε πολύ η πίεση, ήτανε και τετράπαχος! Βόλεψαν οι ημέρες κι έτσι είχε κλειστό το μαγαζί του ένα τριήμερο, αλλά αυτός δεν ήταν ήσυχος. Η θεοφοβούμενη γυναίκα του πήγε στην εκκλησία κι έφερε έναν παπά να του διαβάσει μια ευχούλα.
Έτσι έγινε κι αυτός (που τα ‘χε κάνει πάνω του) εξομολογήθηκε τα πάντα, ο παπάς τον συγχώρησε με το πετραχήλι, του έδωσε να πιεί αγιασμό και του είπε ότι πρέπει να ηρεμήσει και να σώσει την ψυχή του, κάνοντας αγαθοεργίες. Συγκεκριμένα, προσφέροντας χρήματα στο φιλόπτωχο ταμείο της ενορίας. Ο κοιλαράς του είπε ότι θα προτιμούσε να δώσει κρέας στους φτωχούς, ο παπάς όμως ήθελε ρευστό, το οποίο θα το έπαιρνε η κυρία Καλυψώ Λάρρα, προέδρος του Φιλόπτωχου Ταμείου!
Του είπε, όμως, ότι καλό θα ήταν να μιλήσει και με τον αρχιμανδρίτη με το επιγονάτιο, τον πρώτο τη τάξει ιερέα της ενορίας. Έτσι ο χασάπης βρέθηκε στην εκκλησία για να συναντήσει τον αρχιμανδρίτη. Η συνάντηση έγινε και ο αρχιμανδρίτης τον οδήγησε σ’ έναν σκοτεινό τοίχο του ναού, του οποίου τοίχου οι εικονογραφίες ήταν παντελώς κατεστραμμένες. Οπότε του πρότεινε να κάνει μία καλή δωρεά για να γίνουν νέες αγιογραφίες στον τοίχο… Φαίνεται όμως ότι εκεί τελείωναν τα χασάπικα όρια της ανοχής του!
Οι φήμες λένε ότι προσποιήθηκε τον άρρωστο και μάλιστα κατάφερε και νοσηλεύτηκε, μούφα, σε νοσοκομείο, για 3-4 μέρες και δεν ξαναμίλησε ποτέ για το θέμα. (Στους ρασοφόρους είπε ότι έχει έξοδα με τους γιατρούς…). Προφανώς πήρε ένα γερό μάθημα, το τι του στοίχισαν τα 50 λεπτά που έκλεψε από τη γιαγιά με τα ραδίκια. Και σας παρακαλώ, μη μου πει κάνεις ότι ήταν “θεία δίκη”, γιατί πολύ θα με στενοχωρήσει, αφού εγώ δεν τα πίστευα αυτά ούτε στα 14 χρόνια μου! Είχα το διάλο μέσα μου, όπως ακριβώς λέει κι ο Κώστας Χατζηχρήστος προς το τέλος της ταινίας “Ο Ηλίας του 16ου” (1959).