ΔΙΗΓΗΜΑ

Του σώματος το φέουδο

Του σώματος το φέουδο, Πόπη Αρωνιάδα

Τούφες μοσχολίβανο από το θυμιατό του παπά με κατακλύζουν, πρώτη φορά που δεν βήχω, ούτε φτερνίζομαι από το τόσο λουλουδομάνι, ατάραχη, ήσυχη και «δεόμεθα ὑπὲρ αναπαύσεως τῆς ψυχῆς της κεκοιμημένης δούλης τοῦ Θεοῦ Σμαραγδής». Κοίτα, κοίτα μεγαλεία, ξαπλωμένη, μακιγιαρισμένη, με το ταγιέρ που είχα πάρει για το γάμο του μικρού μου γιού, χαμογελαστή μου φαινόμουν. Τα καλύτερα μου βάλανε, ωραία κηδεία, παράπονο δεν έχω, αγκαλιές τα κρινάκια κουβάλησαν τα εγγόνια μου, την ευχή μου και ζωή να ‘χουν τα πουλάκια μου, όλοι ήξεραν πόσο μου άρεσαν.

Καλέ, τούτο είναι ανέλπιστο, η ωραιότερη τελετή απ’ όσες έχω περάσει, καλύτερα κι από γάμο είναι, δεν ξέρω πως θα νοιώσω στη συνέχεια, αλλά για τούτη την απόλαυση αξίζει κανείς να ζήσει. Παρότι που δεν αισθάνομαι, τα βλέπω όλα από ψηλά χωρίς κανένας να με παίρνει χαμπάρι. Δεν βαριέσαι και τόσα χρόνια που αισθανόμουν, μόνο κούραση σώρευσα σε ψυχή και σώμα, μπα καλύτερα έτσι.

Δόξα και τιμή στο γάμο μου δεν απόλαυσα. Όλα έγιναν κρυφά και γρήγορα. Σαν είδα πως τα έμμηνα δεν φάνηκαν κι άρχισα να νοιώθω έναν λώρο να τσιτώνει γύρω απ’ τον αφαλό μου, με ζώσανε τα φίδια. Η αλήθεια είναι ότι του δίναμε να καταλάβει με τον Στέλιο μου. Έρωτας μεγάλος, ξεστρατίζαμε και ζευγαρώναμε με ορμή, κολλούσαμε σαν τα σκυλιά, χωρίς να υπολογίζουμε τίποτα, ούτε τόπο, ούτε χρόνο. Αλλά το λέω και καμαρώνω, άλλος άνδρας μέσα μου δεν μπήκε ποτέ.

Μόλις ανακάλυψα πως ήμουν έγκυος, τρέξαμε στο μοναστήρι στη Χασιά, μικρά παιδιά ήμασταν, ζητήσαμε βοήθεια απ’ τον παπά που λειτουργούσε εκεί, ήταν συγγενής του άντρα μου. Μας στήριξε, με κράτησε εμένα εκεί, γιατί αν το μάθαινε ο πατέρας μου θα με σκότωνε κι έβαλε τον Στέλιο να τρέξει για τα χαρτιά. Έτσι, μας πάντρεψε κρυφά με κουμπάρα την ηγουμένη. Γυρίσαμε πίσω παντρεμένα, τίποτα δεν μπορούσαν να κάνουν οι γονείς μας, συμφωνούσαν ή όχι. Η αγάπη μας έμεινε αμείωτη παρόλη την φτώχεια και την ταλαιπωρία για το καθημερινό μεροκάματο.

Άχ, κουβάρι μαζεμένος είναι τώρα ο άνθρωπός μου, κλαίει βουβά και με κοιτάζει, σαν να περιμένει να του μιλήσω, να σταματήσω την πλάκα, έτσι πάντα μου έλεγε όταν μιλούσα για θάνατο. Κοίτα να με θάψεις εσύ, έλεγε, γιατί εγώ δεν θα τ’ αντέξω. Δεν θ’ αντέξει ο Στέλιος μου για πολύ, το ξέρω, θα έρθει σύντομα να με βρει.

Να και τα δίδυμα, δεν το είχα παρατηρήσει, ασήμια τα μαλλιά τους, άντρες ασίκηδες, οικογενειάρχες, κρατάνε τα ινία καλά, όπως τους μάθαμε. Μ’ αυτά στην κοιλιά ευλόγησε ο παπάς τον γάμο μας, ήταν ο πρώτος καρπός της φωτιάς μας. Πόσο θα ήθελα να μυρίσω το μοσχολίβανο που φουντώνει γύρω μου κι ας έβηχα, να έπιανα και τα κρινάκια και τα μπουμπούκια κι ας φτερνιζόμουν, πάντα μου άρεσαν τα λουλούδια, απ’ την αυλή μου ποτέ δεν έλειπαν, τώρα θα μαραθούν κι αυτά.

Να και η μοναχοκόρη μου, η Νίκη μου, σαν να πονάει περισσότερο απ’ όλα τα παιδιά μου. Μάνα, βλέπεις… είχα κοντά ένα χρόνο να τη δω. Τη δώσαμε μακριά στην Κρήτη, αυτό ήταν το τυχερό της, καλά περνάει δεν λέω, όμως η μάνα θέλει την μοναχοκόρη της κοντά. Δεν προσέχει, φάρδυναν πολύ τα καπούλια της, ίδια η πεθερά μου η μακαρίτισσα, όνομα και πράμα.

Του σώματος το φέουδο…

Το στερνοπούλι μου ο Σίμος, ίδιος εγώ. Μακάρι να πάρει την κράση μου. Σε γιατρό ποτέ δεν πήγα για σοβαρό πράμα. Μακάρι να πάρει και το θάνατό μου σαν έρθει η ώρα του σε βαθιά γεράματα, ούτε που κατάλαβα πως πέρασα απ’ τον έναν κόσμο στον άλλο. Άν δεν το έβλεπα με τα μάτια μου, δεν θα το πίστευα, λέω θάνατο και μου φαίνεται σαν να παίζω σε ταινία στην τηλεόραση. Ούτε το ήξερα, ούτε και ήθελα να φύγω από κοντά τους ακόμα. Αλλά, τουλάχιστον, τους άφησα όλους πίσω μου, δεν ήπια το φαρμάκι, ας είναι ευλογημένο τ’ όνομά του. Αυτή την ευχή μας έδινε η μάνα μου, «να σας αφήσω παιδιά μου, όλα πίσω μου» αυτό παρακαλούσε πάντα κι είχε δίκιο.

Οι μνήμες δεν χάνονται, μου ήρθε τώρα στο μυαλό η γέννα των διδύμων μου, έφτασε η καημένη η μάνα μου κι ας χρειάστηκε να πατήσει πόδι στην απαγόρευση του πατέρα. «Θα πάω κοντά στην κοπέλα μου του είπε, το επιτρέπεις ή όχι, λεχώνα σε δυο παιδιά είναι, μικρή, πώς θα τα βγάλει πέρα; Εξάλλου δεν είναι και αστεφάνωτη». Πήρε το μπόγο της με πανιά για τα μωρά και ήρθε, με βοήθησε πολύ. Έτσι τα έκανε ο Θεός, η μάνα όλα τα συγχωρεί, πονάει με τον πόνο του παιδιού της και χαίρεται με τη χαρά του.

Σαν χθες μου φαίνεται, που αφήνιασε το μουλάρι, εκείνος ο γκρίζος σατανάς ο αμερικάνικος, αγριεμένο από τ’ αμπάρια του πλοίου και με γκρέμισε στο χωράφι που είχαμε νοικιάσει και καλλιεργούσαμε στο Γαλάτσι. Τρία πλευρά είχα σπάσει. Τα δίδυμα δεν είχαν κλείσει χρόνο ακόμα. Ξανάρθε τότε η μανούλα μου και μαζί με τον άντρα μου φρόντιζαν τα παιδιά. Αυτά έσκουζαν με σουφρωμένα τα χείλια, πεινασμένα για βυζί. Μου τα έφερναν πότε το ένα και πότε το άλλο. Τα πότιζα γάλα αλμυρό από τα δάκρυα που κυλούσαν ποτάμι απ’ τα μάτια μου καθώς οι πόνοι με χτυπούσαν στην καρδιά με την παραμικρή κίνηση που έκαναν τα μωρά.

Μπα, κινητικότητα και ανησυχία βλέπω. Άχ ναι, είναι ή ώρα του τελευταίου ασπασμού, αχ τα παιδάκια μου και ο άντρας μου πονάνε, μην υποφέρετε εγώ θα είμαι πάντα κοντά σας. Ο καημένος ο Στέλιος έχει καταρρεύσει. Να πω την αλήθεια όμως, εμένα μου έρχεται να χορέψω την φραγκοσυριανή, τόσο ανάλαφρη κι ευτυχισμένη αισθάνομαι.

Ωχ με σηκώνουν. Θεέ και κύριε, τα τέσσερα εγγόνια μου με πάνε. Μεγάλη τιμή μου κάνουν. Αχ, αστέρια μου! τώρα που είμαι αόρατη κι απόκοσμη δεν θ’ αφήσω κανέναν να αγγίξει ούτε μια τρίχα σας για κακό. Τοποθέτησαν το φέρετρο στην άκρη του τάφου μου, όλοι κλαίνε και με χαιρετάνε, μακάρι να ήξεραν πόσο ωραία που είναι δίχως σώμα.

Μα τι κάνει, τρελάθηκε ο τραγόπαπας και μου ρίχνει λάδι και κρασί στα μάτια;

Οι απόψεις που αναφέρονται στο κείμενο είναι προσωπικές του αρθρογράφου και δεν εκφράζουν απαραίτητα τη θέση του SLpress.gr

Απαγορεύεται η αναδημοσίευση του άρθρου από άλλες ιστοσελίδες χωρίς άδεια του SLpress.gr. Επιτρέπεται η αναδημοσίευση των 2-3 πρώτων παραγράφων με την προσθήκη ενεργού link για την ανάγνωση της συνέχειας στο SLpress.gr. Οι παραβάτες θα αντιμετωπίσουν νομικά μέτρα.

Ακολουθήστε το SLpress.gr στο Google News και μείνετε ενημερωμένοι